Γράφει ο Γιώργος Κουτρουμάνης, Πρώην Υπουργός Εργασίας
Είναι γνωστό ότι οι αυτοαπασχολούμενοι στη χώρα μας αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού.
Στην πραγματικότητα είμαστε, σύμφωνα και με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat η χώρα με τον μεγαλύτερο μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, αναλογικά αριθμό αυτοαπασχολουμένων σε σχέση με το σύνολο των απασχολουμένων, χωρίς να έχει διαφοροποιηθεί αυτή η αναλογία τα χρόνια της κρίσης.
Στην Ελλάδα το 2015 ένας στους τρεις εργαζόμενους ήταν αυτοαπασχολούμενος, ποσοστό περίπου 34%, στα ίδια επίπεδα με το 2008, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 14%, με την Ιταλία στο 22% που είναι η αμέσως επόμενη χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχολουμένων.
Στον αντίποδα σε χώρες όπως η Γερμανία, το Λουξεμβούργο, η Εσθονία, η Σουηδία, η Νορβηγία τα ποσοστά είναι κάτω από το 10%.
Τα ανωτέρω στοιχεία δείχνουν, μεταξύ άλλων, δύο πράγματα:
- Πρώτον ότι η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, όχι μόνο σήμερα αλλά και στο παρελθόν, αναπτύχθηκε χωρίς να δημιουργήσει μεγάλο αριθμό θέσεων εργασίας και
- δεύτερο ότι η ανεργία θα ήταν πολύ υψηλότερη από το 25%, εάν δεν υπήρχε τόσο μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχόλησης.
Τούτων δοθέντων, οι πολιτικές και τα μέτρα που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια σε βάρος των αυτοαπασχολούμενων, ιδιαίτερα όσα πρόκειται να εφαρμοστούν από 1/1/2017, αναμένεται να δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στην απασχόληση.
Η φορολόγηση του εισοδήματος από το πρώτο ευρώ, χωρίς έστω το αφορολόγητο που ισχύει για τους μισθωτούς, η μεγάλη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, ο φόρος επιτηδεύματος και η προκαταβολή φόρου, δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον.
Είναι πολλοί εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα υψηλά ποσοστά αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα, αποτελούν βασική αιτία για τα μεγάλα μεγέθη της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής. Σε ένα βαθμό αυτό είναι αληθές, λόγω κυρίως της αδυναμίας ελέγχου. Όπως επίσης αληθές είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις οι απώλειες σε φόρους και εισφορές από μια και μόνο μεγάλη επιχείρηση, μπορεί να ισοδυναμεί με τις αντίστοιχες απώλειες από χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους.
Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα αναμένεται να γίνει ακόμα μεγαλύτερο, μέσα από την εφαρμογή των νέων μέτρων.
Και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το πλήγμα που δέχεται ο αυταπασχολούμενος και όποιος ακόμη επιδιώκει να λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, μέσα από μια τέτοια επιλογή. Είναι εκείνος που έμεινε άνεργος και δεν μπορεί να επανενταχθεί στην αγορά εργασίας, μέσα από τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί.
Είναι ο νέος που προσπαθεί να αποκτήσει μια δουλειά, ο επιστήμονας που δεν θέλει να μεταναστεύσει, ο περιστασιακά απασχολούμενος που θέλει ένα πιο σταθερό επάγγελμα και εισόδημα. Άλλοι από επιλογή και άλλοι από ανάγκη οδηγούνται σε ένα ελεύθερο επάγγελμα, το οποίο πολλές φορές δημιουργεί θέσεις εργασίας όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και άλλους αναζητούντες εργασία.
Σε μια περίοδο λοιπόν που η μισθωτή εργασία εμφανίζει αυξητική πορεία μόνο μέσα από τη διεύρυνση των ελαστικών μορφών, όπως μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία κ.ο.κ. η ελληνική πολιτεία έρχεται με τα μέτρα που εφαρμόζει να στραγγαλίσει κάθε ατομική δραστηριότητα.
Καλείται ο αυτοαπασχολούμενος ελεύθερος επαγγελματίας ή επιτηδευματίας για τα 1.000 ευρώ εισόδημα τον μήνα, που είναι κατόρθωμα στις σημερινές συνθήκες, να πληρώσει το λιγότερο 269,5 ευρώ εισφορές, 160,7 ευρώ φόρο και 54,1 ευρώ φόρο επιτηδεύματος που αναλογεί στο 1/12 από τα 650 ευρώ τον χρόνο, συνολικά 484,3 ευρώ τον μήνα. Μένουν λοιπόν για να ζήσει και να πληρώσει το σύνολο των άλλων υποχρεώσεών του 515,7 ευρώ. Με αυτό το ποσό μάλιστα θα κληθεί να πληρώσει μεταξύ των άλλων προϊόντα και υπηρεσίες μέχρι 24% ακριβότερα λόγω του ΦΠΑ.
Όλα αυτά εκτός βέβαια από τον ΦΠΑ που είναι ένα άλλο ζήτημα, εισφορές και φόρους τα πληρώνει ο ίδιος και δεν μοιράζονται με κάποιο εργοδότη όπως συμβαίνει στη μισθωτή εργασία.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι μιλάμε για εξόντωση. Όπως επίσης μπορεί να γίνει κατανοητό, ότι με αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατον να υπάρξει ανάπτυξη στη χώρα. Το βέβαιο αποτέλεσμα θα είναι, περισσότερο από κάθε φορά, να αδικηθούν και πάλι όσοι θέλουν να είναι συνεπείς.
Όσο πιο αρνητικό διαμορφώνεται το περιβάλλον για τους συνεπείς, τόσο πιο γόνιμο γίνεται το έδαφος για τους φοροφυγάδες και τους μπαταχτσήδες και δυστυχώς έχουμε πολλούς σε αυτή τη χώρα.