Η ενεργειακή μετάβαση με βιώσιμους όρους είναι μία κοινωνική, περιβαλλοντική, οικονομική και εν τέλει πολιτική απαίτηση.
*Του Σωτήρη Πέτρου,
επιστημονικός συνεργάτης Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης Ινστιτούτου ΕΝΑ, MSc (Can.) Οικονομικά & δίκαιο στις ενεργειακές αγορές
Η ενεργειακή μετάβαση, ως ζωτικής ανάγκη προτεραιότητα για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη που απειλεί σήμερα την ανθρωπότητα, προκρίνει την αντικατάσταση του υπάρχοντος μοντέλου παραγωγής ενέργειας, που βασίζεται σε μη ανανεώσιμες, ρυπογόνες και κατά συνέπεια ακριβές πηγές ενέργειας, από ένα καινούριο, που θα στηρίζεται εξ ολοκλήρου στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), με ταυτόχρονη συνδρομή μορφών και μέσων αποθήκευσης ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησεστην προώθηση κοινών ενεργειακών κανόνων, με τον Κανονισμό 2009/714, γνωστό και ως Μοντέλο Στόχο (TargetModel), με ορίζοντα την εισαγωγή κοινών κανόνων για την αναδιαμόρφωση της χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας των κρατών - μελών, για την επίτευξη του διττού στόχου της μεταστροφής του ενεργειακού μείγματος από ρυπογόνες σε φιλικές για το περιβάλλον μορφές ενέργειας και της δημιουργίας μιας ενιαίας αγοράς εντός των κρατών - μελών, με φιλικές για τους καταναλωτές τιμές. Όπως και οι υπόλοιπες χώρες της Ένωσης, η Ελλάδα εγκαθίδρυσε το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας το 2018 με το νόμο 4512, το οποίο αποτελείται από τέσσερις βασικές αγορές: την αγορά επόμενης ημέρας, την ενδοημερήσια αγορά, την αγορά εξισορρόπησης και την προθεσμιακή αγορά.
Οι δύο από τις αγορές αυτές, η αγορά επόμενης ημέρας και η ενδοημερήσια, λειτουργούν με δημοπρασίες, θεσπίζοντας ως πληρωτέα τιμή αυτήν που προσφέρει η τελευταία μονάδα παραγωγής που επιλέγεται από το σύστημα, βάσει της βέλτιστης σχέσης ποσότητας και τιμής. Στην περίπτωση της αγοράς εξισορρόπησης, ωστόσο, κάθε συμμετέχων δηλώνει τη διαθέσιμη ποσότητά του και την τιμή της, από τις οποίες προτιμώνται αυτές με την αναλογία «μεγαλύτερη ποσότητα με τη μικρότερη τιμή».
Η αγορά εξισορρόπησης, λόγω της ανισόρροπης κατανομής της παραγόμενης ενέργειας, καλείται πολλάκις να καλύψει άμεσα κενά στην προσφορά, χρησιμοποιώντας προσφορές από το λεγόμενο «ακριβό» ράφι. Όπως παρατηρείται στην Ελλάδα -με τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό ημερών με υψηλές θερμοκρασίες- η ενέργεια που απαιτείται για τη ψύξη των χώρων αυξάνεται. Κατά τις μεσημεριανές ώρες η υπερπροσφορά ενέργειας από ΑΠΕ επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση.
Δεν παρατηρείται ωστόσο το ίδιο τα απογεύματα, όπου καθίσταται αναγκαία η χρήση των μη ανανεώσιμων και ακριβών πηγών ενέργειας, δεδομένου ότι δεν προσφέρεται για παράδειγμα η ίδια ποσότητα ενέργειας από τα φωτοβολταϊκά. Κατά συνέπεια, παρέχεται στις εταιρείες η δυνατότητα να προσφέρουν υψηλές τιμές ενέργειας -την οποία και αξιοποιούν με κίνητρο την μεγιστοποίηση των κερδών τους- γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην επιλεχθούν για την κάλυψη της ζήτησης. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την ολιγοπωλιακή φύση της αγοράς. Η λειτουργία λίγων μεγάλων εταιριών - παραγωγών ενέργειας, σε συνέχεια της άρσης του φυσικού μονοπωλίου της κρατικής ΔΕΗ και της καθετοποιημένης δομής της, έχουν μετατοπίσει το βασικό κριτήριο που διέπει τη λειτουργία του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας, από τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ωφέλειας στη μεγιστοποίηση του εταιρικού κέρδους.
Οι παραγωγοί, με τη βοήθεια της ρήτρας αναπροσαρμογής που νομιμοποιεί τη μετακύλιση του κόστους των τιμών στον καταναλωτή και μέσω της χρήσης των μονάδων φυσικού αερίου, δράττονται της ευκαιρίας να θησαυρίζουν από την αύξηση των τιμών με άμεσο επακόλουθο τη δραματική επιβάρυνση των λογαριασμών που καλούνται να πληρώσουν οι τελικοί καταναλωτές. Οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου, ειδικά σε σχέση με τις ΑΠΕ, σε συνδυασμό με την εξάρτηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα από το φυσικό αέριο (ακόμη και σήμερα το ποσοστό συμμετοχής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα είναι περίπου 33%) καταδεικνύουν μια σοβαρή δυστοκία στο σχεδιασμό και τη ρύθμιση της αγοράς που επιδεινώνει το πρόβλημα της ενεργειακής ακρίβειας.
Οι κυβερνητικές παραινέσεις -που μπροστά στο πρόβλημα της υπερτιμολόγησης και του ενεργειακού ολιγοπωλίου- απλά προτρέπουν τους καταναλωτές να αλλάξουν πάροχο, υπολείπονται δραματικά έναντι των απαιτούμενων λύσεων. Το πρόβλημα της αγοράς ενέργειας είναι δομικό και επείγει συνεπώς η λήψη ριζικών μέτρων για να αποκατασταθούν στοιχειώδεις συνθήκες βιωσιμότητας για την οικονομία και την κοινωνία. Μια πρώτη προτεραιότητα είναι αντιμετωπιστεί η ολιγοπωλιακή φύση της αγοράς. Δεν μπορεί να είναι αποδεκτό, για παράδειγμα, εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο της ενέργειας να διαθέτουν ταυτόχρονα ΑΠΕ, αλλά και διυλιστήρια ή μονάδες φυσικού αερίου.
Η διαδικασία απόκτησης αυτού του διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου από τις ίδιες λίγες εταιρείες, ειδικά υπό το καθεστώς της ρήτρας αναπροσαρμογής και των επιδοτήσεων, που οι ίδιες λαμβάνουν, απλώς τις μετακινεί από την αγορά των μη ανανεώσιμων στην αγορά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, διαιωνίζοντας στην ουσία την ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς ενέργειας. Πρέπει επίσης να εξεταστεί ενδελεχώς η επανακρατικοποίηση ενός έστω παραγωγού ενέργειας, που θα αποκαταστήσει τη δυνατότητα του κράτους να παρεμβαίνει -συμπληρωματικά με τη ρυθμιστική πολιτική- με στόχο τη διόρθωση των μεγάλων στρεβλώσεων που παρατηρούνται σήμερα στην αγορά.
Η λειτουργία μιας σύγχρονης ενεργειακής επιχείρησης δημοσίου συμφέροντος θα αποτελούσε, παράλληλα, μια σημαντική τομή στον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας για την ανάληψη των καίριων επενδύσεων που είναι σήμερα αναγκαίες για τη βελτίωση και επέκταση των υποδομών του δικτύου διανομής και μεταφοράς ενέργειας σε όλη τη χώρα. Οι συνθήκες επιτάσσουν, ακόμη, να φορολογηθούν τα υπερκέρδη των εταιρειών με τον υψηλότερο συντελεστή, καθώς δεν αποτελούν απότοκο «γνήσιας» και καινοτομικής επιχειρηματικής πρακτικής, αλλά στρεβλώσεων της αγοράς και απουσίας πολιτικής βούλησης για την αποτελεσματική και με όρους δημοσίου συμφέροντος ρύθμισή της.
Για την επίτευξη πραγματικών συνθηκών οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας στην αγορά ενέργειας είναι αναγκαίο να στηριχθούν επιτέλους αποφασιστικά στη χώρα οι ενεργειακές κοινότητες και η αυτοπαραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ. Με τις ενεργειακές κοινότητες, δηλαδή συνεταιρισμούς παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, οι πολίτες διαθέτουν πλέον ένα άμεσο εργαλείο για να καρπωθούν τα οφέλη της ενεργειακής μετάβασης και να πρωταγωνιστούν στη διαμόρφωση του ενεργειακού και περιβαλλοντικού γίγνεσθαι της χώρας, προωθώντας την ενεργειακή δημοκρατία.
Η ενεργειακή μετάβαση με βιώσιμους όρους είναι μία κοινωνική, περιβαλλοντική, οικονομική και εν τέλει πολιτική απαίτηση. Η επίμονη επίκληση του αόρατου χεριού και του Χρηματιστηρίου δεν προωθεί τους παραπάνω στόχους αλλά τελικά, μάλλον μεγεθύνει τα προβλήματα ενός μη διατηρήσιμου, ρυπογόνου και άνισου κοινωνικά μοντέλου ανάπτυξης. Λύσεις υπάρχουν, αυτό που ζητείται όμως εν προκειμένω δεν είναι ελπίς, αλλά πραγματικές τομές και καινοτομικές δημόσιες πολιτικές που θα υπηρετούν το συμφέρον των πολλών σε μια περίοδο ραγδαίας και παρατεταμένης υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου, και όχι μιας μικρής οικονομικής ελίτ που -απουσία πολιτικής βούλησης- ισχυροποιείται ακόμα περισσότερο.
Όλο το κείμενο εργασίας που δημοσιεύεται στο Παρατηρητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ινστιτούτου ΕΝΑ: //shorturl.at/ovQ2g