Σε Επίκαιρες Ερωτήσεις απάντησε σήμερα στη Βουλή ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δημήτρης Παπαδημητρίου σχετικά με την αντιμετώπιση του παρεμπορίου και τη συμφωνία CETA.
Απάντηση 1η
Το παραεμπόριο, ως δραστηριότητα διακίνησης προϊόντων χωρίς τα απαραίτητα παραστατικά ή πιστοποιητικά, είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα για το λιανικό εμπόριο στη χώρα μας. Το ίδιο ισχύει και για την πώληση προϊόντων με παραπλανητικούς όρους. Τέτοιες πρακτικές στρεβλώνουν τους όρους ανταγωνισμού, πλήττουν τα δικαιώματα των καταναλωτών και στερούν δημόσια έσοδα.
Με δεδομένο ότι τέτοιες αθέμιτες πρακτικές εντείνονται σε περιόδους οικονομικής κρίσης, το Υπουργείο Οικονομίας έχει αναλάβει μια σειρά πρωτοβουλιών για την καταπολέμηση του παραεμπορίου μέσα από ένα σχέδιο για τη βελτίωση της συνολικής εποπτείας του εμπορίου προϊόντων και υπηρεσιών.
Ειδικά στην Περιφέρεια Πειραιά, τα διαθέσιμα στοιχεία μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου επιβεβαιώνουν την κινητοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών. Συγκεκριμένα, έχουν πραγματοποιηθεί διακόσιοι ογδόντα πέντε έλεγχοι από τους οποίους προέκυψαν εκατόν δεκαεπτά διαπιστωμένες παραβάσεις για το παραεμπόριο και κατασχέσεις τριάντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων είκοσι τεσσάρων αντικειμένων.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης. Μέχρι σήμερα η λειτουργία του Συντονιστικού Κέντρου για την Καταπολέμηση του Παραεμπορίου (ΣΥΚΑΠ) που λειτουργεί στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου δεν υποστηριζόταν από ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης. Έτσι το ΣΥΚΑΠ δεν μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά το θεσμικό του ρόλο ως το κεντρικό σημείο σχεδιασμού και εκτέλεσης ελέγχων. Αυτό ακριβώς το κενό έρχεται να καλύψει η πρωτοβουλία του Υπουργείου Οικονομίας με την εκπόνηση στρατηγικού σχεδίου συντονισμένης επιχειρησιακής δράσης. Σκοπός είναι η καταπολέμηση του παραεμπορίου στην πηγή, πριν δηλαδή φθάσουν στον τελικό λιανοπωλητή, και προς αυτή την κατεύθυνση έχουν υπάρξει συγκεκριμένες ενέργειες.
Κατ’ αρχάς, συστάθηκε ομάδα εργασίας τον Ιούνιο του 2016 με τη συμμετοχή, για πρώτη φορά από καταβολής ΣΥΚΑΠ, όλων των Υπουργείων και υπηρεσιών που εμπλέκονται στην εποπτεία της αγοράς. Στόχος είναι η βέλτιστη αξιοποίηση των πόρων που διαθέτει συνολικά η δημόσια διοίκηση με δεδομένη την υποστελέχωση ιδιαίτερα σημαντικών υπηρεσιών. Αυτή η ομάδα έχει ήδη υποβάλλει πόρισμα με συγκεκριμένες προτάσεις για τη βελτίωση του συντονισμού και την αναβάθμιση του ρόλου των ελεγκτικών αρχών.
Παράλληλα, έχει υπάρξει συνεργασία με άλλα Υπουργεία για την αποσαφήνιση του θεσμικού πλαισίου που διέπει σήμερα τους ελέγχους. Στόχος είναι η καταπολέμηση της πολυνομίας, καθώς συχνά οι αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων φορέων και οι δυνατότητες ανάληψης πρωτοβουλιών κοινής δράσης δεν είναι σαφείς.
Η κατάληξη όλων αυτών των βημάτων θα είναι η εκπόνηση ενός δυναμικού και συνεκτικού στρατηγικού σχεδίου για την καταπολέμηση του παραεμπορίου. Αυτό το σχέδιο θα εξειδικεύεται σε συγκεκριμένες επιχειρησιακές δράσεις και θα λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για το σύνολο των εποπτικών και ελεγκτικών αρχών. Η εφαρμογή του σχεδίου θα γίνεται βάσει συγκεκριμένων ποσοτικών δεικτών και θα αξιοποιεί τα πληροφορικά συστήματα του δημοσίου, ώστε να υπάρξει αυτοματοποίηση των ελέγχων και καλύτερη χρήση όλων των διαθέσιμων πληροφοριών. Ήδη τα πρώτα αποτελέσματα αυτή της προσπάθειας έχουν γίνει αισθητά.
Για πρώτη φορά υλοποιούνται συντονισμένες επιχειρησιακές δράσεις εποπτείας της αγοράς σε επιλεγμένους κλάδους και ιδιαίτερα στον τομέα της διακίνησης αγροτικών και διατροφικών προϊόντων. Σε αυτές τις δράσεις συμμετέχει μεγάλος αριθμός εποπτικών αρχών. Ενδεικτικά αναφέρονται η Γενική Γραμματεία Εμπορίου, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, η Οικονομική Αστυνομία και ο ΕΦΕΤ. Αυτή η εξέλιξη αποδεικνύει ότι η περαιτέρω βελτίωση στον συντονισμό των υπηρεσιών, ώστε οι έλεγχοι να καταστούν πιο στοχευμένοι και αποτελεσματικοί, είναι εφικτή στο άμεσο μέλλον.
Απάντηση 2η
Θέλω, κατ’ αρχάς, να αποσαφηνίσω ότι σε κάθε συναλλαγή υπάρχει δούναι και λαβείν. Όταν επιδιώκουμε να μεγιστοποιήσουμε τα αναπτυξιακά οφέλη από τη συμμετοχή μας σε μια ομάδα χωρών, όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να εκμεταλλευθούμε την πολλαπλάσια διαπραγματευτική της ισχύ, κάνοντας συμφωνίες με τρίτες χώρες, γνωρίζουμε ότι συγχρόνως θα πρέπει να αναζητήσουμε μια τομή, μια κοινή βάση συμφερόντων, πάνω στην οποία θα διαπραγματευθούμε. Αυτό σημαίνει πως ναι μεν θα κερδίσουμε σε κάποιους τομείς, συγχρόνως, όμως, θα θυσιάσουμε κάποια άλλα εγχώρια συμφέροντα σε άλλους τομείς.
Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, πως η ελληνική Κυβέρνηση δεν αγωνίζεται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποσπάσει την καλύτερη δυνατή κοινή ευρωπαϊκή απόφαση για τα εγχώρια συμφέροντα. Έτσι, στην περίπτωση της Συμφωνίας του CETA εξ αρχής η Ελλάδα κάλεσε στο πλαίσιο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων για μια ανοιχτή και διαφανή διαδικασία διαπραγματεύσεων, με σαφή τη θέση μας ότι τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών θα πρέπει να βρίσκονται πάνω από αυτά των εταιρειών.
Επίσης, με κάθε αφορμή προβάλαμε τη θέση μας ότι οι συμφωνίες του είδους της CETA επεκτείνονται σε τομείς όπου υπάρχει συναρμοδιότητα Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών-μελών και συνεπώς είναι μεικτού χαρακτήρα.
Ως εκ τούτου, για να τεθούν σε ισχύ, θα πρέπει αφ’ ενός να επικυρωθούν με ομοφωνία και όχι με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο, αφ’ ετέρου να εγκριθούν σύμφωνα με την εκάστοτε εθνική διαδικασία από τα κοινοβούλια των κρατών-μελών.
Μέχρι σήμερα το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης έχει διατυπώσει στα αρμόδια όργανα του Συμβουλίου επιφυλάξεις και αντιρρήσεις τόσο για τις διαδικασίες όσο και για το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων, τηρώντας τις λεπτές ισορροπίες που χρειάζονται, για να μη βρεθεί η χώρα απομονωμένη υπό την αιχμή ότι θέτει εμπόδια με στείρο τρόπο.
Όσον αφορά όμως τη διαχείριση του θέματος υπό τη Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, πρέπει να τονίσω πως η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για τη CETA πραγματοποιήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2013. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2014 η Επιτροπή επισφράγισε τη λήξη των διαπραγματεύσεων χωρίς να μονογραφηθεί η Συμφωνία. Συνεπώς, όταν η νέα Κυβέρνηση ανέλαβε τον Ιανουάριο του 2015, η CETA είχε ολοκληρωθεί από την άποψη των διαπραγματεύσεων και η δυνατότητα επηρεασμού των τελικών κειμένων ήταν εξαιρετικά περιορισμένη έως ανύπαρκτη. Ως αποτέλεσμα αυτού οι όποιες προσπάθειες καταβλήθηκαν από την πλευρά της χώρας μας για τη βελτίωση των κειμένων απέβησαν σε μεγάλο βαθμό άκαρπες.
Εξαίρεση αποτελούν οι αλλαγές στο κείμενο της προστασίας των επενδύσεων, όπου εκτός των γενικών αλλαγών έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα η εξαίρεση του δημοσίου χρέους από την προστασία των επενδύσεων σε περίπτωση αναδιάρθρωσης ως αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης. Να προσθέσω ακόμη ότι οι προϋποθέσεις που συμφωνήθηκαν για την προσωρινή εφαρμογή της Συμφωνίας στο άτυπο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων για θέματα εμπορίου είναι αρκετά αυστηρές. Η νομικά δεσμευτική ερμηνευτική δήλωση της Συμφωνίας αποσαφηνίζει επαρκώς ευαίσθητα θέματα, σχετικά πρώτον, με την προστασία των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών και δεύτερον, τη διατήρηση των υψηλών προδιαγραφών για τη προστασία του καταναλωτή και του περιβάλλοντος, καθώς και την εφαρμογή των πιο ισχυρών περιβαλλοντικών δεσμεύσεων που εκπορεύονται από διεθνείς συμφωνίες.
Σε κάθε περίπτωση -και δεδομένου ότι η θέση μας για το μεικτό χαρακτήρα της Συμφωνίας υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση- το θέμα θα έρθει προσεχώς στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, όπου και θα συζητηθεί εκτενώς πριν αποφανθούμε για τη Συμφωνία.
Τις επίκαιρες ερωτήσεις έθεσαν αντίστοιχα η Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου, Βουλευτής Β΄ Πειραιά της Ένωσης Κεντρώων, ο Βασίλης Κεγκέρογλου, Βουλευτής Ηρακλείου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ΠΑ.ΣΟ.Κ. – ΔΗΜ.ΑΡ και η Ελένη Ζαρούλια Βουλευτής Β’ Αθηνών της Χ.Α.