Το Ισραήλ, έχοντας μετατρέψει τα προβλήματα του σε ευκαιρίες, ενώ εμείς οι Έλληνες τις ευκαιρίες σε προβλήματα, κατόρθωσε να κατακτήσει μία κορυφαία θέση στη γεωργία, καθώς επίσης στην τεχνολογία διαχείρισης υδάτινων πόρων και αφαλάτωσης – αντίθετα, η ελληνική πολιτική θέλει να ξεπουλήσει τα νερά και την ενέργεια αδιαφορώντας για τον πρωτογενή μας τομέα, για να μείνει ανέπαφο το πελατειακό κράτος.
Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
.
Ανάλυση
Η γεωργική παραγωγή στην Ελλάδα έφτανε μέχρι πρόσφατα στο 6,5% του ΑΕΠ ή στα 12,1 δις € – ενώ από τα 132.000.000 στρέμματα της συνολικής επιφάνειας της χώρας αντιστοιχεί στο 25,78% ή στα 34.037.000 στρέμματα (εξαιρούνται τα βοσκοτόπια). Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις είναι της τάξης των 800.000, με μέση έκταση τα 44 στρέμματα – ενώ η αξία του τομέα των κτηνοτροφικών προϊόντων ανέρχεται στο 15% της γεωργικής παραγωγής.
Το εργατικό δυναμικό που απασχολείται στη γεωργία έχει μειωθεί κάτω του 16%, από 28% το 1981 – ενώ μόνο το 10% των αγροτών είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Εξαιρετικά σημαντικό είναι το γεγονός ότι το σπουδαιότερο, η μεταποίηση της αγροτικής παραγωγής, έχει φθίνουσα πορεία – με αποτέλεσμα να διευρύνεται συνεχώς το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων. Το αγροτικό εισόδημα στην ΕΕ το 2006 είχε ως εξής (πηγή: Αρχοντής):
Κράτος | Ποσοστά | Κράτος | Ποσοστά | Κράτος | Ποσοστά |
Ολλανδία | 17,6% | Ουγγαρία | 4,5% | Ισπανία | 0,3% |
Γαλλία | 8,6% | Πολωνία | 4,0% | Βρετανία | 0,2% |
Αυστρία | 6,6% | Λουξεμβούργο | 4,0% | Σλοβακία | -0,8% |
Λιθουανία | 6,5% | Βέλγιο | 2,6% | Σλοβενία | -2,7% |
Τσεχία | 6,4% | Κύπρος | 2,0% | Ιταλία | -4,2% |
Δανία | 5,8% | Ελλάδα | 1,7% | Εσθονία | -4,4% |
Γερμανία | 5,1% | Σουηδία | 1,2% | Μάλτα | -5,5% |
Λετονία | 4,9% | Πορτογαλία | 1,2% | Φινλανδία | -6,2% |
Ιρλανδία | -10,2% | ||||
ΕΕ συνολικά | 2,6% |
Περαιτέρω, ο πλανήτης έχει εισέλθει σε μία νέα αγροτική εποχή, με την έννοια πως για να καταφέρει ο σύγχρονος αγρότης να παράγει, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει πολλές υπηρεσίες και εφόδια που στο παρελθόν δεν ήταν απαραίτητα – ενώ διαμορφώνουν, μαζί με την εργασία και με όλα τα υπόλοιπα, το τελικό κόστος των προϊόντων.
Δυστυχώς όμως τα περισσότερα από αυτά εισάγονται στην Ελλάδα από άλλες χώρες, με αποτέλεσμα για κάθε 1 ευρώ που λαμβάνουν από την πώληση των προϊόντων τους οι αγρότες, τα 0,90 € περίπου να οδηγούνται εκτός της χώρας – όπως για παράδειγμα τα παρακάτω (πηγή: Ν. Χρυσίνας):
(α) Σπόροι: Εισάγονται σχεδόν στο σύνολο τους από Ολλανδία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ισραήλ, Ιταλία, Γαλλία.
(β) Φυτοχώματα: Εισαγωγές από Λιθουανία, Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία.
(γ) Αγροτικά μηχανήματα και ανταλλακτικά: Εισάγονται από Ιταλία, Γερμανία, Ολλανδία, ΗΠΑ.
(δ) Αυτοματισμοί και συστήματα ελέγχου περιβάλλοντος: Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία.
(ε) Λιπάσματα: Γερμανία, Ισραήλ, Ιταλία, ΗΠΑ.
(στ) Θερμοκήπια: Εισάγονται κατά ένα μεγάλο μέρος τους από Ολλανδία, Ισραήλ, Γαλλία, Ιταλία, ενώ διαθέτουμε ελάχιστα (30.000 στρέμματα, όταν μόνο η Almeria στην Ισπανία, με τη μισή έκταση της Πελοποννήσου, 680.000).
(ζ) Δίχτυα σκίασης: Ιταλία, Ισραήλ
(η) Συγκροτήματα άντλησης, προϊόντα προστασίας φυτών, τεχνικός εξοπλισμός, επαγγελματικά οχήματα και άλλα μέσα μεταφοράς, υλικά συσκευασίας, εξοπλισμός άρδευσης, ζυγοί, συσκευαστήρια, ψυγεία, ζωοτροφές, ζωικό κεφάλαιο αναπαραγωγής κοκ. – σχεδόν στο σύνολο τους εισαγόμενα από άλλες χώρες.
Ακόμη και η μισθωτή εργασία στη γεωργική παραγωγή είναι εισαγόμενη, αφού απασχολούνται συνήθως μετανάστες από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τα Σκόπια, το Πακιστάν, την Ινδία, το Ιράκ, την Αίγυπτο κοκ.- «εξάγοντας» ένα μέρος των εισοδημάτων τους εις βάρος της οικονομίας μας.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα δε των αγροτών που είναι ανίκανο να επιλύσει το κράτος είναι το ότι, οι περισσότεροι μετανάστες δεν έχουν χαρτιά και δεν μπορούν να δηλωθούν νόμιμα, οπότε πληρώνονται με μαύρα χρήματα – με αποτέλεσμα το δημόσιο να χάνει τεράστια ποσά, ενώ οι αγρότες να φορολογούνται υψηλότερα, αφού το κέρδος τους είναι θεωρητικά μεγαλύτερο λόγω των δήθεν μικρότερων εξόδων.
Ως εκ τούτου, όταν αυξάνεται το ΑΕΠ από τις εξαγωγές, κλιμακώνεται το εμπορικό έλλειμμα της χώρας (γράφημα), με αποτέλεσμα να μην προσφέρουν τίποτα – όπως συμβαίνει επίσης με τον τουρισμό (ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), αφού η ελληνική παραγωγή καλύπτει μόνο το 15% των αναγκών του, όταν η ιταλική το 75%. Με τον τρόπο αυτό η χώρα βρίσκεται σε αδιέξοδο – αφού η επιζητούμενη ανάπτυξη της προκαλεί μεγαλύτερες ζημίες, από τη στασιμότητα!
Ειδικά όσον αφορά τα κρέατα, η εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές είναι τεράστια (γράφημα), ύψους περίπου 1,1 δις € – ενώ οι εξαγωγές μας δεν υπερβαίνουν τα 100 εκ. €. Επομένως θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι, η Ελλάδα είναι αδύνατον να καταφέρει να αναπτύξει την πρωτογενή της παραγωγή – πληρώνοντας ακριβά το μεγάλο λάθος του παρελθόντος, όπου η τότε κυβέρνηση της επέλεξε ανόητα την επιδότηση των μεγάλων αγροτικών καλλιεργειών (με αποτέλεσμα οι αγρότες να πάψουν να εργάζονται, αφού εισέπρατταν μεγάλες επιδοτήσεις που στη συνέχεια σπατάλησαν), όταν οι ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ την επιδότηση της μεταποίησης και των παράπλευρων προϊόντων (σπόρων κλπ.), έχοντας αποκτήσει πια ένα σημαντικότατο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απέναντι μας.
Το παράδειγμα του Ισραήλ
Συνεχίζοντας ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα, παρά τα λάθη του παρελθόντος, με τη μεταποίηση που τον αφορά, καθώς επίσης με τις υπηρεσίες και με τα εφόδια που αναφέραμε παραπάνω, έχει τεράστιες προοπτικές κερδοφόρων επενδύσεων και ανάπτυξης – τον τριπλασιασμό του με κριτήριο τη Δανία ή τον πενταπλασιασμό του με κριτήριο τη Γαλλία, αφήνοντας εν πρώτοις εκτός την Ολλανδία, οι τεράστιες εξαγωγές της οποίας (άνω των 93 δις €) οφείλονται κυρίως στο ότι, έχει μετατραπεί σε ένα σύγχρονο κέντρο διακίνησης αγροτικών προϊόντων που εισάγει και από άλλες χώρες (κάτι που φυσικά θα μπορούσε να επιτύχει και η χώρα μας, επενδύοντας στις σύγχρονες υποδομές και τροφοδοτώντας τη γύρω περιοχή της, από τα Βαλκάνια έως τη Μέση Ανατολή).
Εν προκειμένω, το πλησιέστερο στην Ελλάδα παράδειγμα προς μίμηση είναι το Ισραήλ, το οποίο πριν το 1960 δεν παρήγαγε απολύτως τίποτα, ενώ η έλλειψη νερού που είχε καθιστούσε απίθανη τη χρήση του για τις καλλιέργειες – οι οποίες ήταν φυσικά ελάχιστες λόγω της εδαφικής του δομής (έρημοι και πέτρες), καθώς επίσης των κλιματολογικών συνθηκών του.
Λίγες δεκαετίες όμως αργότερα κατάφερε να παράγει στην άμμο με τη βοήθεια των σύγχρονων θερμοκηπίων, καθώς επίσης των διχτύων σκίασης (=καλοκαιρινά θερμοκήπια) – τα οποία εμποδίζουν να παθογόνα έντομα, ενώ επιτρέπουν μόνο ένα μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας να εισέλθει.
Έχει δε λύσει το πρόβλημα του νερού από τη θάλασσα, μέσω των μονάδων αφαλάτωσης, ενώ παράγει πλέον τα πάντα – αν και επικεντρώνεται σε ορισμένους κωδικούς, διαθέτοντας ένα αποτελεσματικότατο δίκτυο διανομής και πωλήσεων σε ολόκληρο τον πλανήτη (ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της Ελλάδας, όπου οι παραγωγοί πουλούν μέσω μεσαζόντων κυρίως στα ελληνικά Σ/Μ, με εξευτελιστικές τιμές και με τεράστιες πιστώσεις).
Φυσικά υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός εκ μέρους της κυβέρνησης του Ισραήλ, η οποία εγγυάται ελάχιστες τιμές ανά προϊόν στους αγρότες – ενώ τους επιτρέπει να κερδίζουν μόνοι τους τα όποια ποσά υπερβαίνουν τις ελάχιστες τιμές, παρέχοντας τους σωστά κίνητρα για επενδύσεις και ανάπτυξη. Ο στόχος του όμως δεν είναι μόνο η παραγωγή τροφίμων, αλλά τα αγροτικά εφόδια – όπως στο παράδειγμα των σπόρων, όπου οι 1.000 υβριδίων ντομάτας, βάρους 5 γραμμαρίων, πωλούνται γύρω στα 250 € (άρα το ένα κιλό κοστίζει πάνω από 50.000 €!).
Με δεδομένο δε το ότι, μία μέση μονάδα με θερμοκήπια έκτασης 10 στρεμμάτων στην Κρήτη και κόστους κατασκευής περί τα 23.000 € ανά στρέμμα χρειάζεται το χρόνο 40.000 σπόρους συν τις απώλειες, άρα πάνω από 10.000 €, τους οποίους εισάγει αφού δεν παράγονται στην Ελλάδα παρά τις ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες που διαθέτει η χώρα μας, κατανοεί κανείς το μέγεθος της ευκαιρίας – κάτι που έχει συνειδητοποιήσει το Ισραήλ, έχοντας εξελιχθεί σε μία από τις ηγέτιδες δυνάμεις στο χώρο, με εκατομμύρια πελάτες σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Το Ισραήλ λοιπόν, έχοντας μετατρέψει τα προβλήματα του σε ευκαιρίες, ενώ εμείς οι Έλληνες τις ευκαιρίες σε προβλήματα, κατόρθωσε να κατακτήσει μία κορυφαία θέση στην τεχνολογία διαχείρισης υδάτινων πόρων και αφαλάτωσης – αντίθετα, εμείς θέλουμε να ξεπουλήσουμε ακόμη και τα νερά μας, την μπλε ενέργεια σήμερα, προφανώς για να συνεχίσει το «πάρτι της μίζας». Εκτός αυτού θεωρείται ως μία ανερχόμενη δύναμη στην παραγωγή εξειδικευμένων λιπασμάτων, ωφέλιμων εντόμων για τη βιολογική γεωργία, σύγχρονων θερμοκηπίων, διχτυοκηπίων, τεχνολογίας ελέγχου περιβάλλοντος (όλες οι καλλιέργειες του ελέγχονται με ειδικούς σένζορες) κοκ. – ενώ η Ελλάδα δεν κάνει απολύτως τίποτα.
Έχει επομένως κατανοήσει πως το μέλλον βρίσκεται στην παραγωγή προϊόντων εντάσεως τεχνολογίας και όχι μόνο στη βασική πρωτογενή παραγωγή – ενώ οι αγρότες του είναι κατά κάποιον τρόπο επιστήμονες, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με τους παραδοσιακούς της Ελλάδας.
Στα πλαίσια αυτά οι Έλληνες αγρότες, ένα μέρος των οποίων στηρίζεται από τις επιδοτήσεις της ΕΕ, έτσι ώστε να συνεχίσουν να απασχολούνται στο δύσκολο αυτό κλάδο, θα μπορούσαν να πετύχουν θαύματα εάν εκσυγχρονίζονταν και δεν εμποδίζονταν από το πελατειακό κράτος – το οποίο αρνείται να παραδεχθεί ότι άλλες χώρες, με πολύ μεγαλύτερα προβλήματα, όπως η Ουγγαρία, τα κατάφεραν χωρίς να ζητήσουν τη βοήθεια κανενός, εφαρμόζοντας το αυτονόητο: στηρίζοντας δηλαδή σωστά τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά τους, με διάφορους τρόπους.
Υπενθυμίζουμε εδώ πως η Ουγγαρία, μία πρώην κομμουνιστική χώρα, με στόχο να μειώσει το τεράστιο εξωτερικό χρέος της (στο 180% του ΑΕΠ της) εκπόνησε ένα καθαρά δικό της οικονομικό μοντέλο, εξοφλώντας και διώχνοντας το ΔΝΤ, αποτελούμενο κυρίως (α) από την ενίσχυση των νοικοκυριών, (β) από την επιβάρυνση των τραπεζών με ένα μέρος των επισφαλών δανείων τους (δεν φταίει ποτέ μόνο ο οφειλέτης αλλά, επίσης, ο δανειστής), (γ) από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις εγχώριες επιχειρήσεις και τους εργαζομένους στο 9% και 15% αντίστοιχα, καθώς επίσης (δ) από την υποχρέωση των ξένων επιχειρήσεων να συμμετέχουν στις κρατικές δαπάνες.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, σε πλήρη αντίθεση με την Ουγγαρία ή/και με την Ισλανδία, οι ελληνικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν ή δέχθηκαν να εφαρμόσουν τα ακριβώς αντίθετα για να διατηρήσουν τα προνόμια της εξουσίας, με τα εκ προμελέτης εγκλήματα των μνημονίων – με αποτέλεσμα να οδηγήσουν την ελληνική οικονομία κατ’ ευθείαν στο χείλος του γκρεμού.
Ακόμη και σήμερα δε η αξιωματική αντιπολίτευση τάσσεται ανόητα υπέρ των μνημονίων υποσχόμενη μεταξύ άλλων μείωση των φορολογικών συντελεστών στο 20% – όταν στη Βουλγαρία είναι 5-10%, στην Ουγγαρία 9%, στην Ολλανδία μηδαμινοί, στην Κύπρο 12,5% κοκ!
Αδυνατεί λοιπόν η ελληνική πολιτική ηγεσία να κατανοήσει τα αυτονόητα: πως εάν δεν παράγουμε πλούτο, προσφέροντας τα σωστά κίνητρα για επενδύσεις και σχεδιάζοντας την οικονομία μας, στηριζόμενοι στον πρωτογενή τομέα και στη μεταποίηση ως άνω, στον τουρισμό, στη ναυτιλία, στον ορυκτό πλούτο μας κοκ., εκεί δηλαδή που διαθέτουμε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, η Ελλάδα δεν θα έχει μέλλον – ενώ είναι χωρίς καμία αμφιβολία σε θέση όχι μόνο να τα καταφέρει αλλά, στην κυριολεξία, να μεγαλουργήσει.
Αθήνα, 29. Απριλίου 2018
Οικονομολόγος