Έως το τέλος του 2018 αναμένεται να έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες και να αποσταλεί στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο φάκελος για την πιστοποίηση του σκόρδου Βύσσας, ως προϊόντος είτε Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) είτε ως Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ), όπως επισήμανε ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Παραγωγής, Επεξεργασίας, Εμπορίας Σκόρδου Βύσσας, Αναστάσιος Γιακμογλίδης, εκφράζοντας την ικανοποίησή του για τη φετινή παραγωγή.
Με την πιστοποίηση, «θα αποκτήσουν προστιθέμενη αξία τα προϊόντα που παράγουμε και μια ταυτότητα με αξία για τις αγορές του εξωτερικού» υπογράμμισε ο ίδιος, τονίζοντας ότι τα σκόρδα Βύσσας «ταξιδεύουν» φέτος έστω και σε μικρές ποσότητες σε Βουλγαρία, Ρουμανία και παραδοσιακά σε Κύπρο και Γερμανία.
«Φέτος η παραγωγή ήταν καλή […] αν και οι παγετοί κατέστρεψαν περίπου το 10%» σημείωσε ο κ.Γιακμογλίδης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Έτσι, μετά την περσινή μείωση σε ποσοστό άνω του 40%, «φέτος η παραγωγή υπολογίζεται ότι υπερβαίνει τα 30 εκατ. τεμάχια ξερών σκόρδων (περίπου 3.000 τόνους)».
Όσον αφορά τις τιμές, σύμφωνα με τον κ. Γιακμογλίδη, βρίσκονται στα περσινά επίπεδα και ανέρχονται στα 2,30-2,70 ευρώ το κιλό για το χλωρό (που πουλιόταν ως αυτή την εποχή) και θα κυμανθούν στα 3 -3,5 ευρώ για το ξερό σκόρδο, τυποποιημένο και συσκευασμένο.
Τονίζεται δε, ότι το 2017 είναι η δεύτερη χρονιά που ο συνεταιρισμός έχει και βιολογικό σκόρδο. Τα μέλη του συνεταιρισμού διαχειρίζονται περίπου 600 τόνους ξηρό σκόρδο και 40 με 50 τόνους χλωρό.
Στην περιοχή καλλιεργούνται συνολικά 3.000 στρέμματα, με τα 600 να ανήκουν σε μέλη του συνεταιρισμού.
Η απόδοση κυμαίνεται στα 1.000 με 1.200 κιλά ανά στρέμμα, ωστόσο, όπως επισήμανε ο ίδιος, αυτή αντισταθμίζεται από το κόστος παραγωγής, που είναι σημαντικά υψηλό και «μπορεί να ξεπερνά τα 1.000 ευρώ ανά στρέμμα». ‘
Οπως τόνισε «το 80% της εργασίας γίνεται χειρωνακτικά. Από τη σπορά έως το ράφι το σκόρδο θα περάσει από τα χέρια ενός εργάτη τουλάχιστον έξι φορές».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο ίδιος επισήμανε ότι τα εισαγόμενα σκόρδα από Κίνα, Ισπανία, Αργεντινή και Χιλή, καλύπτουν την αγορά κυρίως τις εποχές που είναι ελλειμματική η ελληνική παραγωγή, δηλαδή την περίοδο από Φεβρουάριο έως και Μάϊο.
«Όταν τα ελληνικά σκόρδα αφιχθούν στους πάγκους ή στα ράφια, οι καταναλωτές πάντα τα προτιμούν, αφού είναι γευστικότερα από τα εισαγόμενα και άριστης ποιότητας» τόνισε ο ίδιος.
Ο συνεταιρισμός στεγάζεται σε μια έκταση 2.000 τ.μ. και έχει εγκαταστάσεις με γραμμές επεξεργασίας, διαλογής, καθαρισμού τροφίμων και συσκευασίας, ώστε να συμβαδίζει με τις σύγχρονες απαιτήσεις και να καλύπτει τις ανάγκες της αγοράς.
Επιπλέον διαθέτει ψυγείο για την αποθήκευση και τη διατήρηση των προϊόντων, προκειμένου να μπορεί να τα διαθέτει στην αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια όλου του έτους.
Ο συνεταιρισμός ιδρύθηκε το 2009 από 20 παραγωγούς και σήμερα αυτοί φτάνουν τους 150, ενώ στη Νέα Βύσσα, παράγεται περίπου το 70% της ελληνικής παραγωγής σκόρδου.
Μάλιστα, έχει πιστοποιηθεί στο σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης, GLOBALG.A.P, στην αγροτική παραγωγή που εφάρμοσε και παράλληλα συμμετέχει σε ευρωπαϊκά προγράμματα για τη συνεχή βελτίωση των δραστηριοτήτων του, των μελών του, των πελατειακών του σχέσεων και του περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιείται, ώστε να ικανοποιούνται τόσο οι εσωτερικές ανάγκες, όσο και οι συνεπαγόμενες απαιτήσεις των πελατών του.