Γ. Κορμέντζας, Επ. Καθηγητής Παν. Αιγαίου,
πρώην Αντιπρόεδρος ΟΠΕΚΕΠΕ (3/2010-1/2013)
Λίγο πριν τις ευρωεκλογές, σε όλα τα Κράτη Μέλη της ΕΕ καταγράφεται ένας έντονος προβληματισμός σχετικά με την πολιτική σύνθεση της επόμενης ευρωβουλής στην βάση του ποσοστού που θα λάβουν τα κόμματα ή οι πολιτικοί σχηματισμοί που θα εκφράζουν, είτε ευροσκεπτικισμό, είτε ευρωπαϊκό αναχωρητισμό που εν τέλει και τα δύο, αν δεν οδηγούν στην οριστική εγκατάλειψη του οράματος δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού κράτους, σίγουρα το καθυστερούν.
Λίγο πριν λοιπόν η πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών ζητήσει μέσω της επικείμενης ψήφου της μια φιλελεύθερη, μια σοσιαλιστική ή μια αριστερή Ευρώπη (οι πολιτικοί χαρακτηρισμοί είναι ενδεικτικοί των κυρίαρχων πολιτικών επιλογών), οφείλει να απαντήσει στο αν επιθυμεί να συνεχίσει να μεγαλώνει τα παιδιά της έχοντας στην καρδιά και στην σκέψη της το κοινό, το δημοκρατικό, το ενιαίο, το πολύμορφο, και εν πάση περιπτώσει, το ένα ενιαίο κράτος, το Ευρωπαϊκό. Ένα κράτος το οποίο θα υπερβαίνει και θα συνθέτει τις όποιες εθνικές διαφορές και θα δημιουργεί την πεποίθηση ότι στο κοντινό μέλλον θα μιλάμε πλέον για τον Ευρωπαίο πολίτη, τον πολίτη δηλαδή του Ευρωπαϊκού κράτους, του κοινού συντάγματος, του κοινού νομίσματος και της κοινής υπηκοότητας.
Η συζήτηση λοιπόν ξεπερνά την πολιτική υφή της Ευρώπης, ξεπερνά ακόμη και το κλασικό ερώτημα της περισσότερης ή λιγότερης Ευρώπης (στην λογική ότι παραδοσιακά κάποια Κράτη Μέλη επιθυμούν να διατηρούν μια διαφορετικότητα που αυτή μπορεί να γίνει ανεκτή σε ένα κοινό Ευρωπαϊκό κράτος στην λογική ότι οι περιφέρειες ενός κοινού κράτους παρουσιάζουν ιδιοχαρακτηριστικά που μπορούν να είναι σεβαστά και αποδεκτά) και τοποθετείται στο αν το ευρωπαϊκό όραμα της μιας κρατικής οντότητας συνεχίζει να συναρπάζει, συνεχίζει να αποτελεί το τέλος ενός δρόμου ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αφομοίωσης που θέτει τέλος σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας καθώς προσδιορίζει την υπερβαίνουσα ευρωπαϊκή κυριαρχία και συνεχίζει να αποτελεί το εχέγγυο που διασφαλίζει την ευημερία όλων των Ευρωπαίων πολιτών.
Ένα ξεκάθαρο λοιπόν ερώτημα έρχεται στο προσκήνιο, το οποίο με ξεκάθαρο τρόπο οφείλει να έχει τεθεί στον Ευρωπαίο πολίτη και φυσικά να απαντηθεί μέσω των εκλογών επίσης με ένα ξεκάθαρο τρόπο. Επιθυμεί ή δεν επιθυμεί ο Ευρωπαίος πολίτης την Ευρώπη της μιας κρατικής οντότητας; Μιας κρατικής οντότητας που δεν μπορεί παρά να προσδιορίζεται από το σύνταγμα, το νόμισμα και την υπηκοότητά της.
Είναι λογικά αυταπόδεικτο, ότι μια κοινή δημοκρατική κρατική οντότητα οφείλει να παρέχει και να διασφαλίζει στο σύνολο των πολιτών της που ζουν και εργάζονται στην ευρωπαϊκή γεωχωρική της επικράτεια τις ίδιες ελευθερίες διατύπωσης γνώμης, τις ίδιες δυνατότητες πρόσβασης στην εργασία, τις ίδιες παροχές υγείας, εκπαίδευσης και πολιτισμού, και φυσικά δικαιοσύνη. Όλα αυτά αποτελούν επικεφαλίδες ενός συντάγματος που όλα τα ευρωπαϊκά όργανα θα το υπηρετούν και όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες θα το τηρούν. Η συζήτηση για το ευρωσύνταγμα πρέπει να ανοίξει ξανά. Αποτελεί μέγιστη ηθική και ιστορική υποχρέωση για όλες τις εθνικές κυβερνήσεις των Κρατών Μελών να μην χαθεί το στοίχημα της κοινής συμπόρευσης με αρχές και αξίες που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από καμιά πολιτισμένη κοινωνία. Δεν είναι λογικό να μπορεί η Ισλανδία να συντάσσει ένα νέο σύνταγμα μέσω κοινωνικής δικτύωσης, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις δομές και την πολύχρονη πλέον εμπειρία της να μην μπορεί να συνθέσει εκείνο το σύνταγμα που θα γίνονταν καθολικά αποδεκτό από την συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών, εφόσον φυσικά αυτοί θα επιθυμούσαν την ενιαία κρατική οντότητα.
Προχωρώντας στο κοινό νόμισμα, το εργαλείο εκείνο που θα διασφαλίζει την πρόσβαση στις αγορές, που θα συνεισφέρει στην συγκρότηση μιας κοινής κεντρικής οικονομικής διαχείρισης, που θα συνδιαμορφώσει ένα κοινό ευρωπαϊκό φορολογικό σύστημα και που θα επιβάλει την κοινή ανταμοιβή της ίδιας εργασίας. Και θα πηγαίνει ακόμη παρακάτω, το κοινό νόμισμα δύναται να αποτελέσει τον πυρήνα μιας κοινής πολιτικής ελέγχου του κόστους διαβίωσης, ενός κοινού δημόσιου τομέα που θα στελεχώνεται με τα ίδια αξιοκρατικά κριτήρια, με κοινές ανεξάρτητες ελεγκτικές αρχές και τόσα άλλα.
Η κοινή υπηκοότητα αυτονόητα δεν μπορεί να αφορά και να περιορίζεται στην απλή αναγραφή ενός κοινού κρατικού ευρωπαϊκού προσδιορισμού σε κάποια προσωπικά έγγραφα ενός πολίτη. Αυτή οφείλει αρχικά να σηματοδοτήσει την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και στην συνέχεια να προχωρήσει ουσιαστικά στην διαμόρφωση των προϋποθέσεων και των συνθηκών της διασφάλισης της ευημερίας του συνόλου των ευρωπαίων πολιτών.
Η τόσο απλή λοιπόν και αυτονόητη απάντηση στο αρχικό ερώτημα του κειμένου, της μιας ενιαίας αλληλέγγυας Ευρώπης, δεν μπορεί να είναι τόσο ουτοπική και δεν μπορεί εν τέλει να είναι τόσο δύσκολο να επιτευχθεί, όσο φαίνεται να προκύπτει από τις επιλογές και τις αποφάσεις κυρίως των σημερινών πολιτικών ηγεσιών των Κρατών Μελών της ΕΕ. Γιατί λοιπόν ενώ το σύνολο των σημερινών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων δηλώνει ότι συμφωνεί και να διακηρύττει συνεχώς υπέρ της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, εν τέλει επιλέγει πάντοτε εκείνες της πτυχές της Ευρώπης ανάλογα με το πως εξυπηρετούνται τοπικά εθνικά συμφέροντα και επιδιώξεις. Δεν μπορεί η Ευρώπη να είναι 'κατά παραγγελία'. Η Ευρώπη της αλληλεγγύης και της ενότητας δεν είναι τεχνοκρατικά δύσκολο να επιτευχθεί. Το πρόβλημα είναι καθαρά πολιτικό και είναι πρόβλημα βούλησης ή αλλιώς συμφωνίας λόγων και έργων. Οι σημερινές πολιτικές ηγεσίες φαίνεται να μην μπορούν να υπηρετήσουν το ευρωπαϊκό όραμα. Οι λαοί της Ευρώπης, ειδικά στον Νότο, νιώθουν προδομένοι, πικραμένοι, ίσως και παρατημένοι.
Ποιά Ευρώπη λοιπόν; Το κοινό σύνταγμα παραπέμφθηκε στις καλένδες, το κοινό νόμισμα φαίνεται να έχει γίνει το όχημα στο να γίνουν κάποιοι οικονομικά ισχυρότεροι και η κοινή υπηκοότητα δεν τίθεται καν ως θέμα προς συζήτηση. Οπότε εν τέλει γιατί ανησυχούμε για την σύνθεση της νέας ευρωβουλής; Γιατί φοβόμαστε για ένα ενδεχόμενο τέλος ενός οράματος, την στιγμή που ήδη έχουμε πάψει να το υπηρετούμε ενώ υποκριτικά διακηρύσσουμε σε όλους τους τόνους (ξοδεύοντας πολλούς πόρους του φορολογούμενου πολίτη στο όνομα της μιας και ενωμένης Ευρώπης) ότι συνεχίζουμε να το πιστεύουμε; Πως μπορούμε να πιστεύουμε σε κάτι που είναι 'κατά παραγγελία' και κατά βούληση των πολιτικών ηγεσιών και σχεδόν πάντοτε εξαρτώμενο από τις προθέσεις των αγορών;
Το ευρωπαϊκό όραμα μπορεί να επανακινηθεί και οι ευρωεκλογές δίνουν μια καλή ευκαιρία σύνθεσης μιας νέας ευρωβουλής, με μέλη που θα επιβάλουν στις πολιτικές ηγεσίες των Κρατών Μελών τους βασικούς άξονες επαναθεμελίωσης της Ευρώπης που θέλουμε. Το σύνταγμα, το νόμισμα και η υπηκοότητα συνθέτουν τέτοιους άξονες, μιας και η μια ενιαία Ευρώπη θα έρθει, νομοτελειακά θα έρθει, όσο και αν η σημερινή πλειοψηφία των πολιτικών ηγεσιών των Κρατών Μελών την καθυστερεί. Οι λαοί, ειδικά του Νότου, έκαναν τα μαθήματά τους και ελπίζουν να πάνε παρακάτω.