Του Μάξιμου Χαρακόπουλου,
αναπληρωτή υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
Το βαμβάκι αποτελεί για την Ελλάδα ένα προϊόν με παράδοση αλλά και δυναμική. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού βαμβακιού μπορούν να εγγυηθούν ένα ευοίωνο μέλλον για την καλλιέργεια, εφόσον αξιοποιηθούν σωστά και αντιμετωπίσουμε ορισμένες αδυναμίες του κλάδου. Στο ΥπΑΑΤ εργαζόμαστε, σε συνεργασία με τους εμπλεκόμενους φορείς, προκειμένου να αναβαθμίσουμε ποιοτικά το προϊόν αλλά και να πετύχουμε την ουσιαστική σύνδεση της πρωτογενούς παραγωγής με τη μεταποίηση.
Διότι το βαμβάκι είναι ένα εθνικό προϊόν, λόγω της σημασίας του στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, αλλά και ένα προϊόν με έντονα τοπικό χαρακτήρα, καθώς αποτελεί κινητήριο μοχλό για τις οικονομίες μεγάλων περιφερειών της χώρας μας όπως κυρίως η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Θράκη και η Στερεά Ελλάδα. Είναι το προϊόν που δίνει δουλειά σε χιλιάδες εργαζόμενους, οι οποίοι απασχολούνται σε 55.000 γεωργικές εκμεταλλεύσεις και στο μεταποιητικό τομέα, στα εκκοκκιστήρια ακόμη και στη δοκιμαζόμενη ελληνική κλωστοϋφαντουργία.
Η βαμβακοκαλλιέργεια στην Ελλάδα καλύπτει έκταση που κυμαίνεται από 2,5 έως 3 εκατομμύρια στρέμματα με παραγωγή της τάξεως 780.000 έως 900.000 τόνους σύσπορου βαμβακιού, που μεταφράζεται σε 250.000 με 300.000 τόνους εκκοκκισμένου προϊόντος. Το ελληνικό βαμβάκι κόβει επιτυχώς το νήμα των εξαγωγών, καθώς 80% με 85% του εκκοκκισμένου βάμβακος βρίσκει το δρόμο για τις αγορές του εξωτερικού. Χαρακτηριστικό της ανταγωνιστικότητάς του είναι πρώτον, η διάθεση ολόκληρης της παραγωγής στην αγορά και δεύτερον, το θετικό ετήσιο ισοζύγιο συναλλαγών που υπερβαίνει τα 350 - 370 εκατομμύρια ευρώ τα τελευταία χρόνια.
Και όμως, υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω αξιοποίησης της ποιότητας του ελληνικού βαμβακιού. Καταρχάς, οι παραγωγοί μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν τα σημαντικά χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουν χάρη στη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το βαμβάκι, άλλωστε, από την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ έτυχε "προνομιακής" μεταχείρισης. Η ειδική ενίσχυση, επί της παραγωγής πριν το 2006, εξελίχθηκε μετά σε στρεμματική και διατηρείται και στη νέα ΚΑΠ από 01/01/2015. Ενισχύεται, λοιπόν, η προοπτική διατήρησης της βαμβακοκαλλιέργειας στη χώρα μας σε αξιόλογες εκτάσεις. Παρά τη μείωση του συνολικού προϋπολογισμού της χώρας για το βαμβάκι, από 202 σε 187 εκατομμύρια ευρώ, λόγω της "σύγκλισης" μεταξύ κρατών-μελών, η βασική έκταση της χώρας μας παραμένει στα 2.500.000 στρέμματα με μοναδιαίο ποσό ενίσχυσης περίπου 76 ευρώ/στρέμμα.
Με δεδομένο ότι το κόστος της καλλιέργειας του βαμβακιού κατά κανόνα καλύπτεται από την απόδοση της καλλιέργειας μπορεί να θεωρηθεί ότι στον βαμβακοπαραγωγό απομένει καθαρό το ποσό της συνδεδεμένης ενίσχυσης αλλά και το επιπλέον ποσό κοινοτικής ενίσχυσης που λαμβάνει μέσω των ιστορικών του δικαιωμάτων. Μέρος αυτής της ενίσχυσης μπορεί να αξιοποιηθεί για περαιτέρω αναβάθμιση της παραγωγής. Αναβάθμιση που θα διασφαλίσει το μέλλον της βαμβακοπαραγωγής στη Ελλάδα με όρους εξωστρέφειας και υψηλής ανταγωνιστικότητας σε διεθνές επίπεδο.
Στην κατεύθυνση αυτή εξετάζουμε και σχεδιάζουμε βασικές παραμέτρους της παραγωγής και αξιοποίησης του βαμβακιού, οι οποίες θα εξασφαλίσουν την επιτυχημένη πορεία του στο μέλλον. Κινούμαστε με στόχους: την ποιοτική αναβάθμιση της βαμβακοκαλλιέργειας, την καλύτερη οργάνωση των παραγωγών και την ισχυροποίηση της αλυσίδας τροφοδοσίας του προϊόντος.
Αξιοποιούμε πλεονεκτήματα που έχει η χώρα μας στην καλλιέργεια βάμβακος όπως η παραγωγή -ίσως μόνο στην Ελλάδα παγκοσμίως- συμβατικού και όχι γενετικά τροποποιημένου βαμβακιού. Ενώ προχωράμε στη θέσπιση Εθνικού Κέντρου Ποιοτικού Ελέγχου για τη διενέργεια επίσημης ταξινόμησης και τυποποίησης του βαμβακιού που θα δώσει στο προϊόν ταυτότητα «υψηλού κύρους» στη διεθνή αγορά.
Αναμφίβολα στην καλύτερη οργανωτική δομή της βαμβακοκαλλιέργειας θα συμβάλλει η δημιουργία και ενίσχυση συλλογικών σχημάτων παραγωγής όπως οι Οργανώσεις Παραγωγών Βάμβακος. Ο αγροτικός συνεργατισμός μπορεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις για οικονομία κλίμακας στο βαμβάκι, μείωση του κόστους παραγωγής και διαμόρφωση αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας παραγωγών – μεταποιητών, με πρακτικές όπως η συμβολαιακή γεωργία. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στη νέα ΚΑΠ οι Οργανώσεις Παραγωγών θα πριμοδοτούνται με επιπλέον ενίσχυση.
Η αναβάθμιση της Διακλαδικής Οργάνωσης Βάμβακος μπορεί να στηρίξει καθοριστικά την παραγωγική διαδικασία και την προώθηση του προϊόντος στις διεθνείς αγορές. Σ’ αυτό το πλαίσιο, βρισκόμαστε σε δημιουργική επικοινωνία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, προκειμένου να αξιοποιήσουμε στο έπακρο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού βαμβακιού. Αναμφίβολα, η σύσταση Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος, που θα συνδέσει θεσμικά την πρωτογενή παραγωγή (βαμβακοκαλλιέργεια) με την πρώτη μεταποίηση (εκκόκκιση βάμβακος) αλλά και την περαιτέρω μεταποιητική δραστηριότητα (κλωστοϋφαντουργία) είναι το επόμενο λογικό βήμα.
Η βαμβακοκαλλιέργεια έχει παρόν και μέλλον στην Ελλάδα. Η ποιότητα του ελληνικού βαμβακιού θα μπορεί να πιστοποιηθεί με την επίσημη ταξινόμηση και τυποποίησή του από το Εθνικό Κέντρο Ποιοτικού Ελέγχου, Ταξινόμησης και Τυποποίησης Βάμβακος προσφέροντας έτσι μεγαλύτερα οφέλη σε παραγωγούς και μεταποιητές -καθώς θα έχουν στα χέρια τους ένα προϊόν με υπεραξία- και κατ’ επέκταση στην ελληνική οικονομία. Έτσι θ’ ανέβει η αξία του «λευκού χρυσού» της Ελλάδος.