Ξεπέρασαν τα 400 εκατ. οι εξαγωγές ελαιόλαδου του πρώτου διμήνου, αύξηση εισπράξεων κατά 273 εκατ. ευρώ.
Το 2023 θα μπορούσε, χωρίς αμφιβολία, να αποκληθεί ως η «χρονιά του ελληνικού ελαιολάδου»! Πράγματι, η εντυπωσιακή πορεία του ελληνικού προϊόντος στις ευρωπαϊκές και γενικότερα στις διεθνείς αγορές και μάλιστα σε καλές τιμές εφέτος «γεμίζει τα ταμεία» των εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Το πρώτο δίμηνο του έτους έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Η αξία των εξαγωγών του ελληνικού ελαιολάδου και πιο συγκεκριμένα της κατηγορίας «Λίπη – Έλαια» απογειώθηκε. Ανήλθε στα 407,2 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, έναντι 133,5 εκατ. ευρώ της αντίστοιχης περιόδου του 2022, σημειώνοντας αύξηση κατά 205%, σημειώνοντας τις υψηλότερες επιδόσεις από όλους τους εξαγωγικούς κλάδους.
Όπως επισήμανε σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα, το 2022 δύο ήταν οι κατηγορίες προϊόντων που έδωσαν ισχυρή ώθηση στις εξαγωγές: το ελαιόλαδο και τα μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας, κυρίως δηλαδή ο «πράσινος» ηλεκτρολογικός εξοπλισμός:
- Το «παραδοσιακό» ελαιόλαδο (+157% σε αποπληθωρισμένους όρους, έναντι -5% στα λοιπά τρόφιμα) σκαρφάλωσε στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 6ετίας, διπλασιάζοντας το μερίδιό του στις ευρωπαϊκές εξαγωγές. Σε αυτό συντέλεσε η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία, καθώς η αυξημένη ελληνική παραγωγή (+51% ετησίως) συνδυάστηκε με υψηλή διεθνή ζήτηση λόγω ξηρασίας και μειωμένης παραγωγής σε ανταγωνιστικές Μεσογειακές χώρες (-48% στην Ισπανία). Σημειώνεται ωστόσο, ότι το ελληνικό ελαιόλαδο συνεχίζει να χάνει σημαντική υπεραξία της τάξης των €1,3 ανά κιλό (αντιστοιχώντας σε €0,2 δισ. ετησίως) από το χαμηλό βαθμό τυποποίησης (με άνω των 2/3 να εξάγονται σε χύμα μορφή).
- Τα «έντασης τεχνολογίας» μηχανήματα (+17% σε αποπληθωρισμένους όρους) δέχονται ισχυρή ώθηση από τον «πράσινο» ηλεκτρολογικό εξοπλισμό (όπως LED και ηλεκτρικοί μετρητές), με τις ελληνικές εξαγωγές να ξεχωρίζουν σε μεγάλο εύρος προορισμών (από Βαλκάνια μέχρι Βόρεια Αμερική). Σημαντικό τμήμα αυτών παράγονται στην Ελλάδα, ενώ το υπόλοιπο προωθείται στις γειτονικές μας χώρες από ελληνικές εταιρείες που λειτουργούν ως αποκλειστικοί αντιπρόσωποι πολυεθνικών –ανάγοντας έτσι την Ελλάδα σε ρόλο περιφερειακού κέντρου, προωθώντας παράλληλα τη μεταφορά τεχνογνωσίας και ισχυροποιώντας τα εμπορικά δίκτυα στην περιοχή.