Του Νίκου Χαραλαμπίδη, γενικού διευθυντή του ελληνικού γραφείου της Greenpeace
Η οικονομική και κοινωνική κρίση πρέπει να ξαναφέρει την αγροτική παραγωγή και τη μεταποίηση εκεί που τους αρμόζει: στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Είναι οι τομείς που μπορούν να αναδείξουν σε συγκριτικό πλεονέκτημα τη γεωγραφία της ελληνικής υπαίθρου, που δίνει τη δυνατότητα για την παραγωγή τόσο διαφορετικών προϊόντων, τον μικρό κλήρο που κάνει τα όποια καλούδια τόσο διαφορετικά, το μικροκλίμα που δίνει τόσο διαφορετικές δυνατότητες ανάμεσα σε γειτονικές περιοχές. Ναι, δεν ονειρευόμαστε να γίνουμε η αγροτική φάμπρικα της Ευρώπης, μπορούμε όμως να εξασφαλίσουμε τα προς το ζειν με αξιοπρέπεια, ποιότητα και ασφάλεια για ένα τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού.
Δυστυχώς αυτό δε συμβαίνει. Κάνουμε ακριβώς το αντίθετο: προσπαθούμε να διαιωνίσουμε τη σημερινή κατάσταση. Τα σχέδια Βελτίωσης, για παράδειγμα, προσβλέπουν μεν σε μεγάλες απορροφήσεις στοχεύοντας όμως σε λίγους που ζητούν πολλά, αντί των πολλών που χρειάζονται από λίγα. Η συγκέντρωση (πλούτου και επιρροής) κερδίζει τη διασπορά, την κοινωνική συνοχή, την ανάπτυξη της υπαίθρου εκεί που το έχει ανάγκη. Οδεύουμε προς μια αγροτική ολιγαρχία;
Δεν έχει παρά να αναρωτηθεί κάποιος, αν καταφέραμε να ανατρέψουμε το γεγονός ότι το 20% των παραγωγών νέμονται περίπου το 80% των επιδοτήσεων. Η σωστή απάντηση είναι «ποτέ δεν το προσπαθήσαμε».
Με τόσα δισεκατομμύρια αγροτικών επιδοτήσεων θα έπρεπε να έχουμε ευτυχείς αγρότες ανά την επικράτεια, προϊόντα ποιότητας στην Ελλάδα αλλά και σημαντικές εξαγωγές στο εξωτερικό (πολύ περισσότερο από σήμερα), μειωμένες εισροές, λιγότερα προβλήματα υγείας για τους παραγωγούς από την ανεξέλεγκτη χρήση χημικών κ.ο.κ.
Αντ’ αυτού κινδυνεύουμε να χάσουμε ακόμα και την ελληνικότητα της φέτας στην περίπτωση που το «επιχειρηματικό» δαιμόνιο προκρίνει γάλα από εισαγόμενα γαλλικά πρόβατα, και όχι αυτό των ελληνικών φυλών, να καταλήγει στην παραγωγή του τυριού (θυμόσαστε ότι η μοναδικότητα των ελληνικών φυλών προβάτων ήταν το κύριο επιχείρημα που στηρίχθηκε η
επιχειρηματολογία για το «ελληνικό προϊόν»;).
Μια απλή ιδέα είναι να δούμε που πρέπει να κατευθύνονται οι ενισχύσεις: στην ενίσχυση ήδη βιώσιμων μονάδων (στο όνομα της μείωσης του κόστους μέσα από οικονομίες κλίμακας) ή στην ενδυνάμωση μικρών μονάδων ώστε αυτές να καταστούν βιώσιμες; Αξίζει επίσης να δούμε με προσοχή το πώς ο ποσότητα/ οικονομία κλίμακας συχνά αντιστρατεύεται την ποιότητα (θυμηθείτε τη φέτα).
Κι όμως δεκάδες λύσεις και εκατοντάδες φωτεινές περιπτώσεις παραγωγών λάμπουν και ξεχωρίζουν σε όλη τη χώρα. Να δούμε άμεσα πως μπορούμε να τις πολλαπλασιάσουμε. Η κρίση προσφέρει ευκαιρίες. Ίσως η περίπτωση των ζωοτροφών να είναι μια από τις πλέον προφανείς.
Αντί της εισαγόμενης και συχνά μεταλλαγμένης σόγιας καιρός είναι να δούμε τα ελληνικά ψυχανθή, με έμφαση το κτηνοτροφικό κουκί και το ρεβίθι. Αντί της εξαγωγής συναλλάγματος, καιρός είναι να δούμε την ανάπτυξη της υπαίθρου. Αντί της καταστροφής των δασών του Αμαζονίου για την καλλιέργεια σόγιας, καιρός είναι να δούμε τις δυνατότητες ενίσχυσης
της παραγωγής προϊόντων ποιότητας στην ελληνική ύπαιθρο. Με σημαντική προστιθέμενη αξία και έντονα κοινωνικά οφέλη. Τι λέτε;