Η ιχθυοκαλλιέργεια είναι ένας από τους σημαντικότερους παραγωγικούς και εξαγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας στον πρωτογενή τομέα.
Ενδεικτικός είναι και ο δείκτης αύξησης από χρονιά σε χρονιά, αφού οι εξαγωγές ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού το 2019 αυξήθηκαν κατά 4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια στην Ευρώπη και τον κόσμο
Ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας, με παρουσία 40 χρόνων στην Ελλάδα, αποτελεί σήμερα έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδους ζωικής παραγωγής του πρωτογενούς τομέα λόγω της συμβολής του στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή της χώρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας κατέχουν τη δεύτερη θέση των εξαγωγών της Ελλάδας σε αγροτικά προϊόντα, με αξία σχεδόν €500εκ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΣΤΑΤ, το 2019.
H ελληνική παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού αντιπροσωπεύει σήμερα περισσότερο από το 60% της παραγωγής αυτών των ειδών στην Ε.Ε. και κοντά στο 30% της παραγωγής των Μεσογειακών ειδών διεθνώς. Τα ελληνικά ψάρια εξάγονται αυτή τη στιγμή σε πάνω από 35 χώρες καθιστώντας την ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια μία ηγέτιδα δύναμη στον κλάδο. Στην μετά-Brexit εποχή, η Ελλάδα είναι leader στην παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού στην Ευρώπη και κατέχει την 3η θέση στον κόσμο!
Ιχθυοκαλλιέργεια και υπεραλίευση
Ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας έχει παρουσιάσει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, γεγονός που οφείλεται και στην ευαισθητοποίηση κατά της υπεραλίευσης και στην ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων. Αν βασιζόμασταν αποκλειστικά στην ελεύθερη αλιεία για να καλύψουμε τις παγκόσμιες διατροφικές ανάγκες σε ψάρι, θα αποδεκατίζαμε τους ελεύθερους πληθυσμούς, προκαλώντας ανεπανόρθωτή ζημιά. Οι υδατοκαλλιέργειες, λοιπόν, αποτελούν την πλέον βιώσιμη ύλη.
Ήδη από το 2003, η παραγωγή αλιευτικών προϊόντων στην Ελλάδα προέρχεται κυρίως από την υδατοκαλλιέργεια. Σήμερα, το 63% της εγχώριας παραγωγής αλιευτικών προϊόντων προέρχεται από την υδατοκαλλιέργεια και μόλις το 37% από την αλιεία. (Πηγή: Ετήσια Έκθεση ΣΕΘ 2019)
Κύρια είδη εκτροφής στην Ελλάδα η τσιπούρα και το λαβράκι
Τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας αποτελούν το 85% του συνολικού όγκου και το 98% της συνολικής αξίας παραγωγής αλιευτικών προϊόντων στη χώρα μας. Μετά από μια μακρά περίοδο προσαρμογής και μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία αναδιάρθρωσης του κλάδου, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε το 2019 σε 120.500 τόνους αξίας 546 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 3% ως προς τον όγκο, αλλά οριακή μείωση 1% ως προς την αξία πωλήσεων λόγω της πίεσης που δέχτηκαν οι τιμές και για τα δύο είδη. Το 2019, οι εξαγωγές ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού αυξήθηκαν κατά 4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος φτάνοντας τους 87.000 τόνους. (Πηγή: Ετήσια Έκθεση ΣΕΘ 2019)
Ο ρόλος του COVID-19 και πως επηρέασε η πανδημία
Ο COVID-19 όπως ήταν αναμενόμενο επηρέασε και τον συγκεκριμένο κλάδο, και σύμφωνα με εκτιμήσεις η παραγωγή την επόμενη διετία θα παρουσιάσει μεταβολές λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας. Το 2020 εκτιμάται πως η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού θα κυμανθεί στους 117.000 τόνους - αριθμός που θα ήταν υψηλότερος αν δεν υπήρχε η αναστολή λειτουργίας των χώρων εστίασης λόγω της πανδημίας.
Η θέση της Ελλάδας στον διεθνή ανταγωνισμό και οι βασικοί Ευρωπαίοι καταναλωτές
Ως προς τον ανταγωνισμό από τις τρίτες χώρες, η Τουρκία παραμένει ο κύριος ανταγωνιστής της Ελλάδας αφού η παραγωγή και οι εξαγωγές της αυξήθηκαν για άλλη μια χρονιά δημιουργώντας έντονη πίεση στις τιμές καθ’ όλη την διάρκεια του έτους.
Παράλληλα, η Ιταλία αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια Ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας καθώς αντιπροσωπεύει σχεδόν το 41% των εξαγωγών Ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού, ενώ η Ισπανία έχει παγιωθεί ως η 2η μεγαλύτερη Ευρωπαϊκή αγορά για τα ψάρια Ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας απορροφώντας το 17,8% της Ελληνικής παραγωγής. Μάλιστα το 2020, λόγω της δυσμενούς συγκυρίας της καταιγίδας Gloria, η οποία κατέστρεψε σχεδόν το 50% της παραγωγής των Ισπανών, η Ισπανία ήταν η χώρα που απορρόφησε το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών της Ελλάδας, καθώς πολλοί παραγωγοί προώθησαν την παραγωγή τους στην Ισπανία προκειμένου να μπορέσει να καλυφθεί η έλλειψη.
Την 3η μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας αποτελεί η Γαλλία, μια χώρα που το ψάρι και κατ' επέκταση τα θαλασσινά αποτελούν βασικό συστατικό για την παραδοσιακή κουζίνα, αντιπροσωπεύοντας το 11% των συνολικών εξαγωγών Ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν απόδειξη πως σε έναν τόσο σημαντικό κλάδο του πρωτογενούς τομέα, η χώρα μας έχει έναν ρόλο-κλειδί και ανταγωνίζεται επάξια πολύ μεγαλύτερες χώρες τόσο σε πληθυσμό όσο και σε ανάγκες.
Πηγή: Ετήσια Έκθεση ΣΕΘ 2019
Ο ρόλος της ΕΛΟΠΥ για την προώθηση της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας
Προκειμένου να προωθηθεί ακόμη περισσότερο η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς και να εδραιωθεί το ελληνικό ψάρι σαν ένα κυρίαρχο brand, ιδρύθηκε το 2016 η Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ). Η ΕΛΟΠΥ, που σήμερα αποτελείται από 23 Μέλη και εκπροσωπεί το 80% της εγχώριας παραγωγής ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, έδωσε μία εθνική ταυτότητα στο ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας δημιουργώντας τη συλλογική σήμανση Fish from Greece - η οποία αποτελεί τη νέα σφραγίδα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας για τους αγοραστές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας ξεχωρίζει ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, τα οποία ελέγχονται και διασφαλίζονται από το Πρότυπο Ιδιωτικό Σχήμα Πιστοποίησης Fish from Greece, που ανέπτυξε η ΕΛΟΠΥ σε συνεργασία με την TUV AUSTRIA Hellas.
Τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας (τσιπούρα, λαβράκι, μαγιάτικο, κρανιός και φαγκρί) παράγονται σύμφωνα με τις αυστηρότερες ευρωπαϊκές προδιαγραφές, έχουν υψηλή διατροφική αξία, πλούσια γεύση και είναι ολόφρεσκα. Σκεφτείτε μόνο ότι αλιεύονται κατά παραγγελία και φτάνουν στα χέρια του καταναλωτή μέσα σε 24 ώρες από την αλίευσή τους!
ΠΗΓΗ: skai.gr
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις