Ποια ανάπτυξη έχουμε ανάγκη;
Του Σωκράτη Φάμελλου, Τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία, Βουλευτή Β Θεσσαλονίκης, πρώην Αναπλ. Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας
Η πράσινη ανάπτυξη επανέρχεται στο καθημερινό οικονομικό και πολιτικό μας λεξιλόγιο. Αυτή τη φορά όμως όχι ως καινοτομία αλλά ως μονόδρομος.
Στις πολιτικές και πολιτειακές αρχές και στην επιστημονική κοινότητα παγκοσμίως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι ξεκάθαρο ότι η οικονομική ανάκαμψη, μετά την πανδημία, αλλά η αντιμετώπιση της κλιματικής, και γενικότερα της περιβαλλοντικής, κρίσης, απαιτούν φιλόδοξους στόχους και έχουν μία απάντηση: την πράσινη οικονομία. Όροι, όπως απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, κυκλική οικονομία, προστασία και διατήρηση της βιοποικιλότητας, αλλά και το χτίσιμο μιας πιο ανθεκτικής κοινωνίας και οικονομίας απέναντι στα ολοένα και εντονότερα ακραία φυσικά φαινόμενα, έχουν πλέον κυρίαρχη θέση ρόλο στην καθημερινή πολιτική και αναπτυξιακή συζήτηση.
Ποια ανάπτυξη έχουμε ανάγκη;
Στην Ελλάδα, αυτή η συζήτηση συνδέεται με το αγωνιώδες ερώτημα σχετικά με ποιο πρέπει να είναι και τελικά ποιο θα είναι το αναπτυξιακό πρότυπο/μοντέλο που θα ακολουθήσουμε μετά από μία μακρά περίοδο μνημονίων και από-επένδυσης. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει να πετύχει σταθερούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και είχε θέσει την Αναπτυξιακή Στρατηγική (Growth Strategy) ως βασική παράμετρο την πράσινη ανάπτυξη και την κλιματική ουδετερότητα, καθότι ήταν κυρίαρχη επιλογή η αναπτυξιακή πορεία της χώρας να υπακούει στους Στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs, 2030-UN).
Η Πράσινη ανάπτυξη περιλαμβάνει ενεργειακές επενδύσεις όπως τα έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, η αποθήκευση και η εξοικονόμηση ενέργειας σε κτίρια, στις επιχειρήσεις, στη βιομηχανία, οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις νησιών με την ηπειρωτική χώρα. Ένας μεγάλος άξονας είναι επίσης τα έργα κυκλικής οικονομίας, τα έργα διαχείρισης αποβλήτων με βασική επιλογή τη διαλογή στην πηγή, οι μονάδες δευτερογενών υλικών και η επαναχρησιμοποίηση νερού και λυμάτων. Επεκτείνεται και στην πρωτογενή αλλά και στη δευτερογενή παραγωγή και κυρίως στον αγροτοδιατροφικό τομέας που στηρίζεται στη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία αλλά και στη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών με οικοσυστημικά κριτήρια. Πράσινα όμως χαρακτηρίζονται και τα έργα προστασίας και ανθεκτικότητας κοινωνίας και υποδομών, όπως οι αντιπλημμυρικές παρεμβάσεις, η πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, η αξιοποίηση των οικοσυστημικών υπηρεσιών για την μείωση επιπτώσεων από ακραία φαινόμενα, η ενίσχυση των πολιτικών πολιτικής προστασίας, κλπ.. Το σύνολο των ανωτέρω παρεμβάσεων αποτελούν βέλτιστες πρακτικές ανάπτυξης και επενδύσεων με σοβαρή ανάπτυξη του τοπικού προϊόντος και της κοινωνικής συνοχής και προόδου.
Μία επιπρόσθετη, θετική πλευρά των πράσινων επενδύσεων είναι η συμβατότητά τους με την καινοτομία, ιδιαίτερα την ψηφιακή, την οποία και ενσωματώνουν τεχνολογικά, όπως και η οικειότητα της νέας γενιάς με τα πράσινα προϊόντα, δεδομένο που τα κάνει και πιο εμπορικά και φιλικά προς τον καταναλωτή. Ελλοχεύει όμως παράλληλα ο κίνδυνος οι προσδοκίες της νεολαίας και των πολιτών από την πράσινη πολιτική να διαψευσθούν πολύ εύκολα. Αν οι πολιτικοί χρησιμοποιήσουν την οικολογία και τη νεολαία ως σημαία ευκαιρίας, θα οδηγηθούμε σε αποτυχία και πιθανότατα σε διαζύγιο λόγω μίας ακόμη διάψευσης προσδοκιών.
Πράσινη ανάπτυξη για όλους
Το μοντέλο της πράσινης ανάπτυξης έρχεται να προσθέσει νέα στοιχεία και ευκαιρίες στον υφιστάμενο τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης και παράλληλα αποτελεί συνολική μεταρρύθμιση. Όμως δεν είναι βέβαιο ότι θα ωφελήσει το σύνολο της κοινωνίας. Αν δεν διασφαλιστεί ότι η μεταρρύθμιση αυτή θα υλοποιηθεί με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, πλουραλισμού και δημοκρατίας, χωρίς αποκλεισμούς, σε συμφωνία με τους Στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης τότε, δεν θα είναι πραγματικά πράσινη γιατί ο ολικός μετασχηματισμός δεν θα συμβεί.
Δυστυχώς οι ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες αλλά και οι ασθενέστερες οικονομικά και αναπτυξιακά χώρες, περιοχές και περιφέρειες, πλήττονται περισσότερο και επανακάμπτουν δυσκολότερα από τις εντονότερες φυσικές καταστροφές που προκαλούν η κλιματική και περιβαλλοντική κρίση. Αντίστοιχα, ο κλιματικός ανταγωνισμός μπορεί να εντείνει τους υφιστάμενους αποκλεισμούς και τους περιορισμούς πρόσβασης στα βασικά αγαθά και δυστυχώς να διευρύνει τις ανισότητες, τόσο μέσα στις κοινωνικές τάξεις όσο και μεταξύ «Βορρά» και «Νότου».
Οι κίνδυνοι μας τέτοιας προοπτικής είναι να μείνουν απ’ έξω μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας, να εγκλωβιστεί το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και της οικονομικής δραστηριότητας σε ρυπογόνες ή παλιές τεχνολογίες, να παρεμποδιστεί η μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα, να διαψευσθεί η οικολογική πολιτική, να οξυνθούν οι κοινωνικές ανισότητες και να προκληθούν μεγάλες καθυστερήσεις.
Το αναπτυξιακό μοντέλο που μας οδήγησε στη χρεωκοπία και στο βασίλειο των χωματερών και των αυθαιρέτων δεν μπορεί να μάς οδηγήσει στην πράσινη ανάπτυξη. Χρειάζεται μια άλλη πολιτική με ισχυρές μεταρρυθμίσεις. Θεσμικά χρειαζόμαστε ξεκάθαρους κανόνες, χωροταξικό σχεδιασμό και ένα κράτος δικαίου και διαφάνειας. Παραγωγικά χρειαζόμαστε πλουραλισμό στην παραγωγή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, Ενεργειακές Κοινότητες, και όχι μονοπώλια και σίγουρα όχι κυριαρχία των κρατικοδίαιτων «κολλητών».
Εθνικός κλιματικός νόμος
Λαμβάνοντας υπόψη και την Ευρωπαϊκή συζήτηση που ολοκληρώνεται επανέρχεται και στην Ελλάδα η συζήτηση για έναν εθνικό κλιματικό νόμο. Έναν νόμο για την αναγκαιότητα του οποίου συμφωνούμε όλοι αλλά όχι για το περιεχόμενό του.
H Ελλάδα έχει στηρίξει το στόχο για την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 ήδη από τον Ιούνιο του 2019, με τον Αλέξη Τσίπρα στο Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ. Ο στόχος της σταδιακής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα είχε ήδη τεθεί από το 2018, με το προ-Σχέδιο για την Ενέργεια και του Κλίμα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ, από το 2018, είχαμε επιτύχει τον εθνικό στόχο διείσδυσης των ΑΠΕ για το 2020.
Ήδη όμως, οι πιο φιλόδοξοι στόχοι που τέθηκαν σε Ευρωπαϊκό επίπεδο για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030 καθιστούν ακόμα και το ισχύον Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα της κυβέρνησης ΝΔ ξεπερασμένο, καθώς η υποκατάσταση του λιγνίτη από φυσικό αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή, που επέλεξε η κυβέρνηση της ΝΔ, δε συνάδει με τους νέους ευρωπαϊκούς στόχους. Αντίθετα, θα μας κρατήσει-ως χώρα- εγκλωβισμένους για πολλά χρόνια σε λίγες ιδιωτικές μονάδες με ανθρακικούς ρύπους.
Στο πλαίσιο επομένως ενός Ελληνικού κλιματικού νόμου, εκτός της κατοχύρωσης των στόχων απαιτείται και η σύνδεσή τους με τις χρηματοδοτήσεις, ευρωπαϊκές και εθνικές, όπως και με τις χρηματοδοτήσεις των φορέων γενικής κυβέρνησης και της αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού. Με την κλιματική ουδετερότητα και την κλιματική ανθεκτικότητα δηλαδή ως όρους και κριτήρια χρηματοδότησης. Θα πρέπει ακόμη να σταματήσει η επιδότηση και η επιχορήγηση επενδύσεων που δεν υπακούν στον κανόνα zero waste και zero carbon. Κυρίαρχο στοιχείο οφείλει να είναι η θεσμοθέτηση των κριτηρίων για την ίδια τη διαδικασία της μετάβασης.
Περιφερειακό επίπεδο
Ειδικά σε επίπεδο Περιφερειών, απαιτείται να διατυπωθεί ένα αναπτυξιακό σχέδιο που θα περιέχει ξεκάθαρο χωρικό σχεδιασμό με σύγχρονες ψηφιακές υποδομές και υποδοχείς δραστηριοτήτων πράσινης και κυκλικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, όλοι οι εθνικοί σχεδιασμοί και κυρίως αυτοί που σχετίζονται με την κλιματική διάσταση θα πρέπει να αποτυπωθούν και σε περιφερειακό επίπεδο. Χρειάζεται επομένως τόσο η ολοκλήρωση των Περιφερειακών Σχεδίων Προσαρμογής, όπως οφείλουν οι Περιφέρειες, βάσει του Νόμου 4414/2016 για την προτεραιοποίηση παρεμβάσεων όσον αφορά την κλιματική ανθεκτικότητα.
Επίσης ένας περιφερειακός συνεκτικός ενεργειακός σχεδιασμός που θα μειώνει το κόστος ενέργειας, τη συμμετοχή των παραγωγών και καταναλωτών στο σχεδιασμό και λύνει θέματα χωροθέτησης/κατανομής ΑΠΕ. Αντίστοιχα κρίσιμα είναι ένα νέο σχέδιο βιώσιμης γεωργίας και κτηνοτροφίας με βάση τους τοπικούς πόρους και την βιοποικιλότητα, το περιφερειακό σχέδιο για την κυκλική οικονομία (με τοπική εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής του 2018) καθώς το περιφερειακό σχέδιο βιωσιμότητας των φυσικών πόρων.
Ενεργειακές Κοινότητες
Η ενεργειακή καινοτομία με τη σειρά της απαιτεί την αξιοποίηση του ευρωπαϊκά καινοτόμου νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για τις Ενεργειακές Κοινότητες (4518/2018, που έχει παγώσει ο κος Χατζηδάκης), ένα εργαλείο ουσιαστικά που μπορεί να συμβάλει στη διείσδυση των ΑΠΕ, στην ενίσχυση της αυτοπαραγωγής και της αποθήκευσης, με αυτόνομα και αυτάρκη συστήματα. Σημαντικές επενδύσεις μπορούν να προκύψουν επίσης από τα έργα εξοικονόμησης και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, όπου πρέπει να επιταχυνθεί το πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ του ΣΥΡΙΖΑ και για τα Δημόσια Κτίρια χωρίς όμως τα ΣΔΙΤ που προωθεί η ΝΔ.
Ανάπτυξη με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον
Από την άλλη το σχέδιο βιώσιμης διαχείρισης των πόρων κάθε περιοχής ξεκινά από τα φυσικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής όπως το νερό και το φυσικό περιβάλλον. Με υποχρεωτική την ενσωμάτωση στο αναπτυξιακό σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων του ΣΥΡΙΖΑ όπως το Σχέδιο Διαχείρισης Υδατικών Πόρων (ΣΔΛΑΠ), το Σχέδιο Διαχείρισης Πλημμυρών και των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών των Προστατευόμενων Περιοχών Natura 2000, που θα ξεκαθαρίζει τι επενδύσεις μπορούν να γίνουν.
Λογικές αναχρονιστικές που υπηρετεί η σημερινή κυβέρνηση όπως η κατάργηση των Φορέων προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 και η απομάκρυνση των τοπικών φορέων και της Αυτοδιοίκησης από τη διοίκησή τους αλλά και η εκτροπή του Αχελώου που ήδη έχει συναντήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στην ΕΕ, στοχεύουν σε μια άλλη ανάπτυξη, τύπου ΦαρΟυέστ και εγκλωβίζουν την προσπάθεια για πρόοδο. Επομένως, αργά ή γρήγορα το πολιτικό σύστημα θα τις αποβάλει. Όμως δεν υπάρχει κανένας λόγος να καθυστερούν τα τοπικά/περιφερειακά έργα υδροοικονομίας που συνδέονται και με την πολιτική προστασία αλλά και με την ύδρευση και κυρίως την άρδευση. Μέσα σε ένα τέτοιο σχέδιο βιώσιμης αξιοποίησης των τοπικών πόρων όλες οι τομεακές πολιτικές όπως ο βιώσιμος τουρισμός, οι μεταφορικές υποδομές, οι αστικές λειτουργίες, βρίσκουν εύκολα απαντήσεις και λύσεις.
Σε κάθε πάντως τομεακή πολιτική η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή με προτεραιοποίηση κατάλληλων φυσικών λύσεων (nature-based solutions), που έχουν μειωμένο κόστος αλλά πολλαπλά οφέλη για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής είναι αυτονόητη επιλογή.
Ο ρόλος της Κοινωνίας και της Πολιτείας
Είναι προφανές ότι η πράσινη καινοτομία συνδέεται με πολλά νέα διλήμματα και κοινωνικές αντιθέσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Νέα ερωτήματα μπαίνουν στη ζωή μας, όπως η χωροθέτηση των Ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε σχέση με τα οικοσυστήματα και τη γεωργία, η χρήση των δευτερογενών καυσίμων, η αέρια ρύπανση, τα σοβαρά προβλήματα δυσοσμίας σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Βόλο, η κρίση των ιχθυο-αποθεμάτων, οι χημικές εισροές στη γεωργία, κλπ.
Τα αυξανόμενα περιστατικά ρύπανσης και περιβαλλοντικών, πολεοδομικών και χωροταξικών παραβάσεων, η σύνδεση περιβάλλοντος και υγείας και η επιδείνωση των συνθηκών ζωής ενδιαφέρουν και ανησυχούν την ελληνική κοινωνία. Δεν πρέπει να υποτιμούμε την ανησυχία για την υγεία αλλά και για το άγνωστο, την αγάπη των πολιτών για το ελληνικό φυσικό περιβάλλον καθώς και την αδυναμία του δημόσιου τομέα να ανταποκριθεί σε αυτές τις αλλαγές, να ενσωματώσει νέες τεχνολογίες αλλά και να αποκτήσει τις απαραίτητες υποδομές.
Η απαιτητική διαδρομή της πράσινης μετάβασης δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς ισχυρή Πολιτεία. Η πράσινη ανάπτυξη μπορεί να συμβάλει και στην ενίσχυση της Δημοκρατίας. Για να ανταπεξέλθουν όμως στις απαιτήσεις της μετάβασης η πολιτεία, η αυτοδιοίκηση και η κοινωνία οφείλουν να αξιοποιήσουν καινοτόμα επιστημονικά εργαλεία, που μπορεί ακόμα να μην έχουν ενσωματωθεί στα ευρωπαϊκά πρότυπα, καθώς και εργαλεία κοινωνικής διαβούλευσης και συν-αποφάσεων. Και εδώ η πολιτική οφείλει να αποδεχτεί τη συμμετοχή της κοινωνίας στις αποφάσεις.
Για να ανταποκριθεί το ελληνικό δημόσιο χρειάζεται και στελέχωση και υποδομές στον τομέα του περιβάλλοντος. Καθυστερήσεις σε αυτή την υποχρέωση μπορεί να οδηγήσουν σε γενικευμένη ανησυχία και κοινωνικές εντάσεις. Και βέβαια είναι αδιανόητο εν μέσω πανδημίας να ξεπουλάει η κυβέρνηση τα ενεργειακά δίκτυα κοψοχρονιά, γιατί είναι πολύτιμα εργαλεία για αυτή τη μετάβαση.
Ο δημόσιος τομέας μπορεί να αποτελέσει τον μεγαλύτερο καταλύτη επενδύσεων της πράσινης οικονομίας εφόσον γίνει αποτελεσματικός. Και σε αυτό οφείλει να στοχεύει και το Ταμείο Ανάκαμψης.