Τον Σεπτέμβριο ο λαός τον ονομάζει και τρυγητή. Και αυτό γιατί από τους αρχαιοτάτους χρόνους η βασικότερη δουλειά του αγρότη κατά τον μήνα αυτόν είναι ο τρύγος (το μάζεμα) των σταφυλιών και η περαιτέρω επεξεργασία τους.
Δυστυχώς, σήμερα σε ελάχιστα χωριά υπάρχει κάποια μορφή τρύγου που κεντρίζει τη φαντασία μας και μας δίνει αφορμή να αναπολήσουμε τον τρύγο που ζήσαμε στα παιδικά μας χρόνια. Το μεγάλο πανηγύρι που γνωρίσαμε κάποτε, το πανηγύρι του τρύγου. Η ερήμωση των περισσοτέρων χωριών έφερε και την εξαφάνιση των αμπελιών. Μόνον με την αναπόληση του παλαιού εκείνου τρύγου, ζούμε νοερά λίγες στιγμές τον τρύγο με όλη τη σημασία.
Μικροί και μεγάλοι γέμιζαν τ’ αμπέλια με χαρούμενες φωνές και ωραία τραγούδια: «Μπαίνω μες τ’ αμπέλι σαν νοικοκυρά, να κι ο νοικοκύρης πόρχεται κοντά... κλπ., κλπ.». Οι ευχές με τους νοικοκυραίους του γειτονικού αμπελιού έδιναν κι έπαιρναν. «Και του χρόνου διπλότερα», «Σε χαρές να τα ξοδέψουμε», «καλό χειμώνα, με υγεία και χαρά και καλή καρδιά» κλπ.
Τα μικρά καλάθια που κρατούσαν μικροί και μεγάλοι τρυγητάδες γέμιζαν γρήγορα και τα άδειαζαν στις μεγάλες καλάθες για να φορτωθούν στα μουλάρια ή τα γαϊδουράκια, τα οποία οδηγούσαν οι μεγαλύτεροι στο σπίτι στο χώρο που βρισκότανε το πατητήρι. Εκεί θα άρχιζε η δεύτερη διαδικασία μετά τον τρύγο.
Η Αγία Γραφή αποδίδει την πρώτη καλλιέργεια της αμπέλου στον Νώε. Στην αρχαία Ελλάδα τοποθετούσαν την παραγωγή σταφυλιών σε βάθος χρόνου μεγάλο, χωρίς ακριβή προσδιορισμό. Άλλωστε δεν ήταν δυνατό να γίνει χωρίς γραπτές μαρτυρίες.
Ο πρώτος που κάνει λόγο για τον τρόπο παραγωγής οίνου είναι ο πατέρας του Διδακτικού Έπους Ησίοδος. Ο Ησίοδος, σύγχρονος σχεδόν του Ομήρου (8ος αιώνας π.Χ.), ανάμεσα στα άλλα έργα του έγραψε και το έπος «Έργα και Ημέραι». Στο έπος αυτό κάνει λόγο για τις διάφορες αγροτικές εργασίες, αλλά, περισσότερο, κάνει λόγο για τις ημέρες, που, από άποψη θρησκευτική, είναι ευνοϊκές για τις διάφορες εργασίες των αγροτών.
Στους στίχους 609-617 γράφει (σε μετάφραση) συμβουλεύοντας τον αδελφό του: «Όταν ανέβουν στα μεσούρανα ο Ωρίωνας και ο Σείριος, κι αντικρύσει η Αυγούλα τον Αρκτούρο (μέσα Σεπτεμβρίου), τότε (είναι) καιρός να τρυγήσεις όλα τα σταφύλια και στο σπίτι να τα φέρεις. Άπλωσέ τα στον ήλιο δέκα μερόνυχτα, μάζεψέ τα πέντε μέρες στη σκιά και την έκτη ημέρα άδειασε στ’ αγγεία τα δώρα του Πολύχαρου Διονύσου».
Ο Παστέρ επιβεβαίωσε τον τρόπο παρασκευής οίνου, όπως τον περιγράφει ο Ησίοδος. Γαλλικά κρασιά παρασκευάζονται με μεθόδους που εφαρμόστηκαν πριν από 2.700 χρόνια. Ο οίνος που περιγράφει ο Ησίοδος, το πρώτο γλυκό κρασί του οποίου έχει διασωθεί ο τρόπος παρασκευής ήταν γέννημα της ημιορεινής Βοιωτίας, της πατρίδας του Ησιόδου.
Πολλοί αρχαίοι Έλληνες ποιητές και συγγραφείς κάνουν λόγο για το κρασί. Ο Όμηρος κάνει λόγο για την ομορφότερη ευχαρίστηση του λαού, όταν οι άνθρωπο απολαμβάνουν το φαγητό και το κρασί. Στην Οδύσσεια (Ι, 5-11) διαβάζουμε μερικούς από τους ωραιότερους στίχους για ένα συμπόσιο: «Πιο χαριτωμένη ζωή εγώ δεν ξέρω και άλλη, παρά μόνον όταν όλος ο λαός τριγύρω αναγαλιάζει και στα παλάτια οι σύδειπνοι (συνδαιτυμόνες) αράδα καθισμένοι ακούνε τον τραγουδιστή, με τα τραπέζια εμπρός τους γεμάτα κρέας και ψωμί και ο κεραστής σαν παίρνει απ’ το κροντήρι το κρασί και χύνει στα ποτήρια. Στον κόσμο λογιάζω πως αυτό είναι το ομορφότερο».
Οι ήρωες του Ομήρου, τόσο οι Αχαιοί όσο και οι Τρώες, έπιναν οίνο μόνον από τους κρατήρες, δηλαδή αγγεία όπου ανακάτευαν τον οίνο με το ύδωρ, κεκραμένο (ανακατεμένο) κρασί με νερό. Κεράννυμι=αναμειγνύω, ανακατεύω. Κατά τις συνεστιάσεις ο οινοχόος ανακάτευε (συνεκεράννυε) τον οίνο με το νερό. Η νέα ελληνική λέξη κρασί προήλθε από αυτό το γεγονός. Κρασί = οίνος κεκραμένος με νερό. Άκρατος οίνος δεν εμφανιζότανε ποτέ στα ποτήρια τους. Σπάνια έπιναν άκρατον οίνον. Όταν έκαναν σπουδές στους θεούς, τότε απαραίτητα χρησιμοποιούσαν άκρατον οίνον.
Στα μεταγενέστερα χρόνια, πολλά φιλολογικά κείμενα αναφέρονται στους λόγους που επέβαλαν την πόση κεκραμένου οίνου, κυρίως στα συμπόσια της κλασικής εποχής. Όταν ο Αχιλλέας έμαθε το σκοτωμό του Πατρόκλου δεν αρκέστηκε να τον κλάψει και να σκεπαστεί με στάχτη, αλλά τον τίμησε, οργανώνοντας αγώνες. Ένας εξαίρετος κρατήρας από ατόφιο ασήμι που όμοιός του δεν υπήρχε στον κόσμο, ήταν το έπαθλο για τον αγώνα δρόμου. Τον είχαν φτιάξει επιδέξιοι τεχνίτες της Σιδώνας και Φοίνικες έμποροι τον πήγαν και τον εξέθεσαν σε διάφορα λιμάνια, μέχρις ότου, αλλάζοντας χέρια πολλά, προσφέρθηκε δώρο στον φίλο του Αχιλλέα Πάτροκλο (Ιλιάδα Ψ, 740 κ.ε.).
Αλλά και στην Οδύσσεια ο Όμηρος παρουσιάζει τον πολυμήχανο Οδυσσέα που εγκλωβίστηκε στη σπηλιά του πολύφημου, να μεθάει τον μονόφθαλμο Κύκλωπα με καλόγευστο και κατάγλυκο κρασί: Τότες εγώ τον Κύκλωπα σιμώνω και του κρένω // με ένα καρδάρι ολόγεμο μαύρο κρασί στα χέρια // «Να πάρε πιες, ω Κύκλωπα που τρώς ανθρώπου κρέας // να ιδείς πιοτό πουφύλαγα κρυμένο στο καράβι // σου τόφερα για τάξιμο, ίσως και δείξεις σπλάχνα // και πίσω στείλει με, μα συ λυσάς και δε χωρταίνεις». /// Είπα κι εκείνος με όρεξη το παίρνει και το πίνει// και τόσο το γλυκάθηκε και δεύτερο γυρεύει//. «Φέρε μου κι άλλο πρόθυμα, πές μου και το όνομά σου, // να σε φιλέψω δώρο εγώ, που να το καμαρώνεις. // Δίνει κι εδώ στους Κύκλωπες η πλούσια γη σταφύλια // ζουμί γεμάτα, που η βροχή του Δία τα ωριμάζει (Οδύσσεια Ι, 347 – 370).
Κατά την Μυθολογία ο θεός Διόνυσος, γιος του Δία και της Σεμέλης, είναι εκείνος που διέδωσε ευρύτατα την καλλιέργεια του αμπελιού και την χρήση του κρασιού. Για το σκοπό αυτό οργάνωσε το εκστρατευτικό του σώμα από γυναίκες (τις Βάκχες: ιδέ την τραγωδία του Ευριπίδη «ΒΑΚΧΑΙ») και από άνδρες (τους Σατύρους). Για όπλα τους χρησιμοποιούσαν δόρατα στα οποία είχαν περιτυλίξει κισσό και αντί για πολεμικές και πολιορκητικές μηχανές είχαν μαζί τους λινάρια, πιθάρια, ασκιά και δοχεία γεμάτα με κρασί.
Στην αρχαία Ελλάδα το κρασί το θεωρούσαν και σαν θεραπευτικό μέσο για ορισμένες παθήσεις του πεπτικού συστήματος.
Ο Ιπποκράτης (πατέρας της ιατρικής) στο «Βιβλίο της Υγείας» αναφέρει λεπτομερώς τη σημασία που έχει η χρήση του. Το ανέρωτο κρασί κρύο, ζεστό ή σε κανονική θερμοκρασία ανάλογα με το κλίμα και το περιβάλλον το θεωρεί σαν διεγερτικό, όχι μόνον για την πέψη, αλλά και για τα νεύρα, την καρδιά και τα νεφρά.
Τον 16ον αιώνα, το κρασί το έδιναν στους ασθενείς, στα νοσοκομεία της Ρώμης. Στις οδηγίες που κυκλοφόρησαν στις 11 Οκτωβρίου 1696 διαβάζει κανείς: «Το κρασί πρέπει προηγουμένως να το δοκιμάζουν οι γιατροί, για να ελέγχουν μήπως το προσωπικό το ενόθευσε προσθέτοντας νερό»…
Ο Παστέρ, ο μεγάλος αυτός Γάλλος μικροβιολόγος, υπήρξε κατηγορηματικός: «Το κρασί είναι το πιο αγνό, και το πιο υγιεινό, από όλα τα ποτά». Ο μεγάλος του αυτός ενθουσιασμός ίσως να προερχότανε από το γεγονός ότι την εποχή εκείνη το κρασί ήταν το μοναδικό ποτό που ήταν αγνό από βακτηριολογική άποψη.
Ανάμεσα σ’ εκείνους που το επαινούν και σ’ εκείνους που κατακρίνουν τη χρήση του κρασιού ο «Αφορισμός» του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου για το κρασί στέκει ο πιο σωστά τοποθετημένος: «Το κρασί, έργο Θεού, η μέθη έργο του Διαβόλου».
Ο γνήσιος και ανόθευτος οίνος ευλογήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό την ώρα του Μυστικού Δείπνου, λέγοντας: «Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου».
πηγη:ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ απο τον proinoslogos.gr
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις