Η εγχώρια κατανάλωση αλεύρων σίτου παρουσίασε, γενικά, ανοδική πορεία έως το 2010, σημειώνοντας, όμως, χαμηλούς ετήσιους ρυθμούς μεταβολής. Ωστόσο, τα τελευταία δύο χρόνια, παρουσιάζεται μείωση της εγχώριας κατανάλωσης (-1,7%).
Αυτό επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, σε κλαδική μελέτη που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group και στην οποία διερευνάται η εξέλιξη της αγοράς αλεύρου και σιμιγδαλιού σίτου.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, στον κλάδο της αλευροβιομηχανίας δραστηριοποιούνται αρκετές επιχειρήσεις (οι περισσότερες είναι μικρομεσαίου μεγέθους), οι οποίες παράγουν αλεύρι, σιμιγδάλι και τα υποπροϊόντα αυτών από την άλεση σκληρού και μαλακού σίτου. Η εγχώρια αγορά αλεύρου και σιμιγδαλιού σίτου θεωρείται ουσιαστικά κορεσμένη. Ο κλάδος της αλευροβιομηχανίας χαρακτηρίζεται από συνθήκες υπερπροσφοράς, εξαιτίας της συνεχούς διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1990, με συνέπεια τη δημιουργία υπερβάλλουσας παραγωγικής δυναμικότητας.
Η συνολική ζήτηση των προϊόντων της αλευροβιομηχανίας (αλεύρι, σιμιγδάλι) είναι ουσιαστικά ανελαστική ως προς το εισόδημα και τις μεταβολές των τιμών, δεδομένου ότι αποτελούν την πρώτη ύλη για την παραγωγή βασικών ειδών διατροφής.
Ο μεγαλύτερος όγκος των προϊόντων του κλάδου διατίθεται απευθείας στη βιοτεχνική αρτοποιία και σε βιομηχανίες ειδών διατροφής, σε συσκευασίες των 50, 25 και 10 κιλών ή χύδην. Οι υπόλοιπες ποσότητες τυποποιούνται σε μικρές συσκευασίες για οικιακή χρήση και προωθούνται μέσω λιανικής πώλησης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, «η παραγωγή αλεύρων σίτου, την περίοδο 1992-2001, παρουσίασε, ανοδική τάση με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,9%. Την επόμενη δεκαετία (2002-2011), ο μέσος ρυθμός μεταβολής ήταν οριακά αρνητικός (-0,2%). Το 2012, η συνολική παραγωγή μειώθηκε ελαφρά, σε σχέση με το προηγούμενο έτος (2011).
Από τη συνολική κατανάλωση αλεύρων σίτου, μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 6% αντιστοιχεί σε τυποποιημένα άλευρα που προορίζονται για διάθεση απευθείας στο καταναλωτικό κοινό, μέσω των αλυσίδων super market και των λοιπών καταστημάτων λιανικής πώλησης τροφίμων.
Σχεδόν το σύνολο της ζήτησης καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή. Oι εισαγωγές και εξαγωγές είναι πολύ περιορισμένες, γεγονός που, κυρίως, οφείλεται στα ίδια τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, τα οποία καθιστούν ασύμφορη τη μεταφορά του σε μεγάλες αποστάσεις. Η μεν εισαγωγική διείσδυση ήταν αμελητέα, ενώ και η εξαγωγική επίδοση του κλάδου μειώθηκε, την τελευταία διετία, καλύπτοντας περίπου το 3% της παραγωγής, το 2012.
Η κατανάλωση σιμιγδαλιού εμφάνισε αυξητικές τάσεις το χρονικό διάστημα 1992-2004, ενώ, στη συνέχεια, υποχώρησε με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 2,9%. Ωστόσο, από το 2008 ακολουθεί και πάλι ανοδική πορεία. Από τη συνολική εγχώρια κατανάλωση σιμιγδαλιού σίτου, μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 3% τυποποιείται σε συσκευασίες λιανικής, ενώ ο κύριος όγκος διατίθεται, κυρίως, για την παραγωγή ζυμαρικών και στη ζαχαροπλαστική.
Όσον αφορά τις προοπτικές εξέλιξης του κλάδου, δεν αναμένονται σημαντικές διαφοροποιήσεις (οριακές μόνο μεταβολές) τη διετία 2013-2014, στο συνολικό μέγεθος της εγχώριας κατανάλωσης αλεύρων και σιμιγδαλιού.
Στο πλαίσιο της μελέτης, πραγματοποιήθηκε, επιπλέον, χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου, βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών.
Επίσης, συντάχθηκε ομαδοποιημένος ισολογισμός, βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 27 επιχειρήσεων, των οποίων η βασική δραστηριότητα είναι η παραγωγή αλεύρων και σιμιγδαλιού.
Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού τους σημείωσε αύξηση 2,2%, το 2011, σε σχέση με το 2010. Οι συνολικές πωλήσεις των 27 εταιρειών παρουσίασαν αύξηση της τάξεως του 19%, το 2011, σε σχέση με το 2010.
Ωστόσο, οι αλευροβιομηχανίες λειτούργησαν με ιδιαίτερα αυξημένο κόστος παραγωγής, με συνέπεια τα λειτουργικά αποτελέσματα και τα κέρδη προ φόρου να μειωθούν κατά 20% και 21%, αντίστοιχα.
AMΠE