Η αρνητική επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στη γεωργία και στην παραγωγή τροφίμων, ιδίως φρούτων και λαχανικών, θα επιφέρει αναγκαστικές αλλαγές στη διατροφή.
Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να προκαλεί λόγω διαφόρων ασθενειών το 2050 περίπου 500.000 πρόσθετους θανάτους, διπλάσιους σε σχέση με τον υποσιτισμό, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, προειδοποιεί μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη, η οποία είναι η πρώτη που αξιολογεί σε παγκόσμιο επίπεδο τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής για τη διατροφή και την υγεία, εκτιμά ότι η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις χώρες που θα υποστούν κατ' εξοχήν τις -θανατηφόρες- επιπτώσεις.
Μάλιστα, η χώρα μας εμφανίζεται τρίτη στη σειρά διεθνώς, μετά την Κίνα και το Βιετνάμ, όσον αφορά τις εκτιμήσεις για τον αριθμό των έξτρα θανάτων κάθε χρόνο λόγω της κλιματικής αλλαγής (124 θάνατοι ανά εκατομμύριο κατοίκους), σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Με βάση τον ελληνικό πληθυσμό, τεκμαίρεται ότι, σύμφωνα με την έρευνα, περίπου 1.400 έξτρα θάνατοι θα μπορούσαν να συμβαινουν ετησίως, επειδή η κλιματική αλλαγή θα έχει αρνητική επίπτωση στην αγροτική παραγωγή και στη διατροφή. Στην πρώτη δεκάδα περιλαμβάνονται επίσης η Ιταλία (7η) και Αλβανία (9η).
Η έρευνα εκτιμά ότι έως τα μέσα του αιώνα μας η κλιματική αλλαγή μπορεί να σκοτώνει σε 155 χώρες συνολικά κάθε χρόνο πάνω από μισό εκατομμύριο ανθρώπους λόγω των αλλαγών που θα επιφέρει στη διατροφή και στο σωματικό βάρος, εξαιτίας της μείωσης της αγροτικής παραγωγής.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Μάρκο Σπρίνγκμαν του «Προγράμματος Μάρτιν για το Μέλλον των Τροφίμων» του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "The Lancet", υπολόγισαν ότι, αν δεν επιβραδυνθεί η εκπομπή των «αερίων του θερμοκηπίου», η κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει σε μια μέση ανά κεφαλή μείωση των διαθέσιμων τροφίμων κατά 3,2% έως το 2050 (ή περίπου 100 θερμίδες τη μέρα).
Ειδικότερα στα φρούτα και λαχανικά η μείωση αναμένεται να είναι 4% και στο κόκκινο κρέας 0,7%.
Οι μειώσεις αυτές εκτιμάται ότι θα ευθύνονται για περίπου 529.000 πρόσθετους θανάτους το 2050. Τα τρία τέταρτα αυτών των θανάτων θα συμβούν στις δύο πιο πολυπληθείς χώρες, στην Κίνα (248.000) και στην Ινδία (136.000). Όμως η μελέτη επισημαίνει ότι και οι ανεπτυγμένες χώρες θα πληγούν. Αναφέρει ως χαρακτηριστικές τις περιπτώσεις της Ελλάδας (124 θάνατοι ανά εκατομμύριο κατοίκους) και την Ιταλία (89 θάνατοι ανά εκατομμύριο).
«Η έρευνά μας δείχνει ότι ακόμη και μέτριες μειώσεις στη διαθεσιμότητα των τροφίμων ανά κεφαλή μπορεί να οδηγήσουν σε αλλαγές στο ενεργειακό περιεχόμενο και στη σύνθεση της διατροφής πολλών ανθρώπων, και αυτές οι αλλαγές θα έχουν σημαντικές συνέπειες για την υγεία», δήλωσε ο Σπρίνγκμαν.
Οι μεγαλύτερες επιπτώσεις από τις μειώσεις στην κατανάλωση φρέσκων φρούτων και λαχανικών αναμένεται να συμβούν στον δυτικό Ειρηνικό και στην Ευρώπη, ιδίως στη νοτιοανατολική, καθώς και στην ανατολική Μεσόγειο (όπου και η Ελλάδα).
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η κλιματική αλλαγή θα έχει και θετικές συνέπειες, καθώς εξαιτίας της θα μειωθούν ορισμένοι θάνατοι λόγω μείωσης της παχυσαρκίας και μείωσης της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος (30.000 λιγότεροι θάνατοι).
Όμως η αναμενόμενη παγκόσμια μείωση θανάτων από παχυσαρκία (περίπου 260.000 λιγότεροι θάνατοι έως το 2050) θα υπεραντισταθμιστεί από την αύξηση των θανάτων εξαιτίας της ανεπαρκούς σίτισης και της υπερβολικής μείωσης του σωματικού βάρους (266.000 περισσότεροι θάνατοι).
Αν περικοπούν οι εκπομπές αερίων που τροφοδοτούν την κλιματική αλλαγή, η μελέτη εκτιμά ότι οι σχετικοί με την κλιματική αλλαγή θάνατοι θα μειωθούν κατά 30% έως 70% (ανάλογα με τον βαθμό της μείωσης).
Πάντως μία πρόσφατη έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είχε καταλήξει σε λιγότερο σοβαρές επιπτώσεις, καθώς προβλέπει ότι έως το 2050 η κλιματική αλλαγή θα προκαλεί 95.000 έξτρα θανάτους ετησίως λόγω ζέστης, 85.000 λόγω έλλειψης τροφίμων και 70.000 λόγω ασθενειών όπως η ελονοσία και η διάρροια.
Από την άλλη, άλλες μελέτες προβλέπουν ότι, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, η κλιματική αλλαγή θα αυξήσει την παραγωγή τροφίμων παγκοσμίως και ότι οι όποιες μειώσεις θα συμβούν στο δεύτερο μισό του αιώνα μας. Συνεπώς, ορισμένοι επιστήμονες εμφανίσθηκαν επιφυλακτικοί κατά πόσο η νέα μελέτη κάνει σωστές εκτιμήσεις.