Όσο κι αν μιλάμε για αρχαία Ελλάδα ξεχνάμε συχνά ότι ο παράγοντας που την έκανε ισχυρή ήταν η προώθηση του εμπορίου μέσα από τα αγροτικά προϊόντα και υλικά. Διόλου τυχαία λοιπόν τις στενές σχέσεις με τον κυπριακό ελληνισμό, το νησί της Αφροδίτης, που αποδεικνύονται στο διάβα των αιώνων.
Πολλές πληροφορίες και για τα τρόφιμα της εποχής εκείνης αλλά και για το πώς αναπτύχθηκαν οι εμπορικές σχέσεις μας δίνουν τα ναυάγια καραβιών. Σπασμένα κεραμικά, υλικά πάσης φύσης δίνουν σημαντικές πληροφορίες. Επειδή όμως κάθε δύναμη έχει και την αντίρροπή της όσο τα πράγματα άλλαζαν, δημιουργούνταν κι η πειρατεία. Η Κύπρος έχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την κατασκευή της κλασικής ελληνικής βάρκας, η οποία συχνά απεικονίζεται σε έργα ζωγραφικής πάνω σε αρχαία κεραμικά.
Ένα καράβι εμπορικό, μόλις 15 μέτρων, κατασκευής του 389 π.Χ. επισκεπτόταν τακτικά το λιμάνι της Κερύνειας, μια κι ήταν μέσα στη ρότα του, από τα νησιά του Αιγαίου, μέχρι τα παράλια της Συρίας και της Παλαιστίνης.
Γύρω στο 288 π. Χ. , το καράβι, μεταφέροντας 29 μυλόπετρες και 380 αμφορείς με φορτίο 10.000 αμύγδαλα κι άλλα προϊόντα, με πλήρωμα τεσσάρων ατόμων, εικάζεται πως σάλπαρε από το λιμάνι της Κερύνειας για τον επόμενο προορισμό του. Για κακή του τύχη όμως, η θάλασσα τελικά το νίκησε και το βούλιαξε, τρία μόλις μίλια έξω από το λιμάνι, μολονότι ξένοι ερευνητές εικάζουν ότι το καράβι δέχτηκε επίθεση από πειρατές.
Η θάλασσα το κράτησε περισσότερο από δυο χιλιάδες χρόνια, μέχρι το 1965 που ο Κύπριος ερευνητής Ανδρέας Καριόλου το ανακάλυψε απέναντι από την ακτή της Χρυσοκάβας. Τρία χρόνια δούλευαν 54 αρχαιολόγοι, δύτες και άλλοι επιστήμονες, για να το ανελκύσουν, να το επανασυναρμολογήσουν και να το τοποθετήσουν τελικά στο Κάστρο της κατεχόμενης Κερύνειας, ζωντανεύοντας την ιστορία του κι ενώνοντας το σχοινί της ιστορίας των χρόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Κύπρου του τότε, με το σήμερα.
Το σκάφος είχε επισκευαστεί 2 – 3 φορές, μια και διάφορα μέρη του, όπως αποδείχτηκε με τη μέθοδο άνθρακας 14, είχαν κατασκευαστεί από ξύλο διαφόρων ηλικιών. Μετέφερε περίπου 380 αμφορείς, κυρίως ροδιακού τύπου, επτά συνολικών τύπων αγγείων, που εξυπηρετούσαν τόσο τις εμπορικές δραστηριότητες του καραβιού, όσο και τις προσωπικές ανάγκες του τετραμελούς πληρώματός του. Στο ναυάγιο βρέθηκαν επίσης 4 πιάτα, 4 ποτήρια και 4 ξύλινα κουτάλια, 5 χάλκινα νομίσματα της εποχής του Δημήτριου του Πολιορκητή (306 π.Χ.), ίχνη από τρόφιμα (φακές, σύκα, σταφύλι, ελιές), ένα σιδερένιο κλειδί με 8 πλευρικά δόντια και μια σιδερένια σχάρα για ψήσιμο ή στέγνωμα στον ήλιο, ψαριών και άλλων τροφίμων, δίνοντας μια εικόνα όχι μόνο για τα τρόφιμα που μεταφέρονταν αλλά και για τον τρόπο παρασκευής τους.
Το γεγονός ότι στο κάτω εξωτερικό μέρος της γάστρας του σκάφους βρέθηκαν σφηνωμένες αιχμές δοράτων, δημιούργησαν την υποψία για επίθεση πειρατών, ως αιτία του ναυαγίου. Επικρατέστερη όμως άποψη είναι η μετατόπιση του φορτίου, λόγω θαλασσοταραχής.
Σήμερα, το καλύτερα διατηρημένο αρχαίο ναυάγιο του κόσμου (σώθηκε το 70%), βρίσκεται στο μουσείο του κατεχόμενου μεσαιωνικού Κάστρου της Κερύνειας. Ένα ιστιοπλοϊκό αντίγραφο του πλοίου, που ξεκίνησε το 1985 και βαπτίστηκε Κυρήνεια ΙΙ, ήταν μια επιτυχημένη εφαρμογή της πειραματικής αρχαιολογίας. Επέτρεψε στους αρχαιολόγους να μάθουν πολύ περισσότερα για τα εξαφανισμένα πλοία, που μετέφεραν τρόφιμα κι εμπορεύματα.