Ανησυχητική επιδείνωση του προβλήματος με την πανδημία
Συνθήκες ασφυξίας στην ελληνική βιομηχανία δημιουργούν οι καθυστερήσεις πληρωμών, που έχουν αυξηθεί και γενικευθεί με την πανδημία και τείνουν να μετατρέψουν τις βιομηχανίες σε... άτυπες τράπεζες, που χρηματοδοτούν την επιχειρηματική δραστηριότητα άλλων επιχειρήσεων, κυρίως από τους τομείς του τουρισμού και του εμπορίου.
Στελέχη ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων σημειώνουν ότι, ιδιαίτερα στις συνθήκες που έχει δημιουργήσει φέτος η πανδημία, ο άτυπος «θεσμός» της παροχής πιστώσεων σε πελάτες έχει «ξεχειλώσει» απειλητικά για τις βιομηχανίες, την ώρα που και οι ίδιες αντιμετωπίζουν μείωση των τζίρων και δυσκολίες στην άντληση χρηματοδότησης. Όπως επισημαίνουν, ουσιαστικά οι βιομηχανίες έχουν μετατραπεί, παρά τη θέλησή τους, σε άτυπους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, που παρέχουν άτοκη ρευστότητα για τη λειτουργία άλλων επιχειρήσεων.
Περιγράφοντας το πρόβλημα, οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι:
- Συνήθως μια βιομηχανία εισάγει πρώτες ύλες από το εξωτερικό και πληρώνει από μετρητοίς έως 60 ημέρες. Το ίδιο ισχύει και για τις πληρωμές σε παραγωγούς του αγροτικού/κτηνοτροφικού τομέα. Τα περιθώρια ελαστικότητας σε αυτές τις προμήθειες συνήθως είναι πολύ στενά, αφού μια βιομηχανία δεν μπορεί να διακόπτει την παραγωγή της μέχρι να εξασφαλίσει ρευστότητα για να πληρώσει τις πρώτες ύλες.
- Στην πλευρά των εσόδων της βιομηχανίας, όμως, έχουν καθιερωθεί εντελώς διαφορετικοί άτυποι κανόνες. Η βιομηχανία υποχρεώνεται να προσφέρει μακρές πιστώσεις στους πελάτες της, με τις μεταχρονολογημένες επιταγές να φθάνουν ακόμη και τους 12 μήνες, παίρνοντας τη μορφή άτοκου δανείου στον πελάτη. Μια βιομηχανία, ή μια εμπορική εταιρεία που συναλλάσσεται με οίκους του εξωτερικού, δεν μπορεί να μεταφέρει αυτές τις επιταγές σε ένα ξένο προμηθευτή, αφού ο «θεσμός» της οπισθογράφησης είναι αποκλειστικά ελληνικός και δεν αναγνωρίζεται οπουδήποτε αλλού πλην της χώρας μας.
Το πρόβλημα επιδεινώνεται ραγδαία
Όπως αναφέρουν πηγές από το χώρο της βιομηχανίας, οι παραπάνω πρακτικές, που αποτελούν μόνιμο πρόβλημα και πηγή στρεβλώσεων στον ελληνικό επιχειρηματικό τομέα, παίρνουν νέες διαστάσεις μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και θέτουν σε δοκιμασία τις ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις.
Το σοβαρότερο πρόβλημα εντοπίζεται στον τουρισμό, από τον οποίο, άμεσα και έμμεσα, παράγεται το ένα τέταρτο του εισοδήματος στη χώρα, με αποτέλεσμα να επηρεάζει και τον τρόπο που γίνονται οι πληρωμές και στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Οι πληρωμές από τον τουριστικό τομέα έχουν μετατεθεί πολύ μακριά στο μέλλον, με ειλικρινή ή προσχηματική επίκληση της κρίσης, ενώ η αβεβαιότητα που επικρατεί για τις επιχειρήσεις του τομέα εκθέτει τις βιομηχανίες σε μεγάλο και δύσκολα μετρήσιμο κίνδυνο να μετατραπούν οι εμπορικές απαιτήσεις τους σε… «φέσια», αν οι επιχειρήσεις – πελάτες δεν καταφέρουν να επιβιώσουν.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα με τις πληρωμές για τα δομικά υλικά και χρώματα που χρησιμοποίησαν τον περασμένο χειμώνα τα ξενοδοχεία για τις ανακαινίσεις τους. Οι εγχώριες βιομηχανίες μάταια περίμεναν να πληρωθούν τον Μάρτιο – Απρίλιο, καθώς τότε ξέσπασε η κρίση του κορονοϊού. Αξιοποιώντας τις προστατευτικές ρυθμίσεις που έγιναν από το κράτος, ή απλώς με… το «έτσι θέλω», οι τουριστικές επιχειρήσεις μετέθεσαν ένα χρόνο αργότερα τις πληρωμές αυτές, λαμβάνοντας έτσι ένα άτοκο δάνειο μεγάλης κλίμακας από τη βιομηχανία, το οποίο είναι και σε μεγάλο βαθμό αβέβαιο αν θα εξοφληθεί.
Η προβληματική αυτή κατάσταση δεν εντοπίζεται, βέβαια, μόνο στον τουριστικό τομέα, αφού οι πιστώσεις έχουν «ξεχειλώσει» και στο εμπόριο. Σούπερ μάρκετ, μεγάλοι και μικροί λιανέμποροι ασκούν ασφυκτική πίεση στην εγχώρια βιομηχανία για όλο και μεγαλύτερης διάρκειας πιστώσεις, αξιοποιώντας τη γενική «χαλάρωση» εν μέσω πανδημίας. Μάλιστα, όπως αναφέρουν στελέχη της βιομηχανίας, υπάρχουν μικροί και μεσαίοι έμποροι που κατ’ επάγγελμα ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα με τα λεφτά των άλλων, αποφεύγοντας να ρισκάρουν δικά τους κεφάλαια ή να ζητήσουν δάνεια από τράπεζες, αφού υπάρχει η βολική λύση της πίστωσης από τη βιομηχανία.
Τονίζεται χαρακτηριστικά ότι αυτοί οι… θιασώτες του τσάμπα αποφεύγουν να υποβάλουν επιχειρηματικά σχέδια στις τράπεζες, για να μην δυσκολευθούν στις πωλήσεις χωρίς παραστατικά, στις οποίες κατά σύστημα επιδίδονται. Ή αποφεύγουν να ενταχθούν σε κρατικά προγράμματα στήριξης ρευστότητας, για να μην υποχρεωθούν να δεχθούν την άρση τραπεζικού απορρήτου.
Οι εντελώς στρεβλές συνθήκες που δημιουργούν αυτές οι πρακτικές δημιουργούν και μια ακόμη σοβαρή παρενέργεια για τις ελληνικές βιομηχανίες: καλούνται να ανταγωνισθούν με άνισους όρους τις πολυεθνικές. Κατά πάγια πρακτική, οι πολυεθνικές είναι εξαιρετικά «σφικτές» στην παροχή πιστώσεων, επικαλούμενες τους κανόνες που επιβάλλει ο μητρικός όμιλος. Το αποτέλεσμα είναι ότι, κατά κανόνα, πληρώνονται στην ώρα τους και βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση έναντι των ελληνικών εταιρειών.
Τι πρέπει να γίνει
Στελέχη της ελληνικής βιομηχανίας υπογραμμίζουν ότι, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, τα προβλήματα θα λύνονταν αν υπήρχε ένας νόμος που θα επέβαλε… την εφαρμογή του νόμου. Όπως σημειώνουν, από το 2011 υπάρχει Οδηγία της Ε.Ε. για τις πληρωμές, η οποία ορίζει ότι ο μέγιστος χρόνος πίστωσης μεταξύ επιχειρήσεων είναι 60 ημέρες. Η Οδηγία αποτελεί μέρος και της ελληνικής έννομης τάξης (νόμος 4152/2013) αλλά η εφαρμογή της παραμένει μετέωρη.
Αυτή η πλημμελής εφαρμογή εξυπηρετεί και το κράτος, αφού ο νόμος ορίζει ότι «οι δημόσιες αρχές θα πρέπει να πληρώνουν για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προμηθεύονται εντός 30 ημερολογιακών ημερών ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις εντός 60 ημερολογιακών ημερών». Τέτοιοι χρόνοι πληρωμών από ελληνικές δημόσιες αρχές, ως γνωστόν, είναι εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο, αν όχι ανύπαρκτο.
Όσοι προσεγγίζουν ρεαλιστικά το ζήτημα, επισημαίνουν ότι θα ήταν σκόπιμο να θεσμοθετηθεί ένα ανώτατο όριο πίστωσης, το οποίο θα μειώνεται σταδιακά μέχρι να φθάσουμε στις 60 ημέρες, χωρίς να προκληθεί σοκ στην αγορά. Θα μπορούσε, λένε, να ισχύσει αρχικά ένα όριο 120 ημερών, που μετά από μια περίοδο θα μειωθεί στις 90 και, ακολούθως στις 60 ημέρες. Οι επιταγές, επισημαίνουν, μπορούν να παραμείνουν ως εγγυητικός μηχανισμός και η ημερομηνία τους να συνάδει με το νόμιμο όριο της πίστωσης.
Σε κάθε περίπτωση, η ευθυγράμμιση των πρακτικών για τις πληρωμές στην Ελλάδα με τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι μόνο στα χαρτιά αλλά και στην πράξη, αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη για τη βιομηχανία, καθώς μάλιστα η ανάπτυξη της μεταποίησης αποτελεί κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής για μετασχηματισμό της οικονομίας και υιοθέτηση νέου παραγωγικού μοντέλου. «Όσο αποστραγγίζονται οι πόροι της βιομηχανίας από τις στρεβλώσεις στις πληρωμές, αντί να κατευθύνονται στις επενδύσεις και την έρευνα, δεν θα μπορούμε να μιλάμε για πραγματική ανάπτυξη της βιομηχανίας», τονίζουν στελέχη του κλάδου.