Το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος αποτελεί θεσμοθετημένο οικονομικό σύμβουλο της Πολιτείας και στο πλαίσιο αυτής της αρμοδιότητάς του οφείλει να δημοσιοποιεί στοιχεία βασισμένα σε αντικειμενικά δεδομένα. Δεν συνέβη αυτό με πρόσφατες ανακοινώσεις του ΟΕΕ, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στο θεσμικό ρόλο του Επιμελητηρίου, αλλά στην αντιπολιτευτική διάθεση του Προέδρου του, μέλους της Κ.Ε. της Νέας Δημοκρατίας. Η αλχημεία των στοιχείων που έθεσε στη δημοσιότητα ο Πρόεδρος του ΟΕΕ συνίσταται κυρίως στο ότι δεν αφαιρούν, όπως προβλέπει ο νόμος, τις ασφαλιστικές εισφορές από το φορολογητέο εισόδημα και στο ότι δεν συμψηφίζουν την προκαταβολή με αυτήν που καταβλήθηκε το προηγούμενο οικονομικό έτος.
Παρατίθεται συγκριτικός πίνακας με τις ανακρίβειες των στοιχείων αυτών, ώστε να καταστεί δυνατός ο δημόσιος έλεγχος τους και να μην επιβιώνει η δημαγωγική διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Η μεταρρύθμιση κατοχυρώνει ίσους κανόνες για όλους και ειδική μέριμνα για τους αδύναμους και τα μεσαία εισοδήματα. Η αλήθεια είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα των αυτοαπασχολούμενων θα πληρώσει μικρότερες εισφορές από ότι με το προϋφιστάμενο σύστημα. Αυτό συμβαίνει για όλους τους πρώην ασφαλισμένους στον ΟΑΕΕ με πραγματικό εισόδημα από 19.000 Ευρώ και κάτω και για όλους τους ασφαλισμένους στο ΕΤΑΑ (λόγω των μεταβατικών ρυθμίσεων) με εισόδημα από 24.000 Ευρώ και κάτω. Συνεπώς, όπως προκύπτει και από τον πίνακα, η συνολική φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση, οικονομολόγου με εισόδημα π.χ., 15.000 Ευρώ είναι 38,15%, μικρότερη σε σχέση με το 43,31% αυτής που τον βάρυνε μέχρι σήμερα (για την 4η κλίμακα του ΟΑΕΕ) και πολύ κάτω από την εξωπραγματική 64,5% που εμφανίζει η ανακοίνωση του Προέδρου του ΟΕΕ.
Η επιβάρυνση θα ήταν ακόμη μικρότερη για τους ελεύθερους επαγγελματίες εάν οι ηγεσίες των επιστημονικών συλλόγων και επιμελητηρίων είχαν ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Υπουργείου να προτείνουν, εφόσον αυτή είναι η βούληση των μελών τους, την μετατροπή των επικουρικών συντάξεων σε συντάξεις επαγγελματικών ταμείων ανά κλάδο. Αυτό θα μείωνε το ύψος της υποχρεωτικής εισφοράς από το, πράγματι υψηλό, 38% σε 27%.
Η πρόταση αυτή του Υπουργείου παραμένει στο τραπέζι του διαλόγου.