H φαινομενική ηρεμία δεν αντικατοπτρίζει την ένταση που επικρατεί στο χώρο των παραγωγών ελαιολάδου
Η σημερινή εικόνα στα ελαιοτριβεία απέχει παρασάγγας από την περσινή. Τα περισσότερα έχουν ολοκληρώσει τις εργασίες τους και είναι πλέον κλειστά, ενώ κάποια άλλα δεν άνοιξαν καθόλου. Αυτή η φαινομενική ηρεμία δεν αντικατοπτρίζει την ένταση που επικρατεί στο χώρο των παραγωγών ελαιολάδου. Ο υπερδιπλασιασμός της τιμής του έχει πυροδοτήσει μια συζήτηση για τα αίτια του αλλά και άλλα παρελκόμενα ζητήματα όπως η νοθεία και η κερδοσκοπία. Τι ακριβώς, όμως, έχει συμβεί;
Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι την τιμή του ελαιολάδου την διαμορφώνει η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα, η Ισπανία. Η κατάρρευση της παραγωγής της τα τελευταία δύο έτη και η συνακόλουθη ανυπαρξία αποθεμάτων έχει δημιουργήσει μια τεράστια ανασφάλεια σε ένα προϊόν με τεράστια αξία και ζήτηση από τα προϊστορικά χρόνια έως και σήμερα. Οι προβλέψεις για το επόμενος έτος είναι δυσοίωνες, αφού η μικρή αύξηση της παραγωγής, δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς για το 2024. Συνεπώς, αυτός ο παράγοντας δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί φέτος.
Παράλληλα, η φετινή παραγωγή παρότι είχε ανακοινωθεί ότι θα είναι στο 50% (προσωπικά εκτιμώ ότι αυτό το νούμερο ήταν τρικ των εμπόρων για να συγκρατήσουν την τιμή) της περσινής κινείται από το 40% έως το 10%, με φθίνουσα κυρίως τάση. Όλο αυτό, βέβαια, άρχισε να γίνεται αντιληπτό με τρόπο αδιαμφισβήτητο μετά τις 15 Δεκέμβρη. Βάσει λοιπόν της ζήτησης και της εκκωφαντικής και πρωτόγνωρης έλλειψης είναι πολύ δύσκολο κάποιοι να κρατήσουν λάδι για του χρόνου.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι δεν υπάρχει καθόλου περυσινό λάδι. Οι πολύ έμπειροι Ιταλοί προέβλεψαν την παραγωγική κρίση και ξεκίνησαν από τον Φλεβάρη του 2023 να «σαρώνουν» τα «παλιά» και κακής ποιότητας λάδια. Τον Αύγουστο,δε, σε περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας πληρωνόταν το λαμπάντε 5,5 ευρώ το κιλό!!! Το φαινόμενο αυτό θα επαναληφθεί πολύ νωρίτερα αυτή την φορά.
Τα ουσιαστικό ζήτημα και ζητούμενο συνάμα είναι άλλο. Ο μέσος Έλληνας παραγωγός πουλάει το ελαιόλαδο σε μία πάρα πολύ καλή τιμή, χωρίς αυτός να έχει κάνει τίποτα-πλην εξαιρέσεων φυσικά που έρχονται να επιβεβαιώσουν τον κανόνα. Λειτουργεί ατομικά, έχει πλήρη άγνοια σε κομβικά θέματα που αφορούν στην παραγωγή ποιοτικού ελαιολάδου, η τεχνογνωσία του είναι εφάμιλλη αυτής του πατέρα του και του παππού του, δεν τηρεί στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής και σε καμία περίπτωση δεν εφαρμόζει τεχνικές φιλικές προς το περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι το λάδι αγοραζόταν πριν λίγα χρόνια σε τιμή χαμηλότερη των 3 ευρώ.
Σήμερα, ωστόσο, το ξετύλιγμα αυτής της δυναμικής του ελαιολάδου και η υλική του αποτύπωση στους παραγωγούς δείχνει έναν δρόμο κατά την γνώμη μου. Αν όλοι θέλουμε να πουλάμε το ελαιόλαδο μας σε μια τιμή που να ικανοποιεί τους κόπους και τις ανάγκες οφείλουμε να προβούμε σε κάποιες ενέργειες και μάλιστα μαζικά. Είναι προφανές ότι η οργάνωση σε συνεταιρισμούς που θα διασφαλίζουν την ποιοτική παραγωγή και διαχείριση του προϊόντος όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ισπανία και την Ιταλία συνιστά μονόδρομο. Οι μοναδικοί οι οποίοι πωλούν σε υψηλές τιμές το προϊόν τους είναι οι συνεταιρισμοί, καθώς φροντίζουν να έχουν ποιοτικά στάνταρ από την ελαιοσυγκομιδή έως την αποθήκευση και την τυποποίηση. Παράλληλα, η διαπραγματευτική τους δύναμη είναι αδιαφιλονίκητη. Συμπερασματικά, αν θέλουμε να διασφαλίσουμε ένα ασφαλές για τον παραγωγό περιβάλλον οφείλουμε να οργανωθούμε σε αντίστοιχες δομές όπως αυτοί που ηγούνται του ελαιολάδου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ιωάννης Δημ. Σουλές
Παραγωγός ελαιολάδου – Πιστοποιημένος γευσιγνώστης ελαιολάδου