Ο Μαλανδράκης Εμμανουήλ, είναι επίκουρος καθηγητής με αντικείμενο την Εκτροφή Υδρόβιων Οργανισμών. Είναι απόφοιτος (2004) της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών, του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου ολοκλήρωσε τόσο τις μεταπτυχιακές (2006) όσο και τις διδακτορικές του σπουδές (2014).
Έχει μετεκπαιδευτεί στη Γερμανία (2008 και 2013, EMBL, Χαϊδελβέργη), σε θέματα σύγχρονης βιοτεχνολογίας καθώς και στη Νορβηγία (2019, IMR, Μπέργκεν), σε θέματα χρήσης ιχθύων εργαστηρίου.
Η επαγγελματική του εμπειρία περιλαμβάνει τη διαχείριση ερευνητικών έργων (2005-2014), καθώς και τη θέση του υπεύθυνου παραγωγής στη βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων (2016-2019). Πραγματοποίησε μεταδιδακτορική έρευνα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (2014-2015) και στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (2015).
Από το 2019, κατέχει θέση Επίκουρου Καθηγητή στο Εργαστήριο Εφηρμοσμένης Υδροβιολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ερευνητικό και εκπαιδευτικό αντικείμενο την εκτροφή υδρόβιων οργανισμών.
Ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια στο σταυροδρόμι της ευκαιρίας και της πρόκλησης
Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια αποτελεί έναν δυναμικό κλάδο παραγωγής τροφίμων με σημαντική εξαγωγική δυναμική. Τα ψάρια το 2023 κατείχαν την 4η θέση ως προς την αξία εξαγωγών, μετά τα οπωροκηπευτικά, τα έλαια και τα γαλακτομικά, συμβάλλοντας στο πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων. Πρόκειται για ένα προϊόν με σημαντικό εξαγωγικό προσανατολισμό σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, ενώ ταυτόχρονα έχουν ανοίξει νέες προοπτικές και σε αγορές της Αμερικής.
Είναι όμως αξιοσημείωτο να αναφερθεί ότι τη δεκαετία από το 2010 έως το 2020 δεν παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της ιχθυοκαλλιεργητικής παραγωγής, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό παρατηρητήριο των αγορών για τα προϊόντα της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών. Μετά το 2021 παρατηρήθηκε μια σημαντική αύξηση της παραγωγής, η οποία φαίνεται να εξανεμίζεται το 2024, κυρίως λόγω της οικονομικής δυσπραγίας βασικών παραγωγικών φορέων του κλάδου, της σημαντικής ανόδου των τιμών των πρώτων υλών διατροφής, της αύξησης του κόστους δανεισμού κ.α. Κατά την ίδια περίοδο, η γείτονα Τουρκία έχει πολλαπλασιάσει την αντίστοιχη παραγωγή, ωστόσο η ποιότητα του τελικού προϊόντος είναι σημαντικά υποδεέστερη. Η παραγωγή στην Ελλάδα καθορίζεται αυστηρά από την εθνική και την κοινοτική νομοθεσία, με προδιαγραφές που αφορούν στη διατροφή, στην ευζωία, στην υγεία των ψαριών και στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα των παραγωγικών μονάδων, κάτι που δεν συμβαίνει στην Τουρκία.
Αναφορικά με την ποιότητα του προϊόντος και τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο, τα κοινωνικά δίκτυα και οι ιστοσελίδες αποτελούν πλέον τους κύριους φορείς ενημέρωσης του κοινού και σφυρηλατούν την κοινή γνώμη. Η ευκολία με την οποία η πληροφορία μεταδίδεται συνδυαστικά με την ανωνυμία που συχνά παρέχουν αυτά τα μέσα, έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον ιδανικό για την εξάπλωση της παραπληροφόρησης και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, γεγονός που ισχύει εν πολλοίς και για τα θέματα που αφορούν στις υδατοκαλλιέργειες.
Υπάρχει λοιπόν η εντύπωση ότι για να διατραφούν τα ψάρια στην ιχθυοκαλλιέργεια αλιεύεται μεγαλύτερη ποσότητα άγριων ψαριών. Σε παγκόσμιο επίπεδο η ιχθυοκαλλιέργεια πολλαπλασιάζει (4-5 φορές) την ποσότητα των ψαριών που αλιεύεται για ιχθυοτροφές, δηλαδή για ιχθυάλευρα και ιχθυέλαια. Αυτό φυσικά δεν ισχύει σε αυτόν το βαθμό με τα σαρκοφάγα ψάρια, όπως η τσιπούρα και το λαβράκι, αλλά είναι κοινώς αποδεκτό ότι η ιχθυοκαλλιέργεια παράγει περισσότερη ζωική πρωτεΐνη από ότι καταναλώνει. Επίσης, η αυξανόμενη προσθήκη εναλλακτικών πρώτων υλών στα σιτηρέσια των ψαριών (όπως τα υποπροϊόντα επεξεργασίας ψαριών, οι μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες, οι πρωτεΐνες από μονοκύτταρους οργανισμούς κ.α.) θα οδηγήσει προοδευτικά στη μείωση της αλιείας για την παραγωγή ιχθυαλεύρων.
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι άλλο ακόμη ένα επιχείρημα της μη καθολικής αποδοχής του κλάδου των υδατοκαλλιεργειών. Είναι γεγονός ότι η συσσώρευση υπολειμμάτων τροφής και περιττωμάτων προκαλεί ιζηματοαπόθεση οργανικής ύλης στον θαλάσσιο πυθμένα. Η επίπτωση όμως αυτή είναι χωρικά περιορισμένη και επικεντρώνεται σε πολύ μικρή απόσταση από την μονάδα παραγωγής. Είναι δε αναστρέψιμη, αν πάψει για μικρό χρονικό διάστημα η ιχθυοκαλλιεργητική δραστηριότητα. Κρίσιμη είναι η παρουσία υποθαλάσσιων λιβαδιών ποσειδωνίας, τα οποία προστατεύει πλέον η νομοθεσία και δεν επιτρέπει την εγκατάσταση ιχθυοκαλλιέργειας σε παρακείμενες θαλάσσιες περιοχές. Τόσο η προοδευτική απομάκρυνση των ιχθυοκαλλιεργητικών μονάδων από οικοσυστήματα με θαλάσσια βλάστηση (π.χ. ποσειδωνία), όσο και οι ζώνες υδρανάπαυσης (για την ανάκαμψη του θαλάσσιου πυθμένα) προβλέπονται από το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης του 2011.
Αν και η χρήση αντιβιοτικών και χημικών ουσιών αποτελεί ένα ζήτημα που έχει συζητηθεί πολύ έντονα, η ιχθυοκαλλιέργεια έχει κάνει σημαντική πρόοδο προς την κατεύθυνση της προφύλαξης, αναπτύσσοντας εμβόλια με σκοπό την ανοσοποίηση των ψαριών. Το γεγονός αυτό έχει μειώσει σημαντικά τη χρήση αντιμικροβιακών ουσιών. Η χρήση τους, όπου απαιτείται, υπόκειται σε αυστηρούς ελέγχους, ενώ τα χρησιμοποιούμενα σκευάσματα είναι εγκεκριμένα από τον ΕΟΦ και η χρήση τους αυστηρά καθορισμένη. Επίσης, τα μέχρι τώρα στοιχεία δεν δείχνουν συσσώρευση τους στη βρώσιμη σάρκα των ψαριών. Φυσικά σημαντικές συλλογικές προσπάθειες γίνονται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για τη μείωση κατά 50% των πωλήσεων φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στην κτηνοτροφία και τις ιχθυοκαλλιέργειες, σύμφωνα με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι από το 2018 ως το 2022 η χρήση τους από τα κράτη-μέλη έχει μειωθεί ήδη κατά 28%.
Τέλος, η ανάπτυξη του τουρισμού συνοδεύεται συχνά με αντιπαραθέσεις σε πολλές περιοχές και χρειάζεται να βρεθεί μία ισορροπία μεταξύ του κλάδου του τουρισμού και εκείνου της ιχθυοκαλλιέργειας. Ακόμα και στην περίπτωση όπου οι δύο αυτές δραστηριότητες δεν μπορούν να συνδυαστούν (π.χ. αγροτουρισμός), η μεγάλου μήκους ακτογραμμή της χώρας επιτρέπει την ανάπτυξη και των δύο δραστηριοτήτων. Εξάλλου η διευθέτηση του 2011, είχε ως σκοπό να οργανώσει χωρικά την ιχθυοκαλλιεργητική δραστηριότητα. Δεκατρία χρόνια μετά, η ίδρυση και η λειτουργία των περιοχών οργανωμένης ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) έχει καθυστερήσει σημαντικά, γεγονός που οπωσδήποτε έχει αρνητικό αντίκτυπο, τόσο στην προσέλκυση επενδύσεων όσο και στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου. Ένας κυκεώνας χρεοκοπιών, αλλαγών μετοχικών συνθέσεων των εταιρειών και δυσμενών εθνικών και διεθνών συγκυριών, αποτέλεσαν τροχοπέδη για τις ιχθυοκαλλιέργειες έως σήμερα.
Τα ελληνικά ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας θα πρέπει πρωτίστως να πείσουν τον Έλληνα καταναλωτή, καθώς λιγότερο από το 20% της ελληνικής παραγωγής προωθείται στην εγχώρια αγορά, την ίδια στιγμή που έχουν καταφέρει να πείσουν τους Ευρωπαίους καταναλωτές.
Η χρήση νέων τεχνολογιών, η παραγωγή περισσότερων ειδών ψαριών, η παραγωγή προϊόντων πιο φιλικών προς το περιβάλλον (π.χ. φύκη), είναι δυνατό να δώσουν νέες προοπτικές και να ενισχύσουν τον κλάδο, σε μια εποχή όπου η επάρκεια και η οικονομική προσιτότητα των τροφίμων δεν είναι δεδομένες.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις