Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΖΙΜΑ, κτηνοτρόφου, γενικού γραμματέα Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ)
Η κτηνοτροφία είναι ένας παραδοσιακός κλάδος της οικονομίας εδώ και 2.000 χρόνια περίπου και θα μπορούσε να αποτελέσει τον «πυλώνα ανάπτυξης» της οικονομίας της χώρας μας σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Ιδιαίτερα στα ορεινά της υπαίθρου μέχρι και τη δεκαετία του 70’ δεν υπήρχε οικογένεια που να μην έχει ζώα.
Στη δεκαετία του 80’ άρχισε να μπαίνει στην κτηνοτροφία η τεχνολογία, πρώτα στην αγελαδοτροφία και αργότερα και στην προβατοτροφία, με τα αρμεκτικά συγκροτήματα και το αυτόματο τάισμα. Παράλληλα έχουμε και την πρώτη εμφάνιση των σταβλισμένων κτηνοτροφικών μονάδων.
Η γεωμορφολογική θέση της χώρας μας και ο μικρός κλήρος γης δεν επηρέασαν ούτε στο ελάχιστο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των κτηνοτροφικών μας προϊόντων. Την περίοδο αυτή έχουμε μια αύξηση της παραγωγής στο αγελαδινό γάλα χωρίς όμως να καλύπτει τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς.
Η παραγωγή έφτασε στις 850.000 τόνους ενώ οι ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας ήταν 1.400.000 τόνοι. Οι πολιτικές όμως που ασκήθηκαν για την κτηνοτροφία όπως :
α) η πλήρης υποταγή στην παγκοσμιοποίηση στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας» χωρίς να παίρνει υπόψη τις ιδιομορφίες της χώρας μας και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων μας και
β) οι αποφάσεις της ΕΟΚ με τους περιορισμούς στην παραγωγή και τα πρόστιμα για τις ποσοστώσεις, αποτέλεσαν την αρχή της κατάρρευσης της κτηνοτροφίας.
Οι δεκατρείς κρατικοσυναιτεριστικές βιομηχανίες που φτιάχτηκαν τη δεκαετία του 60’ για να στηρίξουν την κτηνοτροφία δεν άντεξαν στην πίεση που άσκησαν οι ιδιωτικές βιομηχανίες, το καρτέλ γάλακτος.
Η μόνη γαλακτοβιομηχανία που έμεινε κρατικοσυνεταιριστική και άντεξε στην πίεση και μάλιστα κρατώντας την κερδοφορία της κάθε χρόνο ήταν στην περιοχή μου η «ΔΩΔΩΝΗ», αλλά γι’ αυτή μερίμνησε τρικομματική κυβέρνηση – με την πλήρη ιδιωτικοποίηση στην μεταποίηση του γάλακτος – χαρίζοντάς την σε ημετέρους.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής - σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους παραγωγής (πετρέλαιο, ρεύμα, ζωοτροφές κ.λ.π.) - είναι να φθάσουμε σήμερα παραγωγή αγελαδινού γάλακτος κάτω από 500.000 τόνους και για πρώτη φορά την γαλακτοκομική περίοδο 2012-2013 να έχουμε μείωση παραγωγής κατά 20% στο αιγοπρόβειο γάλα. Για την γαλακτοκομική περίοδο 2013 – 2014 θα έχουμε μεγαλύτε- ρη μείωση. Έχει σημασία ένα στοιχείο στην Ήπειρο : πριν την πώληση της «ΔΩΔΩΝΗΣ» η μείωση της παραγωγής ήταν στο 6%, δηλαδή 14% κάτω από το με- σο πανελλαδικά όρο, ενώ φέτος θα φθάσει στο 30%.
Κλείνοντας πρέπει να πω ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα και την τεχνογνωσία όχι μόνο να καλύψει τις ανάγκες της σε γαλακτοκομικά και κτηνοτροφικά προϊόντα αλλά και να αυξήσει τις εξαγωγές της, ιδιαίτερα στη φέτα με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που διαθέτουμε.
Όμως, αυτό προϋποθέτει μια πολιτική στήριξης της ελληνικής οικογενειακής κτηνοτροφίας και ρήξη με τις επιλογές της Ε.Ε. που ουσιαστικά καταστρέφουν την κτηνοτροφία στη χώρα μας.
Η κτηνοτροφία στην χώρα μας είναι ο κλάδος που μπορεί να αποτελέσει τον πυλώνα ανάπτυξης και εξόδου από την κρίση, όμως είναι αναγκαίο να στηριχθεί και να αναπτυχθεί για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες της χώρας μας για να μην φτάσουμε στα διατροφικά σκάνδαλα, στιλ Κίνας, με τις μελαμίνες και τους θανάτους παιδιών.