Η γεωργική εκπαίδευση στην Ελλάδα έχει μια ιστορία η οποία ουσιαστικά συμπορεύεται και εμπλέκεται με την ιστορία και την εξέλιξη του ίδιου του νεοελληνικού κράτους. Αν επιχειρηθεί η ανασύνθεση της πορείας και εξέλιξης της γεωργικής εκπαίδευσης, η προσπάθεια θα συμβαδίσει με τα προβλήματα και διλήμματα που απασχόλησαν το νεοελληνικό κράτος και την κοινωνία, αφού αυτή συνδέεται άμεσα με τον αγροτικό τομέα, τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και τα ίδια τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα. Άλλωστε η Ελλάδα υπήρξε από το 19ο αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1950 μια κατεξοχήν αγροτική χώρα, όπου η γεωργία αποτελούσε τη βάση της ελληνικής οικονομίας.
Η παραγωγή ωστόσο παρέμενε σε μέτριο επίπεδο, εξαιτίας κυρίως της έλλειψης υποδομής, κατάλληλου εξοπλισμού, καλλιεργητικών μεθόδων και ανάλογης εκπαιδευτικής υποδομής. Οι αγρότες μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα στην πλειοψηφία τους όργωναν με το αλέτρι που έσυραν ζώα και ακολουθούσαν καλλιεργητικές μεθόδους, που λίγο διέφεραν από αυτές της αρχαιότητας ή του μεσαίωνα. Πολλοί ήταν οι παράγοντες που σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική στενότητα, τους πολέμους και την ελλιπή ενημέρωση, διαμόρφωσαν ένα κλίμα με πολλές ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες που εξωθούσαν το αγροτικό δυναμικό στην καθυστέρηση, στην εσωτερική ή εξωτερική μετανάστευση ή στην καλύτερη περίπτωση στη σταδιακή ενσωμάτωση στο αστικό περιβάλλον.
Αρκετά νωρίς διαπιστώθηκε η ανάγκη για συστηματική γεωργική εκπαίδευση προκειμένου να επιλυθεί το (μόνιμο, για πολλές δεκαετίες) επισιτιστικό πρόβλημα και η στελέχωση των υπηρεσιών του κράτους με εξειδικευμένο προσωπικό, απαραίτητη προϋπόθεση για την αναδιάρθρωση των γεωργικών υπηρεσιών και για την αύξηση και βελτίωση της γεωργικής παραγωγής. Στη συνέχεια όσο τα προβλήματα εντείνονταν και διογκώνονταν, η ενίσχυση της γεωργικής παραγωγής, η λήψη διοικητικών μέτρων και η εφαρμογή μιας αγροτικής πολιτικής, αποτέλεσαν αδήριτη ανάγκη. Έτσι στο πλαίσιο αυτό, έστω και καθυστερημένα, έγινε κατανοητή η σημασία της γεωργικής εκπαίδευσης για την επίλυση των κρίσιμων και σύνθετων προβλημάτων του αγροτικού (και όχι μόνο) χώρου.
2. ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΙΡΥΝΘΑΣ (1829)
Την αναγκαιότητα και τη σημασία της γεωργικής εκπαίδευσης, πρώτος διείδε ο Κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας και αποτέλεσε βασικό μέλημα της πολιτικής του από τα πρώτα ακόμη χρόνια ύπαρξης του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Για το λόγο αυτό, προχώρησε στην ίδρυση της Γεωργικής Σχολής της Τίρυνθας στο Ναύπλιο το έτος 1829, «ο ίδιος μεταβαίνων καθ΄εκάστην» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δ. Ζωγράφος (1888 - 1948) στην «Ιστορία της παρ΄ημίν γεωργικής Εκπαιδεύσεως». Η σχολή αυτή παρείχε στοιχειώδη γεωργική εκπαίδευση, καθόσον ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος έκρινε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για τη δημιουργία ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Με τη μοναδική αίσθηση του μέτρου και τη διορατικότητα που τον διέκρινε, θεωρούσε ότι έπρεπε να προηγηθεί η τεχνική, επαγγελματική και κυρίως η στοιχειώδης εκπαίδευση, η οποία ήταν η αρμόζουσα την περίοδο αυτή εξαιτίας των ειδικών συνθηκών και της γενικότερης ένδειας του νεοσύστατου κράτους. Η λειτουργία της Σχολής στην οποία φοιτούσαν παιδιά φτωχών γεωργών, ανατέθηκε στον Γρηγόριο Παλαιολόγο, γεωπόνο που είχε σπουδάσει στο Παρίσι.
Η λειτουργία της Σχολής αυτής όμως έμελλε να αποτελέσει ένα μόνιμο πρόβλημα για το ελληνικό κράτος αφού, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, παραμελήθηκε και μετά από πολλές απόπειρες που έγιναν για την αναδιοργάνωσή της, καταργήθηκε οριστικά το 1873. Κύριες αιτίες της αποδυνάμωσής της ήταν η έλλειψη πόρων, η κακοδιαχείριση, η γενικότερη οικονομική κατάσταση, αλλά και η ατολμία των κυβερνήσεων να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να αποτελέσει το ίδρυμα αυτό το πρότυπο που θα συνδύαζε αποτελεσματικά μια θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση υψηλού επιπέδου.
Οι συζητήσεις ανάμεσα στους ειδικούς και στη Βουλή όλα τα επόμενα χρόνια εξαντλούνταν στο αν θα έπρεπε να υπάρχει ανώτατη γεωργική παιδεία ή απλώς γεωργικοί σταθμοί και αγροκήπια, τα οποία θα παρείχαν τα μέσα στους αγροτόπαιδες ή τους ενδιαφερόμενους να διδάσκονται μαθήματα γενικής γεωργικής κατεύθυνσης και να επιλύουν τα πρακτικά προβλήματα που ανέκυπταν τοπικά - και τα οποία χρόνο με το χρόνο γίνονταν όλο και πιο σύνθετα. Οι συζητήσεις αυτές διαρκούσαν, ενώ επισείετο ο κίνδυνος της αποδυνάμωσης της γεωργίας και του αγροτικού δυναμικού από φαινόμενα όπως ήταν η εσωτερική ή εξωτερική μετανάστευση, η συρρίκνωση της γεωργικής παραγωγής με την ταυτόχρονη αύξηση της αστυφιλίας και τη σταδιακή εγκατάλειψη της υπαίθρου. Αυτή εξάλλου η ατολμία όσον αφορά την προαγωγή και την αναβάθμιση της γεωργικής εκπαίδευσης, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την καθυστέρηση που παρατηρείται όλα τα επόμενα χρόνια στον τομέα της γεωργικής παραγωγής και την απαξίωση που έλαβε στη συλλογική συνείδηση το γεωργικό επάγγελμα.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΕΙΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΣΧΟΛΩΝ
Το πρώτο ουσιαστικό θεσμικό βήμα για την εμπέδωση της γεωργικής εκπαίδευσης και την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας, υπήρξε η ίδρυση από την κυβέρνηση του Χ. Τρικούπη του Τμήματος Γεωργίας στο Υπουργείο Εσωτερικών το 1887, με πρώτο Τμηματάρχη τον γεωπόνο Π. Γεννάδιο (1847 - 1917). Η ενέργεια αυτή έδωσε ουσιαστικά το έναυσμα προκειμένου να αξιοποιηθεί επιτέλους και η δωρεά του Παναγιώτη Τριανταφυλλίδη (1810 - 1863), ενός πλουσίου εμπόρου από τη Βυτίνα, ο οποίος ήδη από το 1863 είχε αφήσει με τη διαθήκη του το ποσό των 42.000 αυστριακών φλουριών στο ελληνικό δημόσιο προκειμένου να ιδρυθεί και να υποστηριχτεί σχολείο, το οποίο θα έφερε το όνομά του και θα συνέβαλε στην πρόοδο της πατρίδας. Η διαθήκη αυτή αποτέλεσε αντικείμενο ατέλειωτων συζητήσεων, προτού προκριθεί τελικά η λύση της αξιοποίησης των χρημάτων αυτών για την ίδρυση των Τριανταφυλλιδείων γεωργικών σχολείων, μόλις το έτος 1887, που ψηφίστηκε ο νόμος ΑΦΜΒ΄/28-5-1887 «Περί συστάσεως γεωργικών σχολείων», είκοσι πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Τριανταφυλλίδη(1863).
Με το νόμο αυτό ιδρύθηκαν και λειτούργησαν τρία (3) Τριανταφυλλίδεια σχολεία: πρώτη ιδρύθηκε η Γεωργική Σχολή στην Αθήνα (1888) και διατέθηκε για το σκοπό αυτό τμήμα του πρώην κτήματος Ρούφ και έκταση από τα κτήματα του Χατζή Αλή Χασεκή (στον ίδιο χώρο αργότερα εγκαταστάθηκε η Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή και μέχρι σήμερα βρίσκεται το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο). Πρώτος Διευθυντής διορίστηκε ο Π. Γεννάδιος. Η άλλη Τριανταφυλλίδειος Γεωργική Σχολή ιδρύθηκε στην Τίρυνθα αρκετά αργότερα (μόλις το 1894) στις εγκαταστάσεις της πρώην γεωργικής σχολής. Τη Διεύθυνση της ανέλαβε ο Σ. Χασιώτης. Τέλος, η τρίτη λειτούργησε στον Αλμυρό Βόλου.
Οι σχολές της Αθήνας και της Τίρυνθας λειτούργησαν μέχρι το 1897 και κατόπιν μετατράπηκαν σε γεωργικούς σταθμούς. Η τρίτη που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε «Κασσαβέτειο και Τριανταφυλλίδειο Γεωργική Σχολή Αϊδινίου», λειτούργησε μέχρι το 1914. Στη Σχολή αυτή, υπήρξε Διευθυντής από το 1900 ο Δ. Γρηγοριάδης (1870 - 1907), ο πρώτος διδάξας τις συνεταιριστικές εφαρμογές στην ελληνική γεωργία.
Τα σχολεία αυτά αποτέλεσαν σταθμό στην ανάπτυξη και εξέλιξη της γεωπονικής εκπαίδευσης στον τόπο μας («σωτήριο έτος» για τη γεωργική εκπαίδευση αποκαλεί το 1887, έτος ψήφισης του νομοσχεδίου για την ίδρυση των σχολών αυτών, ο συγγραφέας της «Ιστορίας της παρ΄ ημίν γεωργικής εκπαιδεύσεως» Δημ. Ζωγράφος), αφού έστω και αν δεν είχαν καλύτερη τύχη από τη γεωργική σχολή της Τίρυνθας, συνέβαλαν στην εμπέδωση της γεωργικής εκπαίδευσης, στην εξύψωση του γεωργικού επαγγέλματος χάρη και στην προσπάθεια των φωτισμένων διδασκάλων που ανέλαβαν το δύσκολο έργο της θεωρητικής και πρακτικής εκπαίδευσης, στη συνειδητοποίηση τέλος της ανάγκης για ανώτερη γεωπονική παιδεία.
4. Ο ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ Σ. ΧΑΣΙΩΤΗ ΚΑΙ
ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΘΕΣΜΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Σημαντική ήταν προς την κατεύθυνση αυτή, η συμβολή του Γεωπόνου και μετέπειτα πρώτου Διευθυντή (Πρύτανη) της Ανωτέρας (αρχικά) Γεωπονικής Σχολής Αθηνών Σπυρίδωνα Χασιώτη (1862 - 1945), ο οποίος ως απόστολος της ιδέας αυτής, κατάφερε πραγματικά μέσα από τις θέσεις που κατείχε ως Τμηματάρχης του Υπ. Γεωργίας - Εμπορίου και Βιομηχανίας, Γενικός Επιθεωρητής Γεωργίας και ως γερουσιαστής (βουλευτής) αργότερα, καθώς επίσης μέσα από την αρθρογραφία του στις εφημερίδες που ο ίδιος δημιούργησε και διηύθυνε («Νέα Γεωπονικά» και «Γεωργική Πρόοδος»), να προσελκύσει το ενδιαφέρον των αγροτών, του κοινού και εν τέλει της ίδιας της Κυβέρνησης
.
Με το ασίγαστο πάθος του, τις εύστοχες παρεμβάσεις του, με τις προτάσεις του για την ίδρυση και λειτουργία σχολικών κήπων αρχικά και αργότερα με την επεξεργασία του σχεδίου για τη δημιουργία ανωτάτης γεωργικής εκπαίδευσης, συνέβαλε όσο κανείς άλλος στην επίλυση σημαντικών προβλημάτων και δυσχερειών, στην υιοθέτηση εν τέλει του σχεδίου του για την ίδρυση ανώτατου γεωπονικού Ιδρύματος. Το σχέδιο αυτό βρήκε πρόσφορο έδαφος την περίοδο διακυβέρνησης του Ε. Βενιζέλου, ο οποίος συνέλαβε την αναγκαιότητα και τη σημασία της ίδρυσης Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής ως μέρος του ευρύτερου σχεδίου του για την αναμόρφωση και ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής και των γεωργικών υπηρεσιών.
Η περίοδος αυτή εξάλλου σηματοδοτείται από μια σειρά μεταρρυθμίσεων σε θεσμικό επίπεδο, όπως η ίδρυση του Υπ. Γεωργίας (1917), η εισαγωγή νέων θεσμών (π.χ. της Επιθεώρησης Γεωργίας, των επαρχιακών γεωπόνων κ.λ.π.), η ψήφιση νόμου για τους Συνεταιρισμούς (νόμος 602/1914) με βασικό υποκινητή το Γεωπόνο (μετέπειτα Καθηγητή της Α.Γ.Σ.Α.) Σ. Ιασεμίδη, οι οποίες κορυφώθηκαν και επισφραγίστηκαν με την ίδρυση της Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής Αθηνών το 1920 και του Γεωπονικού Τμήματος της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης λίγο αργότερα (1927). Οι αλλαγές αυτές, όπως προκύπτει εκ των υστέρων, υπήρξαν καθοριστικές και δικαιώθηκαν από τις εξελίξεις, αφού οι γεωπόνοι ανέλαβαν ουσιαστικά το βάρος της αγροτικής μεταρρύθμισης, της αποκατάστασης των προσφύγων και του εκσυγχρονισμού της γεωργικής παραγωγής, μέσα στις δύσκολες συνθήκες του μεσοπολέμου και τουλάχιστον μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
5. Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
Με αυτό τον τρόπο φτάνουμε (με αρκετή καθυστέρηση) στην ίδρυση του πρώτου ανώτατου γεωργικού ιδρύματος της χώρας, της Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής Αθηνών με την ψήφιση του νόμου 1844 της 14 Ιανουαρίου 1920. Η Σχολή πάντως λειτουργούσε ήδη από το Νοέμβριο του 1919, αφού με έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας(1-11-1919), το οποίο υπογράφει ο Υπουργός Γ. Καφαντάρης, αναθέτει στον Σπ. Χασιώτη «προσωρινώς την Διεύθυνσιν της εγκαταστάσεως και λειτουργίας εν γένει της ιδρυθησομένης Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής».
Η Ανωτέρα Γεωπονική Σχολή και η συνέχειά της ως Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή (1929), Γεωργικό Πανεπιστήμιο (1989) και Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1995), αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της Ιστορίας της Ελληνικής Εκπαίδευσης, καθόσον αφορά στο πρώτο μεγάλο ίδρυμα Γεωπονικής Παιδείας στην Ελλάδα και είναι το τρίτο σε αρχαιότητα Πανεπιστημιακό Ίδρυμα της χώρας μετά το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Ακόμη αποτελεί κομμάτι της Ιστορίας του Ελληνικού κράτους, αφού έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη χάραξη της γεωργικής πολιτικής και σε όλα τα μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (αγροτική μεταρρύθμιση, εποικιστικό πρόγραμμα, αποκατάσταση προσφύγων, οργάνωση συνεταιρισμών, εκσυγχρονισμό της παραγωγής, έρευνα για την καλύτερη απόδοση και ποιότητα των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων).
Ακόμη ευτύχησε να συνδυάσει μια πολύχρονη και γόνιμη πορεία, με σημαντικές προσωπικότητες όχι μόνο της Γεωπονικής επιστήμης αλλά γενικότερα της Πολιτικής και Κοινωνικής ζωής της Ελλάδος όπως ο Σπυρίδων Χασιώτης (1862-1945), Σωκράτης Ιασεμίδης (1878-1929) Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (1883-1964), Διομήδης Σαρακωμένος (1857-1927), Σταύρος Παπανδρέου (1883-1969), Αριστοτέλης Σίδερις (1889-1976), Νικόλαος Ρουσσόπουλος (1897-1980), Παναγιώτης Κουτσομητόπουλος (1887-1955), Ιωάννης Δημακόπουλος (1894-1971), Βασίλειος Κριμπάς (1890-1965), Επαμεινώνδας Κυπριάδης (1877-1958), Κωνσταντίνος Ισαακίδης (1880-1959), Χρυσός Ευελπίδης (1895-1971), Ιωάννης Σαρεγιάννης (1898-1962) και άλλοι.
6. ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΘΗΝΩΝ (Α.Γ.Σ.Α.)
Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να δώσουμε ένα σύντομο διάγραμμα της ιστορίας της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου όπως έχει μετεξελιχτεί σήμερα. Η αναδρομή αυτή αναγκαστικά θα είναι σύντομη και αποσπασματική και θα περιλαμβάνει τα σημαντικότερα γεγονότα και τους βασικότερους σταθμούς της εξέλιξης αυτής, αφού μόνο μια ξεχωριστή και εμπεριστατωμένη μελέτη δύναται να αναλύσει τα επιμέρους ζητήματα και να συνθέσει αποτελεσματικά την πολυμορφία των εκπαιδευτικών, επιστημονικών και πνευματικών κατακτήσεων με τα ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα στη διαχρονική τους αλληλουχία και αλληλεπίδραση.
Για την καλύτερη κατανόηση της πορείας και εξέλιξης, χωρίζουμε σχηματικά την ανασκόπηση αυτή σε 6 χρονικές περιόδους:
Ι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1920 - 1937
Οι σκέψεις, οι προτάσεις και οι ενέργειες για τη συστηματική εκπαίδευση γεωπόνων ανάγονται, όπως έχει λεχθεί, στην περίοδο της διακυβέρνησης του Ι. Καποδίστρια, με την ίδρυση της Γεωργικής Σχολής της Τίρυνθας, αλλά και στα μετέπειτα χρόνια, με τη δημιουργία των Τριανταφυλλιδείων Γεωργικών Σχολείων. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Κ.Π. Μπίρης (Ιστορία του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Αθήνα 1956, σελ. 153 και 156), ήδη από το 1852 και ο Ευεργέτης Ν. Στουρνάρας, όταν άφηνε στη διαθήκη του το ποσό για την ίδρυση «λαμπρού Πολυτεχνείου», όριζε ότι: «έπρεπε να ευρίσκωνται όλα τα εργαλεία της γεωργικής, καθώς και όσα κατά καιρούς εφευρίσκονται, δια να διδάσκηται η εφαρμογή των εις την Ελλάδα, όπως προοδεύση ολίγον κατ΄ ολίγον η γεωργία μας, αύτη η βάσις αληθούς ευτυχίας ενός Έθνους».
Παρόλα αυτά η πρώτη "Ανωτέρα Γεωπονική Σχολή Αθηνών" (Α.Γ.Σ.Α) ιδρύθηκε αρκετά αργότερα με το νόμο 1844 του 1920, επί Κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου, στους χώρους που προϋπήρχε, καθώς προαναφέραμε, η Τριανταφυλλίδειος Γεωργική Σχολή που ιδρύθηκε το 1888 και ήταν τριετούς φοιτήσεως. Έως το 1925 διατέθηκαν για την εγκατάστασή της 95 στρέμματα του συγκροτήματος Χασεκή-Ρούφ, ενώ 25 στρέμματα παρέμειναν στο Πανεπιστήμιο για τη διατήρηση του Βοτανικού του Κήπου που λειτουργούσε στον ίδιο χώρο από το 1835. Μέχρι το 1937 η Σχολή, οι κτιριακές εγκαταστάσεις και οι εκπαιδευτικές (πειραματικές) καλλιέργειες, εκτείνονταν σε μια έκταση 240 περ. στρ., περιλαμβάνοντας το χώρο που καλύπτει μέχρι σήμερα.
Στον ιδρυτικό νόμο αναφέρονταν ότι:
«Εις την σχολήν ταύτην επιδιώκεται δια διδασκαλίας αναλόγου προς τας προόδους της συγχρόνου γεωργικής επιστήμης και τας ιδιαιτέρας φυσικάς και οικονομικάς συνθήκας της Ελλάδος, η μόρφωσις νέων ικανών δια
α) Να χρησιμεύουν ως ανώτερα όργανα των γεωργικών υπηρεσιών του κράτους (διοικητικών, εποικισμού, επιστημονικών ερευνών, γεωργικής εκπαίδευσεως κλπ)
β) Να καταρτίζουν σχέδια συστηματικών γεωργικών εκμεταλλέυσεων και συναφών βιομηχανιών.
γ) Να διευθύνουν μεγάλας γεωργικάς και συναφείς επιχειρήσεις.
δ) Να προάγουν δια επιστημονικών μελετών και ερευνών την Ελληνικήν επιστήμην εν σχέσει προς τας διαφόρους κλάδους της γεωργικής παραγωγής.»
Όπως διαφαίνεται δηλαδή και από τον ιδρυτικό νόμο, το νέο πανεπιστημιακό ίδρυμα, ανοίγει ένα καινούργιο δρόμο στην εκπαίδευση και στην επιστήμη, που δεν είχε καμιά σχέση με το περιορισμένο, αποσπασματικό χαρακτήρα των προηγούμενων προσπαθειών. Αναγνωρίζεται ουσιαστικά η αναγκαιότητα κατάρτισης επιστημόνων γεωπόνων και η σπουδαιότητα του ρόλου τους και περιβάλλεται με ιδιαίτερη εκτίμηση και κύρος το επάγγελμα του γεωπόνου, αφού καθώς αναφέρει:
«....υπάρχει έλλειψις γεωπόνων, σήμερον κυρίως, ότε λόγω της από ημέρας εις ημέραν εντατικωτέρας μορφής την οποία λαμβάνει η γεωργία ........ απαιτείται χρησιμοποίησις πλείστων επιστημόνων γεωπόνων.»
Επιπλέον δε : «οι διπλωματούχοι της σχολής θα έχουν το μέγα προσόν, ότι ευθύς μετά το πέρας των σπουδών των γνωρίζουν καλώς τας συνθήκας της Ελληνικής γεωργίας κατ΄ αντίθεσιν με τους εκ ξένων σχολών τοιούτους, οίτινες έρχονται αδαείς των εδαφολογικών, κλιματολογικών και οικονομολογικών και κοινωνικών της Ελλάδος συνθηκών, χρειαζόμενοι ούτω αρκετόν χρόνον δια να προσανατολισθούν και δυνηθούν επωφελώς να εφαρμόσουν τας γνώσεις τους.»
Η διάρκεια των σπουδών στη σχολή τα πρώτα χρόνια ήταν αρχικά 3,5 χρόνια και το 1930 αυξάνεται σε 4 χρόνια, από τα οποία το τελευταίο εξάμηνο χρησιμοποιείτο για την πρακτική εξάσκηση των φοιτητών σε γεωργικά κτήματα ή ιδρύματα. Η επιλογή γίνεται με εισιτήριο διαγωνισμό, ο οποίος διενεργείτο το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και για ορισμένο αριθμό εισακτέων, τον οποίο εισηγείτο η Σχολή και επικύρωνε (τις περισσότερες φορές προσαύξανε ) το Υπουργείο.
Η Διοικητική διάρθρωση της Σχολής αποτελείτο, από το Διευθυντή, τον Υποδιευθυντή και το «Διδακτικό Συμβούλιο». Διευθυντής διοριζόταν από το Υπουργείο Γεωργίας (στο οποίο άλλωστε υπαγόταν διοικητικά η Σχολή μέχρι το έτος 1959), ένας από τους επί μισθώ (μόνιμους) Καθηγητές, μετά από πρόταση του Διδακτικού Συμβουλίου με θητεία πέντε ( 5 ) ετών.
Πρώτος Διευθυντής της ήταν ο Σπυρίδων Χασιώτης (1919-1926), γεωπόνος και πολιτικός, εξέχουσα προσωπικότητα της Γεωπονικής Επιστήμης στην Ελλάδα . Είχε διατελέσει, μεταξύ άλλων, Διευθυντής της Γεωργικής Σχολής Τίρυνθας το διάστημα 1894-1897, που ήταν όπως αναφέρθηκε, η πρώτη προσπάθεια που έγινε από τον Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια στον τομέα της γεωργικής εκπαίδευσης
Ο Υποδιευθυντής, διοριζόταν με τον ίδιο τρόπο, με τη διαφορά ότι αυτός μπορεί να είναι επί μισθώ ή επί επιμισθίω (έκτακτος) Καθηγητής.
Το Διδακτικό Συμβούλιο, αποτελείτο από όλους τους Καθηγητές, εκτός των Καθηγητών των ξένων γλωσσών. Το πρώτο Διδακτικό Συμβούλιο (Συνεδρία : 11 Μαρτίου 1920), αποτελούνταν από τον Σπ. Χασιώτη, Πρόεδρο και μέλη τους καθηγητές: Μιχαλόπουλο Αλέξανδρο, Παληατσέα Φώτιο, Μοντεσάντο Νικόλαο, Κρητικό Νικόλαο, Γεωργαλά Γεώργιο, Πασιόκα Χρήστο και Κουτσομητόπουλο Παναγιώτη.
Αρχικά προβλέπονταν 25 Έδρες. Παρόλα αυτά οι πρώτοι Καθηγητές ήταν κατά πολύ λιγότεροι και στη συνέχεια συμπληρώνονταν με διορισμό από το Υπουργείο Γεωργίας ή μετά από Εκλογή από το Διδακτικό Συμβούλιο, που έπαιρνε την απόφαση κατά πλειοψηφία.
Το Βοηθητικό Προσωπικό αποτελείτο, από τους Επιμελητές - Βοηθούς - Παρασκευαστές. Ο αριθμός των πρώτων εισακτέων του έτους 1919-20 ήταν 16, του έτους 1920-21, 53 και το 1921-22, 49. Οι πρώτοι 5 φοιτητές αποφοίτησαν το έτος 1922 - 23.
Τα πρώτα χρόνια ήταν πραγματικά δύσκολα καθώς υπήρχαν βασικές ελλείψεις που αναφέρονταν σε ζητήματα χώρων (το κτίριο Χασεκή π.χ. χρησιμοποιείτο για την κατοικία του Δ/ντη του Κεντρικού Γεωπονικού Χημείου Αθηνών ), έλλειψη πόρων (καθώς η επιχορήγηση από το Υπουργείο ήταν πενιχρή), έλλειψη προσωπικού καθώς και έλλειψη μέσων, μηχανημάτων, ζώων, σπόρων. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ιστορική συγκυρία (μικρασιατική εκστρατεία, επιστράτευση φοιτητών κ.λ.π.) δίνουν το στίγμα της πραγματικής κατάστασης που απαιτούσε θυσίες εκ μέρους όλων.
Το Προσωπικό της Σχολής κατά την περίοδο της καταργήσεως αυτής (1936-1937) αποτελούνταν από: 19 Καθηγητές ( εκ των οποίων οι 16 επί επιμισθίω), 1 Καθηγητή ξένων γλωσσών, 6 Επιμελητές, 5 Διοικητικούς υπαλλήλους (Γραμματέα, Λογιστή, δακτυλογράφο, γραφέα, Αρχικλητήρα) και 6 κλητήρες. Συνεπώς μόλις 37 διορισμένοι επί συνόλω 82 που προέβλεπε ο αρχικός νόμος.
Την ίδια περίοδο οι Έδρες των Καθηγητών (επί μισθώ ή επί επιμισθίω ) ήταν οι εξής:
α/α
Ε Δ Ρ Α
1
Γενικής και Ειδικής Γεωργίας
2
Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας και Γαλακτοκομίας
3
Δενδροκομίας και Ελαιοκομίας
4
Γεωργικής Τεχνολογίας
5
Γεωργικής Ζωολογίας και Εντομολογίας
6
Αμπελουργίας
7
Φυσιολογίας φυτών και Φυτοπαθολογίας
8
Εισαγωγής στη Γεωργία και Συγκριτικής Γεωργίας
9
Γεωργικής Οικονομίας και Λογιστικής
10
Σηροτροφίας και Μεταξουργίας
11
Ανατομίας και Φυσιολογίας Αγροτικών ζώων, Υγιεινής και στοιχείων Κτηνιατρικής
12
Γεωργικής Μηχανολογίας
13
Δικαίου και Πολιτικής Οικονομίας
14
Γεωργικής Υδραυλικής, Τοπογραφίας, Οικοδομικής και Οδοποιίας
15*
Μαθηματικών και Στοιχείων Μηχανικής
16*
Φυσικής, Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας
17*
Ορυκτολογίας και Γεωλογίας
18*
Γενικής Χημείας
19*
Βοτανικής
*ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Οι Έδρες αυτές ήταν γενικών μαθημάτων
Παρόλα ταύτα η Σχολή έδωσε το παρόν βοηθώντας στο μεγάλο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής, την στελέχωση των υπηρεσιών του Υπουργείου και της Α.Τ.Ε. καθώς και της υπαίθρου, με καταρτισμένους γεωπόνους που αναμφισβήτητα συνέβαλαν ώστε να υπερδιπλασιαστεί ο συνολικός όγκος της αγροτικής παραγωγής, στη δεκαετία 1928 - 1938.
Το 1926 ιδρύεται το Ειδικό Ταμείο της Σχολής (ν.δ. της 2 Ιουλίου 1926/ ΦΕΚ 221) που αποτελεί ν.π.δ.δ. και το οποίο έδωσε ώθηση σε όλες τις υποθέσεις της και κυρίως στην επίλυση του κτιριακού προβλήματος, στον εξοπλισμό των Εργαστηρίων και την καλύτερη οργάνωση των Αγροκτημάτων. Τα έσοδα του προέρχονταν από την εκμετάλλευση του αγροκτήματος της Σχολής, από την πώληση των προϊόντων που αυτά παρήγαγαν, από τα δίδακτρα των φοιτητών καθώς και την κρατική επιχορήγηση που ήταν πραγματικά πενιχρή και ενδεικτικά κυμαίνονταν από 500.000 ( το 1920) μέχρι 2,950.000 (το 1936 - 37).
Το 1929 (ν.3894/1929) η Σχολή μετονομάζεται από «Ανωτέρα» σε «Ανωτάτη» και το «Σχολικόν έτος» σε «Ακαδημαϊκό». Επίσης η φοίτηση το 1930 αυξάνεται σε τέσσερα (4) χρόνια από τα οποία το τελευταίο εξάμηνο «διατίθεται δια την πρακτικήν εξάσκησιν εις γεωργικά κτήματα ή ιδρύματα».Το 1934 εξάλλου (ν.6263/1934 - ΦΕΚ 282) η Σχολή γίνεται ισότιμη με το Εθνικό Πανεπιστήμιο και τάσσεται μετά από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο.
Παράλληλα την περίοδο αυτή λειτουργούσε στη Σχολή Φροντιστήριο μετεκπαιδεύσεως δημοδιδασκάλων, ενώ από την 1/10/1930 αρχίζει να λειτουργεί και η πρώτη Σχολή Συνεταιριστών προσαρτημένη στην Α.Γ.Σ.Α.(νόμος 4142 του 1929 άρθρ. 69). Η Σχολή αυτή ήταν διετούς φοιτήσεως και η εισαγωγή των σπουδαστών γινόταν με διαγωνισμό. Σκοπός της ήταν η κατάρτιση Εποπτών για τους συνεταιρισμούς που θα υπηρετούσαν στην Εποπτική Υπηρεσία της ΑΤΕ η οποία ιδρύθηκε το 1929 καθώς και η μετεκπαίδευση Εποπτών υπαλλήλων της Α.Τ.Ε. Στη Σχολή αυτή δίδαξαν μεγάλες μορφές της συνεταιριστικής ιδέας όπως ο Θ. Τζωρτζάκης (πρώτος Υφηγητής της Σχολής) αλλά και άλλοι επιφανείς Καθηγητές της Σχολής όπως ο Α. Σίδερις, ο Στ. Παπανδρέου, ο Β Κριμπάς κ.ά..
Παρόλα αυτά από καιρού εις καιρόν, ακούγονταν φήμες περί μεταφοράς της Σχολής ή περί συγχωνεύσεως αυτής ( για λόγους οικονομίας ) με την Ανωτέρα Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, σε μια Σχολή με Έδρα το Πολυτεχνείο.
ΙΙ. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1937 - 1943
Τον Ιούνιο του 1937 όμως με τον Αναγκαστικό Νόμο 835 της Κυβέρνησης Μεταξά, η Σχολή διαλύθηκε και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη. Με τον ίδιο νόμο, σταμάτησε τη λειτουργία της και η Σχολή Συνεταιριστών. Μέχρι εκείνη την περίοδο (1937) σύμφωνα με υπόμνημα της Σχολής στο οποίο γίνεται μια ύστατη προσπάθεια να αποδειχτεί η αναγκαιότητα παραμονής της Σχολής στην πρωτεύουσα, είχαν αποφοιτήσει 346 γεωπόνοι, εκ των οποίων η πλειοψηφία (272 γεωπόνοι ) προέρχονταν από την «Παλαιά Ελλάδα» και τα νησιά, και απ΄ αυτούς οι 127 υπηρετούσαν στο Υπ. Γεωργίας και οι 49 στη Αγροτική Τράπεζα.
Υπουργός Γεωργίας από τον Ιούνιο του 1936 στην Κυβέρνηση Μεταξά, ήταν ο γεωπόνος Γ. Κυριακός (1862 - 1954), απόφοιτος της Σχολής του Montpellier και γνώστης των γεωργικών προβλημάτων. Σε δηλώσεις του στον Τύπο της Εποχής (εφημερίδες «Βήμα» και «Καθημερινή»), καταβάλλεται η προσπάθεια να δικαιολογηθεί η ενέργεια αυτή με το αιτιολογικό της εξοικονόμησης πόρων για την ίδρυση Κτηνιατρικής Σχολής και τη χρησιμοποίηση των χώρων για την κατασκευή μεγάρου του Υπουργείου Γεωργίας (δικαιολογίες που αποδείχτηκαν βέβαια σαθρές, αφού τίποτε από αυτά δεν επιτεύχθηκε στα επόμενα χρόνια).
Οι Καθηγητές που επιθυμούσαν, μπορούσαν να συνεχίσουν το έργο τους στην καινούργια έδρα της Σχολής στη Θεσσαλονίκη. Και αυτό έπραξαν οι περισσότεροι από αυτούς, τονώνοντας με αυτό τον τρόπο τη νεοσύστατη Γεωπονοδασολογική Σχολή, που ιδρύθηκε ως ανεξάρτητη Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τον ίδιο χρόνο. Πολλοί εξάλλου από αυτούς (όπως π.χ. ο Ν. Ρουσσόπουλος και ο Ν. Κρητικός) έλαβαν ενεργό μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών.
ΙΙΙ. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1943 - 1952
Το 1943 με το Νόμο 672 της κατοχικής Κυβερνήσεως και χάρη στις προσπάθειες των Καθηγητών της Σχολής και την προθυμία του τότε Υφυπουργού Γεωργίας και Βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος Γ. Παμπούκα (μετέπειτα Καθηγητή της Έδρας Γεωργικής και Συνεταιριστικής Νομοθεσίας και Αγροτικής Πολιτικής), επανέρχεται η Σχολή στην παλιά της έδρα, στην Αθήνα.
Πρώτος Πρύτανης της νέας αυτής περιόδου, εκλέγεται ο Πότης Κουτσομητόπουλος (1943 - 1945). Ο νόμος αυτός προέβλεπε ακόμη την αυτοδίκαιη επαναφορά του προσωπικού της Σχολής, στις θέσεις που κατείχαν πριν την διάλυσή της. Με αυτό τον τρόπο επανήλθαν και οι περισσότεροι από τους Καθηγητές και άρχισε να λειτουργεί και πάλι κανονικά. Με σημαντικές ελλείψεις βέβαια αφού τα κτίρια στο διάστημα του πολέμου είχαν μετατραπεί σε κατάλυμα των Γερμανών και άλλων, ενώ ταυτόχρονα είχαν επέλθει ανυπολόγιστες καταστροφές εξαιτίας των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 1944. Ακόμη τα διάφορα επιστημονικά όργανα και ο εξοπλισμός, είτε μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη (απ΄ όπου θα επιστρέψουν αποσπασματικά, μόλις το 1947) είτε παρέμειναν στα Κτίρια και είχαν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό. Η ένδεια αυτή φαίνεται και από έγγραφο που ζητείται από τον Καθηγητή της Σχολής Κ. Ισαακίδη να ασκεί τους φοιτητές στο Εργαστήριο του σπιτιού του, μέχρι να τακτοποιηθεί το Εργαστήριο της Σχολής.
Από το 1943 εξάλλου η θητεία του Διευθυντή και του Υποδιευθυντή μειώνεται από πέντε (5) σε ένα ( 1) χρόνο, ενώ από το 1945 ο Διευθυντής μετονομάζεται σε Πρύτανη και ο Υποδιευθυντής σε Αντιπρύτανη και το Διδακτικό Συμβούλιο, σε Συνέλευση των Καθηγητών. Η εκλογή του Αντιπρύτανη ( που είναι ο Πρύτανης του επομένου έτους), γίνεται το μήνα Μάιο.
Η νέα περίοδος σφραγίστηκε από τη δημιουργία του νέου Κεντρικού Κτιρίου που θεμελιώθηκε το 1948 και ολοκληρώθηκε, σε πρώτη φάση, το 1952 (τα εγκαίνια έγιναν στις 15/4/1954), χάρη στην Αμερικανική Βοήθεια και με χρήματα του σχεδίου Μάρσαλ. Η βοήθεια αυτή περιλάμβανε και εφοδιασμό με τα απαραίτητα επιστημονικά όργανα, συγγράμματα, εξοπλισμό των Εργαστηρίων, ζώα κ.λ.π. Το 1950 εξάλλου τελείωσε και η κατασκευή της παλιάς πτέρυγας του Εργαστηρίου Γαλακτοκομίας που είχε αρχίσει από το 1947. Αργότερα 4 νέες πτέρυγες προστέθηκαν στο Εργαστήριο αυτό.
Ταυτόχρονα η Σχολή, εκτός από τις εγκαταστάσεις της στο Βοτανικό που εκτείνονται πια σε έκταση 240 περ. στρ., αποκτά σημαντικά αγροκτήματα στην Κωπαίδα (1.000 περ. στρ.), στη Γιαλού Σπάτων (430 περ. στρ.) και στη Σκάλα Ωρωπού (30 περ. στρ.), απαραίτητα για τη διδασκαλία, την πρακτική άσκηση των φοιτητών και την έρευνα.
Η φοίτηση έγινε πενταετής από το 1947 και οι φοιτητές εισάγονταν κατόπιν εισιτηρίου διαγωνισμού και για περιορισμένο αριθμό (που εισηγούνταν η Σχολή και επικυρώνονταν από το Υπουργείο). Από το ακαδημαϊκό έτος 1948-49 εξάλλου, κατά το πέμπτο έτος παρακολουθούσαν μαθήματα Ειδικότητας στα τμήματα: Δενδροκομίας και Ελαιουργίας, Γεωργίας, Ζωοτεχνίας, Αμπελουργίας και Οινολογίας, Φυτοπαθολογίας και Εντομολογίας.
Ακόμη από το 1949 αρχίζει η Σχολή να απονέμει και Διδακτορικά διπλώματα ( πρώτος Διδάκτορας της Σχολής ήταν ο Ο. Νταβίδης (1916 - 1989).
Την ίδια εποχή μετακαλούνται να διδάξουν Καθηγητές από την Αμερική όπως είναι οι Kαθηγητές Αγροτικής Κοινωνιολογίας William Tudor και Howard Beers, ενώ ταυτόχρονα, από το 1950, λειτουργεί και Τμήμα Αγροτικής Οικιακής Οικονομίας με σκοπό τη μετεκπαίδευση αποφοίτων της Χαροκοπείου Σχολής Οικιακής Οικονομίας για την στήριξη των οικογενειών της υπαίθρου.
Το 1952 η Σχολή έχει πια εδραιωθεί και περιλαμβάνει: 20 Τακτικούς Καθηγητές, 2 Υφηγητές, 9 Επιμελητές, 15 Βοηθούς,4 Παρασκευαστές, 4 Γεωπόνους αποσπασμένους και 250 περίπου φοιτητές. Περιλαμβάνει δε 19 Εργαστήρια και 4 Φροντιστήρια.
ΙV. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1952 - 1967
Από το 1959 (ν.δ. 3973/1959) η Σχολή παύει να υπάγεται στο Υπουργείο Γεωργίας και περνάει στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Παιδείας. Εγκαινιάζεται έτσι μία νέα περίοδος για το Ίδρυμα που είναι από τις πιο γόνιμες και φτάνει μέχρι το 1967. Παράλληλα αυξάνεται και ο αριθμός των φοιτητών: από 289 φοιτητές που ήταν το 1953 - 54, γίνονται 421 το 1962 - 63 και 892 το 1965 - 66! Η αύξηση αυτή δημιουργεί προβλήματα στην εκπαίδευση και κατάρτιση των φοιτητών και δεν είναι άσχετη με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις που θα πάρουν μεγάλη έκταση τα χρόνια αυτά.
Την ίδια περίοδο υιοθετούνται και οι πρώτες διευκολύνσεις προς τους φοιτητές: Ενώ δηλαδή μέχρι το 1964 οι φοιτητές μπορούσαν να επανεξεταστούν ενώπιον Επιτροπής τον Οκτώβριο, αν αποτύχαιναν σε ένα μάθημα το Σεπτέμβριο και εφόσον είχαν συγκεντρώσει μέσο όρο βαθμολογίας 5,5, από εδώ και στο εξής μπορούν να επανεξετάζονται σε δύο μαθήματα τον Οκτώβριο. Στα επόμενα χρόνια ο ελάχιστος μέσος όρος βαθμολογίας θα μειωθεί στο πέντε (5) και ακόμη θα καθιερωθεί η μεταφορά ενός μαθήματος στο επόμενο έτος ( απόφαση Υπουργού Φ.Ε.Κ. 744/1966 τ. Β΄/ βλέπε και Συν. 742/16-12-66) καθώς και η κατοχύρωση μαθημάτων (Φ.Ε.Κ. 690/1967 τ. Β΄).
Το 1963 ιδρύονται (δ. υπ. Αρ. 332/1963) και νέα τμήματα εξειδικεύσεως: το Τμήμα Εγγείων Βελτιώσεων και το Τμήμα Γεωργικής και Συνεταιριστικής Οικονομίας (και επομένως τα Τμήματα Ειδικότητας αυξάνονται από 5 σε 7 μαζί με τα παλιά τμήματα: Δενδροκομίας και Ελαιουργίας, Γεωργίας, Ζωοτεχνίας, Αμπελουργίας και Οινολογίας, Φυτοπαθολογίας και Εντομολογίας).
Κατά το έτος 1964 εξάλλου, γίνεται λόγος και για την ενσωμάτωση της Σχολής σε ένα καινούργιο Πανεπιστήμιο, το λεγόμενο «Αττικό», το οποίο θα περιελάμβανε, εκτός από τη Γεωπονική, την Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, την Πάντειο και την Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή. Το πρόβλημα αυτό καθυστερούσε και τη χρηματοδότηση για την αποπεράτωση του οικοδομικού Προγράμματος και κυρίως της Δυτικής πτέρυγας του Κεντρικού κτιρίου (που θα ολοκληρωθεί το 1965) και της Ανατολικής (που θα ολοκληρωθεί μόλις το 1979). Το πρόβλημα για τη διασφάλιση της αυτονομίας και της αυτοτέλειας της Γεωπονικής Σχολής, εξακολουθούσε να είναι υπαρκτό (το θέμα αυτό θα έρθει πάλι στη επικαιρότητα στις αρχές της δεκαετίας του ΄80).
V. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1967 - 1974
Η περίοδος της δικτατορίας που επέφερε τις γνωστές ανωμαλίες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, συνδέθηκε με γεγονότα όπως το τραγικό συμβάν της αυτοκτονίας του Επιμελητή Θ. Φραγκόπουλου (1917-1969) και με απειλές περί μεταφοράς της Σχολής στην Κρήτη, από τον Σ. Παττακό. Μάλιστα στη 924 / 12-7-1972 Συνεδρία της Συνέλευσης των Καθηγητών, υπάρχει «Υπόμνημα αφορών εις την μελετωμένην μεταφοράν της Σχολής», όπου γίνεται λόγος για την ανάγκη ύπαρξης της Σχολής «εν μέσω Ιδρυμάτων Γεωργικής Ερεύνης» και «εγγύς μεγάλων Επιστημονικών Κέντρων» όπως είναι το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, ο Δημόκριτος, οι μεγάλες Βιβλιοθήκες για τη μελέτη καθώς και τα Ινστιτούτα και οι σταθμοί του Υπουργείου Γεωργίας.
Στη δραματική αυτή έκκληση δεν παραλείπεται να αναφερθεί ακόμη μια φορά η σημασία που έχει για την εκπαίδευση των φοιτητών η ύπαρξη της Σχολής στην Αθήνα, αφού το σύνολο των φοιτητών ( 86,82 %) προέρχονται από την υπόλοιπη Ελλάδα και μόνο ένα 13,18% από τη Κρήτη (σύμφωνα με την καταμέτρηση των εισακτέων του έτους 1971 - 72). Αλλά και αυτή η ενέργεια δεν είχε συνέχεια.
Από το 1972 εξάλλου καθιερώνεται βασικός ενιαίος κορμός εκπαίδευσης για τα τρία πρώτα έτη που είναι αφιερωμένος στη βασική εκπαίδευση και τα δύο τελευταία έτη σε εξειδίκευση σε έναν από τους γεωπονικούς κλάδους:
n Φυτοτεχνίας
n Ζωοτεχνίας
n Γεωργικής Οικονομίας
n Γεωργικών Βιομηχανιών
n Εγγείων βελτιώσεων και Γεωργικής Μηχανικής.
Οι κλάδοι αυτοί διαμορφώθηκαν σ΄ αυτή την τελική τους μορφή (μετά από πολλές συζητήσεις και μεταβατικά στάδια) από το Ακαδημαϊκό έτος 1978/79.
Την περίοδο αυτή (1970-71) υπηρετούν στην Σχολή: 23 Καθηγητές, 5 Υφηγητές,53 Επιμελητές,103 Βοηθοί,47 Παρασκευαστές, ενώ ο αριθμός των φοιτητών ανέρχεται στους 1200 περίπου. Την ίδια περίοδο εξάλλου εισάγεται για πρώτη φορά και ο θεσμός του Επικουρικού Καθηγητή.
Από το 1967/68, αρχίζει η δωρεάν διανομή των συγγραμμάτων στους φοιτητές, ενώ από το 1968/69 αρχίζει η χορήγηση ατόκων φοιτητικών δανείων.
VI. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1975 μέχρι σήμερα
Μετά την ταραγμένη αυτή εποχή, η Σχολή προσπαθεί να βρει το δρόμο της με όλες τις αλλαγές που έχουν στο μεταξύ συντελεστεί (αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, συμμετοχή φοιτητών στα συλλογικά όργανα και αλλαγές στη δομή και λειτουργία της Σχολής).Την ίδια περίοδο ολοκληρώνεται το οικοδομικό πρόγραμμα (το Ινστιτούτο Κτηνοτροφίας - Κτίριο Π. Καλαϊσάκη, η Φοιτητική Εστία, το κτίριο των Αμφιθεάτρων, το κτίριο των Εργαστηρίων, το κτίριο των Εγγείων Βελτιώσεων και τέλος μόλις πρόσφατα, το νέο κτίριο της Βιβλιοθήκης), που θα δώσει στη Σχολή την άνεση των απαραίτητων χώρων για την εκπαίδευση και την άσκηση των φοιτητών.
Το 1982 εξάλλου ο Νόμος Πλαίσιο 1268, αλλάζει το καθεστώς Διοίκησης των Α.Ε.Ι. Οι συζητήσεις και οι νέες εξελίξεις, οδήγησαν το 1985/86 στο χωρισμό σε δύο Τμήματα (Γεωργικής Παραγωγής και Γεωργικής Ανάπτυξης). Προς το τέλος δε της δεκαετίας του ΄80 γίνεται η μετονομασία της Σχολής σε Γεωργικό Πανεπιστήμιο (Π.Δ. 377/1989) και ο χωρισμός της σε 7 Τμήματα (Φυτικής Παραγωγής, Ζωικής Παραγωγής, Γεωργικής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας, Γεωργικής Οικονομίας, Γεωργικών Βιομηχανιών, Εγγείων Βελτιώσεων και Γεωργικής Μηχανικής και Γενικό Τμήμα). Με το Π.Δ. 226/1995 εξάλλου, το Γεωργικό Πανεπιστήμιο μετονομάζεται σε Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σήμερα το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, περιλαμβάνει τα εξής 7 Τμήματα: Φυτικής Παραγωγής, Ζωικής Παραγωγής, Γεωπονικής Βιοτεχνολογίας (μετονομασία του Τμήματος Γεωργικής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας), Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης (μετονομασία του Τμήματος Γεωργικής Οικονομίας), Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων (μετονομασία του Τμήματος Γεωργικών Βιομηχανιών), Αξιοποίησης Φυσικών Πόρων και Γεωργικής Μηχανικής (μετονομασία του Τμήματος Εγγείων Βελτιώσεων και Γεωργικής Μηχανικής) και το Γενικό Τμήμα.
Τα Τμήματα αυτά περιλαμβάνουν συνολικά 41 Εργαστήρια /Φροντιστήρια, ενώ η δύναμη του Προσωπικού, ανέρχεται συνολικά σε 362 άτομα, από τα οποία 145 είναι μέλη Δ.Ε.Π. (Διδακτικό Επιστημονικό Προσωπικό) διαφόρων βαθμίδων και 217 επικουρικό επιστημονικό και διοικητικό Προσωπικό. Συγκεκριμένα διαθέτει: 7 Βοηθούς, 10 Επιστημονικούς Συνεργάτες, 5 Ε.Ε.Π (Επιστημονικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό), 38 Ε.Δ.Τ.Π. (Ειδικό Διοικητικό Τεχνικό Προσωπικό), 105 υπαλλήλους μόνιμο Διοικητικό Προσωπικό και 52 υπαλλήλους με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Καταλήγοντας πρέπει να αναφέρουμε ότι το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπως διαφαίνεται και από την σύντομη αυτή αναδρομή στα σημαντικότερα σημεία της Ιστορίας του, προσέφερε και εξακολουθεί να προσφέρει τα μέγιστα στη γεωπονική εκπαίδευση και στη γεωργία της Ελλάδας. Έχοντας βαθιά επίγνωση της αποστολής του, προσδοκά να καταστήσει την εκπαίδευση και τη γεωργία, σημαντικό μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και ν΄ αποτελέσει το μέτρο σύγκρισης και προσφοράς για τις επερχόμενες γενιές.
ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
1. ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (επιλογή υλικού και τεκμηρίωση Δημ. Παναγιωτόπουλος, Υπεύθυνος Αρχείου Γ.Π.Α.).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ενδεικτικά):
1. Κ. ΚΡΙΜΠΑ: «Το ιστορικό του Πανεπιστημίου μας. Το Γεωργικό Πανεπιστήμιο - Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών», άρθρο στο περιοδικό «Τριπτόλεμος»,τεύχος 1, Μάιος 1994.
2. Κ. ΚΡΙΜΠΑ: «Θραύσματα Κατόπτρου», Δοκίμια (Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, 1993).
3. Λ. ΚΑΛΛΙΒΡΕΤΑΚΗ: «Η δυναμική του Αγροτικού Εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», (Έκδοση Μ.Ι.Α.Τ., 1990).
4. Κ. ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ: «Το Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», (Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, 1975).
5. Κ. ΤΣΟΥΚΑΛΑ: «Εξάρτηση και Αναπαραγωγή - Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830- 1922)», (Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, 1977).
6. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τόμος ΙΓ΄, (Εκδοτική Αθηνών).
7. Δ.Λ.ΖΩΓΡΑΦΟΥ: «Ιστορία της παρ΄ ημίν γεωργικής εκπαιδεύσεως», (Αθήνα,1936).
8. Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΟΥ: «Χρονικό - Ιστορία της Ανωτάτης μας Εκπαιδεύσεως», (Έκδοση Αμερικανικού Κολλεγίου Αθήνών - Pierce College, 1970).
9. Α. ΣΙΔΕΡΙ: «Η Γεωργική Πολιτική της Ελλάδος κατά την λήξασαν εκατονταετίαν (1833 - 1933)», (Αθήνα, 1935).
10.ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟΥΣ ΕΚΛΙΠΟΝΤΑΣ ΓΕΩΠΟΝΟΥΣ, Γεωπονικός Σύλλογος Μακεδονίας - Θράκης, (Θεσσαλονίκη, 1957).
Πηγη:aua.gr