Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η γεωργία εισήχθη στην Ευρώπη πριν από περίπου 8.500 χρόνια από τα Βαλκάνια και εξαπλώθηκε σταδιακά φθάνοντας στην Κεντρική Ευρώπη πριν από 7.500 χρόνια και έως τη Βρετανία πριν από 6.100 χρόνια περίπου. Αντικείμενο έντονης επιστημονικής διαμάχης, εδώ και 100 χρόνια, αποτελεί το κατά πόσο η μεταφορά της γεωργίας έγινε μέσω φυσικής μετανάστευσης των γεωργών που έφεραν μαζί τους τις αγροτικές γνώσεις τους ή αν «μετανάστευσαν» μόνο οι γνώσεις τους μέσω της διαδικασίας της πολιτισμικής διάχυσης στους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, οι οποίοι έως τότε, επί 45.000 χρόνια, ήδη από την τελευταία εποχή των πάγων, κατοικούσαν αποκλειστικά την Ευρώπη.
Η παλαιότερη αρχαιολογική έρευνα έχει φέρει στο φως αγροτικές κοινότητες τόσο την Ελλάδα όσο και στη ΒΔ Μικρά Ασία, οι οποίες χρονολογούνται στο 6.000 - 6.500 π.Χ., ενώ έχουν εντοπισθεί ίχνη ανταλλαγών ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου ήδη από την Μεσολιθική εποχή. Το DNA από την Ελλάδα και την Ανατολία συνεισέφερε σε όλους τους σημερινούς ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και εμφανίζει γενετικές ομοιότητες με τους σύγχρονους Μεσογειακούς πληθυσμούς. Οι μετανάστες έφεραν μαζί τους φυτά προς καλλιέργεια, εξημερωμένα ζώα και την αντίστοιχη «τεχνογνωσία», που χαρακτηρίζει έκτοτε τη ζωή των γεωργών-κτηνοτρόφων. Οι μετανάστες αγρότες και οι ντόπιοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες «αρχικά αντάλλαξαν κυρίως γνώσεις, αλλά σπάνια συζύγους. Μετά όμως το πέρασμα αιώνων, ο αριθμός των επιμειξιών αυξήθηκε». «Οι Αιγαιακοί νεολιθικοί πληθυσμοί μπορούν να θεωρηθούν η ρίζα όλων των πρώιμων Ευρωπαίων γεωργών».
Από την 5η χιλιετία π.Χ. η βάση της διατροφής ήταν όσπρια, δημητριακά, ελαιόλαδο, ενώ κυνηγούσαν αγριοκούνελα, λαγούς, πέρδικες και ασβούς. Η περίφημη κρητική διατροφή μοιάζει να ανάγεται σε αρχαιότατο βάθος χρόνου. Δεν έχουμε γραπτά για το τι έτρωγαν -και πολύ περισσότερο για το πώς το έτρωγαν- οι Μινωΐτες, όμως οι αρχαιολόγοι μπορούν με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών να ανασυνθέτουν στοιχεία των τροφών που συνήθιζαν να παρασκευάζουν και να καταναλώνουν. Όπως σημείωσε ο κ. Βασιλάκης, τα κατάλοιπα αυτά είναι δύο κατηγοριών:«Τα άμεσα κατάλοιπα (σπόροι, καρποί, ιζήματα, φύλλα φυτών, απολιθώματα και κόκαλα ζώων) που βρίσκονται στις ανασκαφές. Τα σκεύη και άλλα τεχνικά κατάλοιπα που χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή και την κατανάλωση της τροφής: παραστιές και φούρνους, καζάνια χάλκινα και πήλινα, πήλινες χύτρες και τηγάνια, πήλινα χωνιά, κουτάλες και τρίφτες, μυλόπετρες και τριβεία, γουδιά και πέτρινες λεκάνες, και μία ποικιλία πήλινων σκευών σερβιρίσματος».
Κύρια τροφή τους ήταν τα δημητριακά και τα όσπρια, από τα οποία έχουν ταυτιστεί αρκετές ποικιλίες. Δημητριακά: σιτάρι 2 ποικιλίες, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη. Παρασκεύαζαν ψωμί, ένα είδος πίτες, παξιμάδι, ενώ τα χρησιμοποιούσαν και στο μαγείρεμα διαφόρων φαγητών. Όσπρια: έχουν αναγνωριστεί τα είδη: κουκιά, λαθούρι (φάβα), ρόβι, φασόλια, ρεβίθια, βίκος. Λαχανικά όπως σέλινο, άγρια κρεμμύδια κ.ά. Άλλες φυτικές τροφές ήταν τα διάφορα φρούτα: άγρια αχλάδια και σύκα (που ξέραιναν,) σταφύλια, και ξηροί καρποί, όπως τα αμύγδαλα. Από τις υγρές τροφές ο κ. Βασιλάκης ανέφερε το ελαιόλαδο, «που ήταν πάντοτε η βάση της διατροφής τουλάχιστον από την 5η χιλιετία π.Χ., ενώ υπήρχαν και άλλα φυτικά έλαια. Χρησιμοποιούσαν και το ζωικό λίπος στη μαγειρική». Το κρασί ήταν, επίσης, γνωστό εδώ και 7 χιλιάδες χρόνια στην Κρήτη. «Μάλιστα έχει διαπιστωθεί ότι συντηρούσαν το κρασί, αναμειγνύοντάς το με ρετσίνι πεύκου, ενώ φαίνεται ότι έφτιαχναν και μπίρα». Και βέβαια, υπήρχε το γάλα των γαλακτοφόρων ζώων, από το οποίο έφτιαχναν και ένα είδος λευκό τυρί. Από τη ζωική παραγωγή έτρωγαν όλα τα ζώα που γνώριζαν, είτε άγρια είτε εξημερωμένα. Λαγός, αγριοκούνελο, αίγαγροι, κόκκινο ελάφι πλατόνι, γουρούνια, αγριογούρουνα, άγρια βοοειδή και ασβοί ήταν αυτά που κυνηγούσαν.
Ακόμη διάφορα άγρια πουλερικά (πέρδικες, νηκτικά πτηνάκ.ά.). Για την τροφή ζωικής προέλευσης, «πρέπει να πούμε ότι αντίθετα με όσα πίστευαν οι ερευνητές παλιότερα, σήμερα πιστεύουμε ότι το κρέας το έτρωγαν αρκετά συχνά, είτε απλά ψημένο μόνο, οπτό ή ψητό, ή βραστό, είτε μαγειρεμένο με όσπρια, λαχανικά και λάδι.» Για ευνόητους λόγους τα ζώα σφάζονταν μεγάλα στην ηλικία, 6 χρονών και πάνω, και μόνο κάποια αδύναμα τα έσφαζαν σε μικρότερη ηλικία. Τη διατροφή συμπλήρωναν σε ικανοποιητικό ποσοστό τα ψάρια και τα θαλασσινά, από τα οποία έχουν αναγνωριστεί είδη όπως πεταλίδες, πορφύρες, δίθυρα τρίτωνες κ.ά.
Οι Έλληνες είναι οι πρώτοι συγγραφείς που έγραψαν περί φυτών γεωργικά βιβλία και κατόπιν οι Ρωμαίοι. Από τους πρώτους Έλληνες είναι ο Δημόκριτος 5ο αιώνα π.Χ., ο Ξενοφών και ο Θεόφραστος ένα αιώνα αργότερα.
Από τους Ρωμαίους συγγραφείς που τα βιβλία τους υπάρχουν ακόμα είναι ο Cato (234-149 π.Χ.), ο Varro (116-17 π.Χ.), ο Virgil (70-19 π.Χ.), ο Pliny (23-79 μ.Χ.), ο Columella (1ο αιώνα μ.Χ.), και ο Palladius (4ο αιώνα μ.Χ.). Υπήρχαν και άλλοι αλλά δυστυχώς τα γραπτά τους δεν έχουν σωθεί, αλλά αναφέρονται από άλλους σύγχρονους συγγραφείς ή στο βιβλίο Γεωπονικά. Αυτό το βιβλίο είναι μια συλλογή από γραπτά με γεωργικές εργασίες που συλλέχτηκαν τον 6ο με 7ο αιώνα μ.Χ. από τον Κασσιανό Βάσσο (Cassianus Bassus). Δεν ξέρουμε πολλά για τους αυθεντικούς συγγραφείς των ενοτήτων του βιβλίου αλλά ότι πολύ έζησαν από τον 2ο π.Χ. έως τον 2ο μ.Χ. αιώνα.
Αναφορές στο πως εμφανιζόταν να είναι οι ασθένειες των φυτών υπάρχουν στο Ξενοφώντα και στο Θεόφραστο. Τις περιέγραφαν και τις ονόμαζαν ξήρανση, μυκητίαση, σκουριά και σάπισμα.
Γνώριζαν ότι η σκωρίαση στα αμπέλια και στα δημητριακά συνέβαινε πιο συχνά σε περιοχές υγρές και χωρίς ανέμους και ανάφεραν ότι η ομίχλη και η υγρασία ήταν υπεύθυνη για τις μυκητιάσεις στα αμπέλια.
Ενάντια σε αυτό που περιέγραψαν σαν μυκητιάσεις χρησιμοποιούσαν δύο τρόπους:
Ο πρώτος ήταν για πρόληψη και αφορούσε την επεξεργασία των σπόρων πριν την σπορά, ενώ η θεραπεία για την ξήρανση και τις μυκητιάσεις στα δέντρα και στις καλλιέργειες γινόταν με διάφορους καπνούς. Η επεξεργασία των σπόρων με διάφορα ζωικά, φυτικά και ορυκτά προϊόντα χρησιμοποιούνταν ευρέως και θεωρούνταν χρήσιμα και για την καταπολέμηση των βλαβερών εντόμων και ζώων.
Συνιστούσαν τον εμποτισμό των σπόρων σε λιόζουμο και φυσική σόδα για περισσότερη παραγωγή αλλά και προστασία των σπόρων στο στάδιο του φυτρώματος από τα σκαθάρια. Ακόμα ανακάτευαν τους σπόρους με στάχτη ή παλαιωμένη κοπριά πριν την σπορά.
Η γενική χρήση του καπνού σαν προφυλακτικό από την μυκητίαση και την καπνιά είναι καταγεγραμμένη σε πολλούς.
Η βασική διαδικασία ήταν να κάψουν υλικά όπως άχυρο, θάμνους, χόρτα, καβούρια, ψάρια, κοπριά, κέρατο βοδιού ή άλλου ζώου σε μία προσήνεμη μεριά ώστε ο καπνός να διασκορπιστεί σε όλο το δεντρόκηπο ή χωράφι. Υπήρχε η αντίληψη ότι τέτοιος καπνός εξαφάνιζε την μυκητίαση και την καπνιά. Ο συγκεκριμένος καπνός από αυτά τα καιγόμενα υλικά είναι πολύ έντονος και δύσοσμος. Οι κοπανισμένες ρίζες και τα φύλλα από την άγριο αγγουριά εμποτισμένα σε νερό ψεκάζονταν στα κλήματα για τον έλεγχο των μυκητιάσεων και των εντόμων.
Το ίδιο αποτέλεσμα φαίνεται ότι είχε η στάχτη από συκιά ή βελανιδιά όταν εμποτιζόταν σε νερό και ψεκαζόταν στις καλλιέργειες. Μια άλλη θεραπεία για την καπνιά ήταν το ψέκασμα των φυτών με λιόζουμο.
Ένα μίγμα από στάχτες και σανδαράκη (θειούχο ορυκτό του αρσενικού, αναφέρεται και ως «αρσενολίτης») sandarach (Tetraclinis articulate) όταν εφαρμοζόταν στα αμπέλια λεγόταν ότι ήταν δραστικό ενάντια στη μυκητώδη αρρώστια της σήψης και του σαπίσματος.
Εκχύλισμα από πικρό λούπινο ή πικραγγουριά χρησιμοποιούταν ευρέως εναντίον διάφορων βλαβερών εντόμων. Άλλα φυτά που αναφέρονται με εντομοκτόνες ή εντομοαπωθητικές ιδιότητες είναι η αψιθιά, ο νάρθηξ ο απόζων, ο σαμπούκος, το σκόρδο, το ηλιοτρόπιο, ο ελλέβορος, ο κισσός, η σκίλλα, η κασσία, η βαγιά, ο κέδρος, το κίτρο, η συκιά, η βελανιδιά και η ροδιά.
Το λάδι χρησιμοποιούταν για να ψεκάζεται στα κλήματα και στα άλλα φρούτα για να διώχνει τα έντομα μακριά. Για τα ασφαλίσουν από τα έντομα πρόσθεταν μέσα στο λάδι κισσό, κίτρο, λούπινα και άλλα ζωικά ή φυτικά προϊόντα, πριν την εφαρμογή.
Ορυκτή πίσσα ζεσταμένη με λάδι ή λιόζουμο και θειάφι χρησιμοποιούταν σαν κόλλα, στους κορμούς και στα στελέχη των κλημάτων ή των δέντρων έτσι ώστε τα μυρμήγκια οι κάμπιες και τα βλαβερά έντομα να μην μπορούν να σκαρφαλώσουν σε αυτά. Η ίδια διαδικασία γινότανε με κατράμι και κοκκινόχωμα. Το θειάφι όταν αναμειγνυόταν με λάδι ή ρίγανη το χρησιμοποιούσαν εναντίων σκαθαριών και μυρμηγκιών.
Για τις μύγες και άλλα έντομα χρησιμοποιούσαν συχνά δηλητηριασμένα δολώματα. Οι μύγες σκοτώνονταν με έγχυμα από δάφνη και μαύρο ελλέβορο σε γάλα ή γλυκό κρασί. Μια μέθοδος προστασίας των νέων δέντρων από τα σκουλήκια ήταν να φυτεύουν σκυλλοκρέμμυδα κάτω από αυτό.
Άλλη μέθοδος προστασίας των νέο φυτεμένων δέντρων ήταν να αλείψουν τις ρίζες τους με χολή βοδιού πριν τα φυτέψουν. Για προστασία των σπόρων από τα ποντίκια, ο σπόρος πασπαλιζόταν με στάχτες από νυφίτσα ή γάτα, και ψεκαζόταν με χολή βοδιού πριν την σπορά για προστασία από τα ζωύφια. Μικρά έντομα και ζωύφια κρατιόνταν μακριά με τακτικό ψεκασμό στα φυτά με νερό, στο οποίο είχαν σαπίσει καβούρια.
Οι καπνοί από τον κισσό θεωρούταν ότι έδιωχνε τις νυχτερίδες, ενώ οι καπνοί από ρίγανη, σπόρο μαϊντανού και καλύκανθου, χρησιμοποιούνταν για να διώξουν τα ποντίκια. Για τα φίδια έκαιγαν κέδρο, γάλβανο και κέρατο ελαφιού, ενώ για να διώχνουν τους σκορπιούς έκαιγαν σκορπιούς ή σανδαράκη. Άλλη μια μορφή προστασίας ήταν και η συγκαλλιέργεια.Παρατήρησαν ότι το ραπανάκι μπορούσε να προστατευτεί από τις αράχνες αν σπερνόταν βίκος μαζί του. Το φύτεμα πικρού βίκου μαζί με γογγύλια και αρακά ανάμεσα στα λάχανα, θεωρούταν προστατευτικό ενάντια στην ζημιά από κάμπιες.
Το θέμα της λίπανσης απασχόλησε τον ασχολούμενο με τη γεωργία άνθρωπο από των αρχαιοτάτων χρόνων, οπωσδήποτε πριν ακόμη και από την εποχή του Ομήρου. Ο άνθρωπος έγκαιρα κατάλαβε ότι η συνεχής καλλιέργεια φυτών, εξαντλεί τα εδάφη και τα καθιστά άγονα. Επειδή στην αρχαία Ελλάδα εφαρμοζόταν η μονοκαλλιέργεια, η εξάντληση των εδαφών και ιδίως ορισμένων θρεπτικών στοιχείων από αυτά, ήταν πιο γρήγορη από το αν εφαρμοζόταν η εναλλαγή καλλιεργειών, η γνωστή αμειψισπορά. Η αμειψισπορά εμφανίζεται κατά τη Ρωμαϊκή εποχή και αναφέρεται από τον μεν Βιργίλιο ως «mutato sidere» και από τον Πλίνιο ως «Ordo».
Οι αρχαίοι Έλληνες συνέλαβαν πολύ νωρίς τη σημασία της κόπρου των ζώων για την αναβάθμιση των εδαφών και τον εφοδιασμό των φυτών με τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία. Το κόπρισμα εθεωρείτο από τις σπουδαιότερες εργασίες του γεωργικού επαγγέλματος.
Ο Λάκων με την αγγελία της ειρήνης, σκέπτεται αμέσως να μεταφέρει την κόπρον είς τους αγρούς του («εγώ δε κοπραγωγήν γα πρώ ναί τώ σιώ»: εγώ το πρωί μεταφέρω την κοπριά στο χωράφι, μα τους δύο θεούς).
Ο Ξενοφών για το θέμα αυτό γράφει: («ούδ ότι ηγνόησε τις ως αγαθόν έστι τη γή κόπρον μειγνύναι»: ούτε ότι αγνόησε κάποιος πόσο καλό είναι για τη γη να αναμειγνύεται με κοπριά).
Ο Πλίνιος αναφέρεται στην παράδοση των σταύλων του Αυγείου, οι οποίοι καθαρίστηκαν από τον Ηρακλή και θεωρεί το γεγονός αυτό ως κόπρισμα των αγρών και φυσικά την χρησιμοποίηση για πρώτη φορά της κόπρου ως λιπάσματος.
Ο Θεόφραστος αναφέρεται στην επενέργεια της κόπρου επί της πρωϊμότητας των φυτών («….και η κόπρος δε μεγάλα βοηθεί τω διαθερμαίνειν και συμπέττειν, προτρέχει γαρ τα κοπριζόμενα των ακόπρων και είκοσι ημέρας»: και η κοπριά βοηθά σε μεγάλο βαθμό στο να θερμαίνει και να κάνει το έδαφος ελαφρότερο, γιατί τα εδάφη στα οποία προστίθεται κοπριά πρωιμίζουν την παραγωγή ακόμη και κατά είκοσι ημέρες σε σχέση με αυτά στα οποία δεν χρησιμοποιείται).
Ο Θεόφραστος ταξινομεί ως εξής τα διάφορα είδη της κόπρου.
Από τις ζωϊκές κόπρους πρώτη θεωρεί την υείαν (χοίρων), δεύτερη της αιγός, τρίτη του προβάτου, τέταρτη των βοειδών (το βόλιτον ή ο βόλιτος), πέμπτη των λοφούρων (λόφουρα είναι τα ζώα που έχουν φουντωτή ουρά όπως ο ίππος, ο όνος και ο ημίονος). Τέλος, η συρματίτις (η μεμιγμένη μετά συρμάτων, δηλαδή με σκουπίδια), εθεωρείτο η ασθενέστερη και ως εκ τούτου η χειρότερη.
Άλλοι δε συγγραφείς, όπως ο Varro και ο Columella δεν ακολουθούν την κατάταξη του Θεοφράστου. Ο Θεόφραστος πιστεύει ότι κάθε είδος κόπρου δεν είναι κατάλληλη για όλα τα είδη της γης και για όλες τις καλλιέργειες. Κόπρος δυνατή, (πλούσια σε άζωτο) δεν εθεωρείτο κατάλληλη για σιτηρά, γιατί προκαλούσε το πλάγιασμά των. Η κόπρος των χοίρων, κατά το Θεόφραστο, πιο δυνατή από όλες, είχε τη δύναμη να μεταβάλει τη φύση των προϊόντων. Έτσι καθιστούσε γλυκά τα ξινά ρόδια. Γενικά δε, η δριμυτάτη κόπρος «ουδέ τοις δένδροις αρμόττει ».
Άλλα φυσικά λιπάσματα
Εκτός από την κόπρο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν και άλλα φυσικά λιπάσματα. Έτσι αναμίγνυαν την ιλύ με τέλματα και άγρια χόρτα που προέρχονταν από τα σκαλίσματα. Τα σκουπίδια και τα απορρίμματα των βυρσοδεψείων χρησιμοποιούνταν ιδίως για τα καρποφόρα δένδρα. Τα χλωρά λιπάσματα, ήτοι χόρτα των αγρών τα οποία θάβονταν με τα εαρινά κυρίως οργώματα. Πρέπει να σημειωθεί ότι προς διαφύλαξη της γονιμότητας των καλλιεργούμενων εδαφών και εξασφάλιση μιας κάποιας αειφορίας, οι αρχαίοι Έλληνες απαγόρευαν τη βόσκηση ζώων εντός των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Η απαγόρευση ίσχυε ακόμη και για τα χωράφια που βρίσκονταν σε αγρανάπαυση.
Στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, έσπερναν το φθινόπωρο κουκκιά, ίσως και άλλα ψυχανθή, τα οποία παράχωναν με το όργωμα όταν αυτά βρίσκονταν στην άνθηση («’…ο δε κύαμος ώσπερ ελέχθη και άλλως ού βαρύ και έτι κοπρίζειν δοκεί την γήν δια μανότητα και ευσηψίαν, διό και οι περί Μακεδονίαν και Θετταλίαν όταν ανθώσιν ανατρέπουσι τας αρούρας»: τα κουκιά όπως ακριβώς ειπώθηκε και διαφορετικά φαίνεται ότι λιπαίνουν το έδαφος χωρίς να το επιβαρύνουν λόγω του ότι το κάνουν χαλαρότερο και γιατί σαπίζουν εύκολα, γι΄ αυτό και αυτοί που κατοικούν γύρω από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, όταν ανθίζουν τα κουκιά οργώνουν τα χωράφια).
Γνωστή είναι εξάλλου η λαϊκή παροιμία κατά την οποία το έδαφος προτρέπει το αφεντικό του να το λιπάνει με τη φράση: «ή κούπρισέ με ή κούκκισέ με».
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις