Λίγες ήταν οι ευχάριστες εκπλήξεις στην εθνική οικονομία το 2020 και μία από αυτές ήταν η πορεία των ελληνικών εξαγωγών. Οπως και κατά την περίοδο της δεκαετούς χρηματοοικονομικής κρίσης οι εξαγωγές αποτέλεσαν σανίδα σωτηρίας για την οικονομία, τις επιχειρήσεις και βεβαίως για τους εργαζομένους τους, έτσι συνέβη και τώρα κατά την πρώτη χρονιά της ζωής μας με την πανδημία. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, αναφερόμενος στο σχέδιο ανάκαμψης, τόνισε ότι βασικός του στόχος είναι να γίνει το οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας πιο εξωστρεφές και ανταγωνιστικό.
Υπενθυμίζεται ότι το 2020 οι εξαγωγές προϊόντων, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, κατέγραψαν αύξηση 738,8 εκατ. ευρώ ή κατά 3,2%, φτάνοντας τα 24,04 δισ. ευρώ έναντι 23,3 δισ. ευρώ το 2019. Ενθαρρυντικά είναι και τα έως τώρα στοιχεία για το 2021, καθώς το πρώτο δίμηνο της τρέχουσας χρονιάς έκλεισε με αύξηση της αξίας των ελληνικών εξαγωγών κατά 2,4% (εξαιρουμένων και πάλι των πετρελαιοειδών).
Το παραπάνω, ωστόσο, δεν αρκεί, καθώς αφενός οι ελληνικές εξαγωγές εξακολουθούν να αποτελούν χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ, αφετέρου δεν πρόκειται στην πλειονότητά τους για εξαγωγές προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σήμερα οι ελληνικές εξαγωγές προϊόντων ανέρχονται στο 19,9% του ΑΕΠ (στοιχεία 2019), ενώ συμπεριλαμβανομένου και του τουρισμού φτάνουν στο 37,2% του ΑΕΠ, απέχοντας σημαντικά από τον μέσον όρο των εννέα ευρωπαϊκών χωρών που έχουν επιλεγεί προς σύγκριση στο πλαίσιο της έκθεσης Πισσαρίδη (Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Δανία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πορτογαλία, Σουηδία και Τσεχία). Οι εξαγωγές στις χώρες αυτές αντιστοιχούν στο 65,5% του ΑΕΠ, με τις εξαγωγές προϊόντων ειδικά να αντιστοιχούν στο 47,6% του ΑΕΠ.
Πού οφείλεται η παραπάνω υστέρηση η οποία έχει δομικά χαρακτηριστικά; Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση για τις εμπορικές συναλλαγές της Ελλάδας με τους εμπορικούς της εταίρους (κείμενο που έχει καταρτιστεί από τη Διεύθυνση Εξαγωγικής Πολιτικής και Παρακολούθησης Διμερών Οικονομικών Σχέσεων του υπουργείου Εξωτερικών), τα προϊόντα που επιφέρουν θετικές συναλλαγματικές εισπράξεις στο εμπορικό ισοζύγιο είναι κυρίως προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής. Η αξία των προϊόντων αυτών σε ευρώ ανέρχεται περίπου στα 2/3 των συνολικών εξαγωγών των ελληνικών προϊόντων. Τα προϊόντα αυτά έχουν χαμηλούς συντελεστές εξειδίκευσης στις παραγωγικές τους βάσεις, ενώ εξ αυτών ελάχιστος είναι ο αριθμός των βιομηχανοποιημένων προϊόντων εντάσεως υψηλής τεχνολογίας. Σύμφωνα, άλλωστε, με την ίδια έκθεση, το γεγονός της χαμηλής εξειδίκευσης των ελληνικών προϊόντων είναι και ο βασικός λόγος που δυσκολεύονται να διατηρήσουν τα μερίδια που καταλαμβάνουν σε διάφορες αγορές.
Αποκαλυπτικά είναι τα ευρήματα της έκθεσης από την εξέταση των εμπορευματικών συναλλαγών της Ελλάδας το 2019:
– Τα περισσότερα εξαγόμενα προϊόντα με θετικές συναλλαγματικές εισπράξεις (εκεί δηλαδή που υπάρχει στην ουσία πλεόνασμα) είναι προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής.
– Μόνο 14 προϊόντα από ένα σύνολο 52 βασικών προϊόντων είναι προϊόντα εντάσεως τεχνολογίας και μόνο 2 από αυτά είναι βιομηχανικά προϊόντα που θεωρούνται εντάσεως υψηλής τεχνολογίας.
– Το 61,4% των εξαγόμενων ελληνικών προϊόντων με θετικές συναλλαγματικές εισπράξεις ως προς το σύνολο των εξαγωγών κάλυπτε μόλις το 15,2% επί του συνόλου των εισαγωγών (εξαγόμενο προϊόν προς εισαγόμενο προϊόν), κάτι που εξηγεί τη διατήρηση του εμπορικού ελλείμματος σε υψηλά επίπεδα.
Ο χαμηλός βαθμός εξάρτησης ξένων αγορών από ελληνικά προϊόντα, ακριβώς λόγω του χαμηλού βαθμού εξειδίκευσης, φαίνεται και από ακόμη ένα στοιχείο: τα μερίδια συμμετοχής των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων ανά βασική κατηγορία στις 49 μεγαλύτερες χώρες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) είναι σημαντικά για την ελληνική οικονομία (68,5% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών). Δεν ισχύει, όμως, το αντίστροφο. Τα μερίδια που καταλαμβάνουν οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων στο σύνολο των εισαγωγών για κάθε μία από αυτές τις 49 χώρες είναι ελάχιστα έως μηδενικά, ενώ το συνολικό μερίδιο των ελληνικών προϊόντων στις εισαγωγές των χωρών αυτών είναι μόλις 0,2%.
Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και στο γεγονός ότι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις είναι στην πλειονότητά τους μικρού μεγέθους επιχειρήσεις. Αποτέλεσμα; Η μέση αξία εξαγωγών των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων το 2017 ήταν 2,2 εκατ. ευρώ έναντι άνω των 8 εκατ. ευρώ που ήταν κατά μέσον όρο στις 9 εξεταζόμενες στην έκθεση Πισσαρίδη χώρες.
Σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη, στο επιθυμητό αποτέλεσμα, στο να φτάσουν δηλαδή οι εξαγωγές προϊόντων στο 48% του ΑΕΠ έως το 2030, χρειάζεται αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία θα επιτευχθεί με οριζόντιες μεταρρυθμίσεις, αλλά και επενδύσεις συνολικού ύψους 65 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία: 30 δισ. ευρώ στον αγροτικό τομέα, 24 δισ. ευρώ στον κλάδο των βιομηχανικών προϊόντων και 11 δισ. ευρώ στον κλάδο των πετρελαιοειδών. Με βάση τη σημερινή πορεία, μόνο ο κλάδος των πετρελαιοειδών επενδύει επαρκώς για την επίτευξη αυτών των στόχων, ενώ ο ρυθμός των επενδύσεων πρέπει να αυξηθεί κατά 20% στα αγροτικά προϊόντα, στα τρόφιμα και στις πρώτες ύλες και κατά 45% στα βιομηχανικά προϊόντα.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις