Σε μια εποχή όπου η αυθεντικότητα υπερέχει της μαζικής παραγωγής, η ελληνική γεωργία φαίνεται να κρατά στα χέρια της το εισιτήριο για μια νέα, διεθνή αναγνώριση στον χάρτη της γαστρονομίας. Από τον ακριτικό Έβρο και τα αγέρωχα βουνά της Ηπείρου, μέχρι τις εύφορες κοιλάδες της Κρήτης και τα αμέτρητα νησιά που στολίζουν το Αιγαίο και το Ιόνιο, ξεδιπλώνονται χιλιάδες μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις που δεν παράγουν απλώς προϊόντα, αλλά καλλιεργούν μια νέα κουλτούρα ποιότητας και γεύσης.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα διαθέτει 530.680 γεωργικές εκμεταλλεύσεις, αριθμός που τη φέρνει ανάμεσα στις πρώτες χώρες της Ε.Ε. σε πυκνότητα αγροτικής δραστηριότητας. Ωστόσο, το μέσο μέγεθος των εκμεταλλεύσεων είναι μόλις 53 στρέμματα, στοιχείο που πολλοί θα θεωρούσαν περιοριστικό. Όμως αυτή η φαινομενική αδυναμία μπορεί να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο πλεονέκτημα της χώρας.
Περίπου 47,6% των εκμεταλλεύσεων έχουν μέγεθος μικρότερο από 20 στρέμματα , ενώ το 74% είναι κάτω από τα 50 στρέμματα. Αυτή η δομή ευνοεί την παραγωγή εκλεκτών πρώτων υλών, καλλιεργημένων με φροντίδα, μεράκι και χωρίς την πίεση της μαζικής βιομηχανίας.
Όμως η πορεία προς αυτή την αναγέννηση απαιτεί και μια βαθιά ενδοσκόπηση. Ας πάψουμε να ξεπουλάμε τη γη μας και τα σπίτια στα χωριά, να τα βλέπουμε σαν βαρίδια του παρελθόντος. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου υπήρξε η ρίζα της αποδυνάμωσης του παραγωγικού ιστού. Οι τοπικοί συνεταιρισμοί και η αυτοδιοίκηση, αντί να προστατεύσουν τον αγρότη, πολλές φορές έγιναν μέρος του προβλήματος: πρόεδροι και διοικήσεις που αναλώθηκαν σε εξουσιαστικά παίγνια, αντί για πραγματική υποστήριξη. Και το τίμημα πληρώθηκε αγρότες-συνεταιριστές που βρέθηκαν στην αγκαλιά των funds, που σήμερα τρέχουν πίσω από τους πολιτικούς για να σβήσουν κόκκινα δάνεια και να κρατήσουν τι;
Παρά τα εμπόδια, υπάρχει ελπίδα – και είναι ελληνική. Η εστίαση στην ποιότητα, στην ιστορία κάθε προϊόντος, στο μικρό και αυθεντικό, αποτελεί το εναλλακτικό μοντέλο που μπορεί να ζωντανέψει τα χωριά μας και να επαναφέρει την υπερηφάνεια του παραγωγού. Με 1.380.870 τακτικά απασχολούμενους, 2,6 άτομα ανά εκμετάλλευση και μόλις 0,2% των κλήρων να ξεπερνούν τα 1000 στρέμματα , η χώρα έχει τον ανθρώπινο και ποιοτικό πλούτο που χρειάζεται. Το μόνο που μένει είναι να επενδύσει σε αυτόν.
Τα πρώτα δείγματα γραφής είναι ενθαρρυντικά ελληνικά προϊόντα με ετικέτες που γράφουν “MADE IN GREECE ” να κοσμούν μενού με αστέρια Michelin. Οι παραγωγοί να συνεργάζονται με σεφ, να σχεδιάζουν ιστορίες γύρω από το λάδι, το τυρί, το μέλι τους. Και οι καταναλωτές να ανταποκρίνονται στις μεσογειακές γεύσεις .
Αν αυτό το μοντέλο παγιωθεί, η γεωργία μπορεί να γίνει ο πυρήνας μιας νέας ελληνικής ταυτότητας. Όχι μιας χώρας που απλώς επιβιώνει στον διεθνή ανταγωνισμό, αλλά που τον διαμορφώνει – με βάση την ποιότητα, τη γεύση και την ψυχή της.
Του Γ.Μπακόλα
Αγρότη – Project manager στο Agrocapital
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις