Ποια φρούτα και λαχανικά εισήγαγε η Ελλάδα το 2022
Πατάτες, ντομάτες, λεμόνια αλλά και μήλα είναι τα top προϊόντα που εισάγονται στην ελληνική αγορά κυρίως από τρίτες χώρες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Incofruit Hellas, οι εισαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών το 2022 αυξήθηκαν σε ποσότητες κατά 2,9% φτάνοντας τους 729,4 χιλιάδες τόνους και σε αξία κατά 15% αγγίζοντας τα 714,1 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2-21.
Αυξημένες οι εισαγωγές οπωροκηπευτικών
Η εισαγωγή λαχανικών ήταν αυτή που αυξήθηκε περισσότερο το 2022, η οποία έφτασε τους 387 χιλιάδες τόνους καταγράφοντας αύξηση κατά 11,3%, ενώ η αξία τους έφτασε τα 306,03 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 29,9%, συγκριτικά με το 2021.
Οι εισαγωγές πατάτας αντιπροσώπευαν το 52,9% του συνόλου των λαχανικών που αγοράζονται στο εξωτερικό.
Πολύ πίσω από την πατάτα, το δεύτερο πιο εισαγόμενο λαχανικό είναι η ντομάτα με 15.729 τόνους για αξία 16,38 εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά τις εισαγωγές φρούτων το 2022, ήταν μειωμένες συνολικά κατά 5,2% φτάνοντας τους 342,4 χιλιάδες τόνοι αλλά κόστισαν ακριβότερα κατά 5,9% αγγίζοντας τα 385,3 εκατ. ευρώ. Οι μπανάνες ανήκουν στα φρούτα που έχουν εισαχθεί περισσότερο φτάνοντας τους 204.859 τόνους και οι οποίες κόστισαν 141,5 εκατ. ευρώ και ακολουθούν τα λεμόνια με 26.870 τόνους αξίας 27,63 εκατ. ευρώ (–2%).
Την τρίτη θέση καταλαμβάνουν οι ανανάδες, με 18.192 τόνους και 13,57 εκατ. ευρώ και τέταρτη τα μήλα, με 12.942 τόνους με αξία που έφτασε στα 6,65 εκατ. ευρώ.
Ανάπτυξη του ξένου ανταγωνισμού
«Η εισαγωγή νωπών φρούτων και λαχανικών δείχνει τη συνεχή ανάπτυξη του ξένου ανταγωνισμού τόσο στην χώρα μας όσο και στις κοινοτικές αγορές και οφείλεται σε λιγότερο απαιτητικούς κανονισμούς στους τόπους παραγωγής, σε διάφορους τομείς όπως ο φυτοϋγειονομικός ο ηθικός και ο περιβαλλοντολογικός καθιστώντας το κοινοτικό μοντέλο παραγωγής στις καταναλωτικές αγορές όλο και λιγότερο ανταγωνιστικό», επισημαίνει σε δήλωσή του ο ειδικός σύμβουλος – εκπρόσωπος του Incofruit Hellas κ. Γιώργος Πολυχρονάκης.
Επισημαίνει δε, ότι η συνεχιζόμενη αύξηση των εισαγωγών απαιτεί λεπτομερή ανάλυση της ελληνικής αγοράς και των καταναλωτικών τάσεων που έχουν προκαλέσει αύξηση των εισαγωγών, κυρίως από τρίτες χώρες, γεγονός που δείχνει ότι για την πλειοψηφία των Ελλήνων καταναλωτών δεν καθορίζει την προτίμησή τους η προέλευση των τροφίμων που αγοράζουν, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για χάραξη στρατηγικής πολιτικής υποκατάστασης των εισαγομένων φρούτων και λαχανικών από ομοειδή παραγόμενα στη χώρα μας.
«Θα πρέπει να επιδιωχθεί όπως οι μεν ελληνικές ελεγκτικές αρχές να επιτηρούν την αυστηρή τήρηση των εμπορικών προδιαγραφών – ποιότητας για τα εισαγόμενα και τα διακινούμενα εγχώριας παραγωγής προϊόντα στην ελληνική αγορά αλλά και τα αποστελλόμενα-εξαγόμενα οπωροκηπευτικά προϊόντα προς διασφάλιση της φήμης των προϊόντων μας, που θα συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών τους», τονίζει ο κ. Πολυχρονάκης.
Πηγή: ΟΤ