«Η Βιώσιµη Ανάπτυξη είναι µία συνεχής πορεία αλλαγής και προσαρµογής, και όχι µία στατική κατάσταση, µε στόχο την ικανοποίηση των αναγκών του παρόντος, χωρίς όµως να µειώνεται η δυνατότητα των µελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν και τις δικές τους ανάγκες, µέσα από την ισόρροπη και ισότιµη επιδίωξη και των τριών πυλώνων της Βιώσιµης Ανάπτυξης: Οικονοµία – Περιβάλλον – Κοινωνία».
Ο παραπάνω ορισµός που συμπεριελήφθη το 2001 στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του Γκέτεµποργκ στη «Στρατηγική της ΕΕ για τη Βιώσιµη Ανάπτυξη» περικλείει µέσα σε λίγες γραµµές την αγωνία των κυβερνήσεων και επιχειρήσεων ανά τον κόσµο για την επίδραση που έχει η ανθρώπινη δραστηριότητα στο περιβάλλον, την κλιµατική αλλαγή και τη διαθεσιµότητα των φυσικών πόρων του πλανήτη, και παράλληλα στην οικονοµική ανάπτυξη, την εργασία και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής – συνεπώς και στην ίδια την ύπαρξη αυτών καθαυτών των επιχειρήσεων.
«Εξ ορισµού υπάρχει µια σχέση ουσίας και άµεσης αλληλεπίδρασης των επιχειρήσεων και του τρόπου που λειτουργούν µε τις ανάγκες και τις ανησυχίες της κοινωνίας», επισηµαίνει η Μαρία Αλεξίου, Διευθύντρια Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης του οµίλου ΤΙΤΑΝ και Πρόεδρος του Ελληνικού Δικτύου για την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (ΕΔΕΚΕ), που σήµερα µετρά περίπου 150 µέλη -επιχειρήσεις κι επιχειρηµατικούς φορείς- και έχει αναλάβει από το 2000 το δύσκολο έργο της διάδοσης των αρχών κοινωνικής υπευθυνότητας στην Ελλάδα. Πρόκειται για κοινωνικές και περιβαλλοντικές δράσεις που συνάδουν µε τις αρχές της βιώσιµης ανάπτυξης και, όπως υπογραµµίζει, µπορούν µόνο οικειοθελώς να ενταχθούν στις επιχειρηµατικές πρακτικές από τις επιχειρήσεις, µέσω πρωτοβουλιών που υπερβαίνουν τα στενά νοµικά πλαίσια. «Η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (ΕΚΕ) -παρότι αφορά µια φιλοσοφία, έναν τρόπο λειτουργίας µιας επιχείρησης- δεν είναι λόγια, είναι έργα. Αυτή η φιλοσοφία µεταφράζεται σε στρατηγική και σε συγκεκριµένες πρακτικές που ακολουθεί η εταιρεία για τους εργαζόµενους, τους πελάτες και τους προµηθευτές, τις τοπικές κοινωνίες που ζούνε γύρω της και το περιβάλλον».
Τι σηµαίνει όµως, πρακτικά, για µία εταιρεία η ενσωµάτωση ενός συστήµατος ΕΚΕ σε µία εταιρεία και τι οφέλη µπορεί να επιφέρει; Σύµφωνα µε τη Μαρία Αλεξίου, η επίδραση είναι σηµαντική, καθώς αυξάνει την πραγµατική αξία της εταιρείας µέσα από τη µείωση των κινδύνων, τις στοχευµένες επενδύσεις που µπορούν να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά της, την ικανοποίηση και δέσµευση των εργαζοµένων και την αναγνώριση της προσπάθειάς της από τους καταναλωτές, αλλά και τους µετόχους της.
Επίσης η ΕΚΕ ως πρακτική συµβάλει στη βελτίωση του brand µιας εταιρείας, συνηγορώντας στην προσέλκυση επενδύσεων ή συνεργασιών.
Πόσο εύκολο όµως και πόσο κοντά στην πραγµατικότητα είναι να µιλάµε για εφαρµογή καλών πρακτικών εταιρικής υπευθυνότητας και σεβασµού του περιβάλλοντος σε µία οικονοµία που επί πέντε συναπτά έτη ακολουθεί υφεσιακή πορεία;
Η ανάπτυξη είναι µόνο βιώσιµηΗ οικονοµική κρίση από το 2008 και η παράλληλη «εκτίναξη» της χρήσης σύγχρονων µεθόδων ενηµέρωσης για τις επιχειρηµατικές πρακτικές -κυρίως µέσω των social media- οδήγησε, σύµφωνα µε τα στοιχεία του ΕΔΕΚΕ, σε µετατόπιση των προτεραιοτήτων των καταναλωτών και σηµαντική αναδιάρθρωση των προτεραιοτήτων της πλειοψηφίας των µεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων, προς µία στρατηγική µε την ΕΚΕ ως βασικό συστατικό στη λήψη αποφάσεων – γεγονός που τις βοήθησε να διαχειριστούν και καλύτερα τις συνέπειες της κρίσης.
«Όταν σαν πολίτες και καταναλωτές βλέπουµε ότι η κοινωνία και ο πλανήτης έχει ανάγκη µεγαλύτερης προσοχής και φροντίδας, τόσο αυξάνεται και η δική µας ευαισθητοποίηση και τα στοιχεία εκείνα της υπεύθυνης κατανάλωσης. Άρα και οι πολίτες ολοένα και περισσότερο απαιτούν και ζητούν προϊόντα και υπηρεσίες που είναι διασφαλισµένα ότι έχουν παραχθεί µε συγκεκριµένες προδιαγραφές», δηλώνει η Μαρία Αλεξίου.
«Εµείς προτείνουµε στις επιχειρήσεις, σαν ελάχιστο, την ενσωµάτωση των δέκα Αρχών του Οικουµενικού Συµφώνου του ΟΗΕ που είναι ουσιαστικά συνυφασµένες µε τις διεθνείς συνθήκες που η χώρα έχει ήδη υπογράψει».
Ένα ανάλογο σύστηµα προδιαγραφών αποτελεί και ο «Κώδικας Αρχών Βιώσιµης Ανάπτυξης» που προσυπογράφουν και καλούνται να εφαρµόζουν και να βελτιώνουν οι περισσότερες από 30 επιχειρήσεις που εντάσσονται στο Συµβούλιο του ΣΕΒ για τη Βιώσιµη Ανάπτυξη. «Θεωρούµε ότι οι εταιρείες που έχουν στρατευθεί στη βιώσιµη ανάπτυξη έχουν αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος ανάπτυξης αυτήν τη στιγµή, ότι δεν µπορούν να επιβιώσουν ως εταιρείες µέσα σε µία κοινωνία που δεν επιβιώνει ή σε ένα περιβάλλον κι έναν πλανήτη που καταστρέφεται µέσα από την κλιµατική αλλαγή. Η βιώσιµη ανάπτυξη δεν είναι πια µια επιλογή. Είναι core business», εξηγεί ο Δρ. Μάρκος Λουκογιαννάκης, Διευθυντής του Συµβουλίου.
«Ζούµε σε έναν πλανήτη που αυτή τη στιγµή έχει επτά δισεκατοµµύρια ανθρώπους, ενώ το 2050 θα έχει εννέα, που θα πρέπει κι εκείνοι να ζούνε καλά και να καταναλώνουν ό,τι ο πλανήτης µπορεί να προσφέρει – να καταναλώνουν έναν πλανήτη. Αυτή τη στιγµή έχουµε φτάσει να καταναλώνουµε 1,8 πλανήτες…», επισηµαίνει ο Δρ. Λουκογιαννάκης, σηµειώνοντας πως και στην Ελλάδα η κατάσταση και οι µελλοντικές προοπτικές δεν διαφέρουν σε σχέση µε τον υπόλοιπο κόσµο. «Οι προτεραιότητες βέβαια όσον αφορά τους οικονοµικούς στόχους των εταιρειών φυσικά δεν αλλάζουν, αλλά δεν µπορούν να µπουν σε διαφορετική µοίρα πλέον από τις προτεραιότητες που αφορούν το περιβάλλον και την κοινωνία».
Στοίχηµα η συνέπεια για το περιβάλλονΣηµαντικό «στοίχηµα» για τις εταιρείες, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει µε την προστασία του περιβάλλοντος, αποτελεί η συνέπεια. «Η προσπάθεια µας να µην έχουµε αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον δεν είναι κάτι που µπορεί να γίνεται τυχαία κατά περιόδους, όταν για παράδειγµα έχουµε καλές περιόδους µε αυξηµένες κερδοφορίες. Είναι µια διαρκής προσπάθεια για µια εταιρεία το να παίρνει νέα µέτρα και να είναι διαρκώς σε εγρήγορση για το πως θα περιορίζει τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις έχει η λειτουργία της. Πρέπει να είναι διαρκής ο προσανατολισµός», τονίζει η Μαρία Αλεξίου, που ως διευθύντρια ΕΚΕ του Οµίλου ΤΙΤΑΝ αναφέρεται στην πληθώρα των περιβαλλοντικών δράσεων που έχει αναλάβει εδώ και δύο δεκαετίες η εταιρεία, ώστε να καθιερωθεί ως πρότυπο συνεπούς και υπεύθυνης επιχείρησης, όχι µόνο στην Ελλάδα, αλλά και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Συγκεκριµένα, ως η πρώτη ελληνική επιχείρηση που προσυπέγραψε το 2002 τις «Δέκα αρχές του ΟΗΕ», ο όµιλος έλαβε την απόφαση να µεταφέρει και στις άλλες χώρες όπου δραστηριοποιούνταν -Σκόπια, Βουλγαρία, Σερβία, Αίγυπτο, κ.ά.- τα διεθνή πρότυπα ΕΚΕ που εφάρµοζε στην Ελλάδα, αποκτώντας µε τον τρόπο αυτό κοινή βάση λειτουργίας και παραγωγής, σύµφωνη µε τις αρχές της βιωσιµότητας.
Σύµφωνα µε την Μαρία Αλεξίου, ένα σηµαντικό µέρος των περιβαλλοντικών δράσεων που έχει αναλάβει ο όµιλος σχετίζεται µε το «περιβαλλοντικό αποτύπωµα» της εταιρείας, και τη διαχείριση των ορατών και αόρατων επιπτώσεων στο περιβάλλον από τη δραστηριότητά της – π.χ. τη διαφοροποίηση στο τοπίο, τις εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα ή την επιρροή στη βιοποικοιλότητα.
«Ο όµιλος ΤΙΤΑΝ ήταν ο δεύτερος ιδιωτικός φορέας που ανέλαβε αναδασώσεις, τις οποίες πραγµατοποιούµε όχι µόνο σε περιοχές που εκµεταλλευόµαστε, αλλά και αλλού», αναφέρει κι επισηµαίνει πως τη βούληση των εταιρειών για διαφύλαξη του περιβάλλοντος οφείλουν να συνοδεύουν ανάλογες επενδύσεις: «Έχουµε επενδύσει στη βέλτιστη τεχνολογία. Θα σας πως ότι µόνο αυτήν την περίοδο της µεγάλης κρίσης στη χώρα, ο ΤΙΤΑΝ επένδυσε συνολικά περίπου 100 εκατ. ευρώ σε περιβαλλοντικές εφαρµογές, σε φίλτρα, στη µείωση της σκόνης, κ.ά. Ανεξάρτητα από το εάν επιβάλλεται από τη νοµοθεσία ή όχι, παντού θέλουµε να λειτουργούµε µε τα καλύτερα δυνατά πρότυπα. Αυτό σηµαίνει επενδύσεις, όχι µόνο όταν η οικονοµία πάει καλά, αλλά διαρκείς».
Υπάρχει, ωστόσο, κι ένα ζήτηµα που παραµένει άλυτο και απασχολεί το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων, το οποίο θα πρέπει, σύµφωνα µε την Μαρία Αλεξίου, να αντιµετωπιστεί αποτελεσµατικά: «Το µόνο πράγµα που δεν µπορούµε να ελέγξουµε άµεσα µε τη διαθέσιµη τεχνολογία είναι η ποιότητα ή το είδος της ενέργειας που καταναλώνουµε. Για τη λειτουργία των βιοµηχανιών το κόστος ενέργειας είναι ένας κρίσιµος παράγοντας, ενώ αποτελεί σηµαντικό ζήτηµα το ότι εξαρτώµαστε από συµβατικά καύσιµα, άµεσα συνδεδεµένα µε το πρόβληµα του θερµοκηπίου. Για να µειώσουµε την όποια συνεισφορά έχουµε περαιτέρω στο θέµα της κλιµατικής αλλαγής, οφείλουµε να αξιοποιήσουµε εναλλακτικές πηγές ενέργειας».
Προς ένα νέο, βιώσιµο αναπτυξιακό µοντέλοΜπορούν, ωστόσο, οι ελληνικές επιχειρήσεις να ακολουθήσουν ένα πιο βιώσιµο αναπτυξιακό µοντέλο ή αποτελεί η υπάρχουσα οικονοµική συγκυρία τροχοπέδη;
«Οι επιχειρήσεις που έχουν πραγµατικά ενστερνιστεί τις αρχές της ΕΚΕ δεν διαφοροποιούνται λόγω κρίσης. Μπορεί σαφέστατα να χρειαστεί να περιορίσουν και να ξανασκεφτούν τις επενδύσεις που κάνουν σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά δεν αλλάζουν στάση επειδή η οικονοµική συγκυρία το επιβάλει», απαντά η πρόεδρος του ΕΔΕΚΕ και προσθέτει πως η κρίση «πυροδότησε µία στροφή των επιχειρήσεων αυτών προς έναν νέο κύκλο δηµιουργίας ολοκληρωµένων δικτύων ΕΚΕ, που συµπεριλαµβάνουν προµηθευτές και πελάτες».
«Πρέπει -κι αυτή είναι δική µας δουλειά- να δώσουµε να καταλάβουν ότι ναι µεν υπάρχει ένα βραχυπρόθεσµο κόστος, το οποίο όµως και αποσβένεται γρήγορα. Και πως η ενσωµάτωση της ΕΚΕ και γενικότερα των αρχών της βιώσιµης ανάπτυξης στη στρατηγική και στην οργανωτική τους δοµή, µελλοντικά θα ενισχύσει την κερδοφορία. Αυτή είναι η πρόκληση», δηλώνει ο Διευθυντής του Συµβουλίου για τη Βιώσιµη Ανάπτυξη, Μάρκος Λουκογιαννάκης, και επισηµαίνει πως η ανάγκη να µπει η ελληνική οικονοµία πάλι σε αναπτυξιακή τροχιά µέσα από επενδύσεις και µμεταρρυθμίσεις, αποτελεί ευκαιρία για την εισαγωγή µιας «καινούριας οικονοµίας, ενός νέου παραγωγικού µοντέλου».
«Είναι ευκαιρία τώρα αυτή η οικονοµία να µπει σε βιώσιµη βάση. Δεν έχουµε να πάρουµε κάτι που υπήρχε και να το συνεχίσουµε, το “business as usual” δεν θα µας εµποδίσει πολύ, γιατί εδώ δεν το έχουµε. Ουσιαστικά ξεκινάµε αυτή τη στιγµή από χαµηλά. Είναι ευκαιρία να γίνουν όλα λοιπόν µε τη λογική της βιώσιµης ανάπτυξης», τονίζει ο Μάρκος Λουκογιαννάκης.
«Sustainable Greece 2020»Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάστηκε πριν από µερικές εβδοµάδες από το Δίκτυο Υπεύθυνων Οργανισµών και Ενεργών Πολιτών QualityNet Foundation (QNF), σε συνεργασία µε τον ΣΕΒ και άλλους 23 επιχειρηµατικούς φορείς της χώρας η πρωτοβουλία «Sustainable Greece 2020», που, όπως επισηµαίνει η αντιπρόεδρος του QualityNet Foundation, Χρυσούλα Εξάρχου, έρχεται να απαντήσει στις προκλήσεις της Ελλάδας του 2020.
«Καλούµαστε να αναζητήσουµε ένα αναπτυξιακό µοντέλο που θα µας επιτρέψει ως χώρα να δηµιουργήσουµε τις βάσεις µιας βιώσιµης οικονοµίας, η οποία θα µπορεί να διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή µέσω της ισόρροπης ανάπτυξης του τρίπτυχου Οικονοµία-Κοινωνία- Περιβάλλον», εξηγεί η Χρυσούλα Εξάρχου και τονίζει πως η «συνταγή» για τις υπεύθυνες επιχειρήσεις αυτήν τη στιγµή περιλαµβάνει «ένα µοντέλο Βιώσιµης Ανάπτυξης µε άξονες την καινοτοµία, την ανταγωνιστικότητα, την εξωστρέφεια, για µια κοινωνία ευηµερίας χωρίς αποκλεισµούς».
Το QualityNet Foundation, που διοργανώνει εδώ και τέσσερα χρόνια τον θεσµό «BRAVO» -ο οποίος αξιολογεί την κοινωνική απόδοση των δράσεων και των προγραµµάτων που αναπτύσσουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ΕΚΕ – έχει συγκεντρώσει για το «Sustainable Greece 2020» τη στήριξη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον διεθνή οργανισµό World Business Council for Sustainable Development, το German Sustainability Council, ενώ η πρωτοβουλία έχει τεθεί και υπό την αιγίδα των υπουργείων Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιµατικής Αλλαγής.
Την πρωτοβουλία στηρίζουν ενεργά και 26 «Πρεσβευτές Βιωσιµότητας», επιχειρήσεις που διαπρέπουν στον κλάδο τους στα θέµατα βιώσιµης ανάπτυξης και υπεύθυνης επιχειρηµατικότητας, των οποίων οι πολιτικές και τα προγράµµατα µπορούν να λειτουργήσουν ως καλές πρακτικές για τη µεταφορά τεχνογνωσίας και σε άλλες επιχειρήσεις.
«Για πρώτη φορά στην Ελλάδα η βιώσιµη ανάπτυξη αποτελεί κοινή επιδίωξη και πλαίσιο συνεργασίας της ελληνικής αγοράς, της κοινωνίας των πολιτών και της ελληνικής πολιτείας. Με τον ανοικτό διάλογο που βασίζεται στις κατευθύνσεις και τις προτεραιότητες του “Europe 2020”, συνυπολογίζοντας τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς, θέλουµε καταρχήν να συµβάλουµε στο έργο της πολιτείας στη χάραξη στρατηγικής για τη βιώσιµη ανάπτυξη», εξηγεί η αντιπρόεδρος του QNF και προσθέτει πως το «Sustainable Greece 2020» έχει ως σκοπό, µεταξύ άλλων, «τη δηµιουργία ενός policy paper, του Παρατηρητηρίου Βιωσιµότητας, του Εθνικού Δείκτη Βιωσιµότητας και του Μηχανισµού Καταγραφής Κοινωνικών Αναγκών, που θα αποτελέσουν τα εργαλεία τα οποία θα υποστηρίξουν τους Οργανισµούς στην ενσωµάτωση πολιτικών βιωσιµότητας και υπεύθυνης επιχειρηµατικότητας».
Στην κατεύθυνση αυτή αναµένεται να συµβάλει και η ολοκλήρωση από µέρους της πολιτείας της «Εθνικής Στρατηγικής ΕΚΕ» που βρίσκεται εδώ και καιρό στα σκαριά και η οποία, παρότι θα έχει συµβουλευτικό χαρακτήρα, αναµένεται να αποτελέσει έναν πιο ξεκάθαρο οδηγό για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Όλα συνάδουν λοιπόν στο ότι η Ελλάδα στρέφεται στη δηµιουργία εργαλείων ενίσχυσης της ΕΚΕ και της βιώσιµης ανάπτυξης, και βαδίζει, άλλοτε γρήγορα και άλλοτε πιο αργά, προς µια νέα εποχή επιχειρηµατικότητας, δίνοντας ιδιαίτερη έµφαση στον µακροπρόθεσµο περιβαλλοντικό αντίκτυπο των δραστηριοτήτων των ελληνικών επιχειρήσεων. Όλοι συµφωνούν, ωστόσο, πως κοµβικό ρόλο στο εάν θα καταφέρει η ελληνική οικονοµία να «πατήσει» γερά και µε συνέπεια σε βάθος χρόνου στις αρχές της Βιώσιµης Ανάπτυξης, θα παίξει η καταπολέµηση της πολυνοµίας και της έλλειψης ρευστότητας που εξακολουθεί να «πνίγει» τη «ραχοκοκαλιά» της, που δεν είναι άλλη από τις µικροµεσαίες επιχειρήσεις που προσπαθούν σε πείσµα των καιρών να ενστερνιστούν τις πρακτικές της εταιρικής υπευθυνότητας και τις αρχές της βιωσιµότητας. Είναι ένα «στοίχηµα» που µένει να κερδηθεί…
*Το άρθρο δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του περιοδικού Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα