Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, αφού εξέτασε τα τέσσερα βασικά σχέδια κανονισμών, για τη μεταρρύθμιση της Koινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ) από το έτος 2014 που παρουσίασε η Επιτροπή, δημοσίευσε σήμερα τη γνώμη του σχετικά με τα εν λόγω κείμενα.
Στη γνώμη αυτή, το Ελεγκτικό Συνέδριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος να λαμβάνουν ενισχύσεις δικαιούχοι που δεν ασκούν καμία γεωργική δραστηριότητα και προτείνει να υιοθετηθεί ένας γενικός και απλός ορισμός του «ενεργού γεωργού» στην Ευρώπη και στη συνέχεια να ανατεθεί στην Επιτροπή το καθήκον να διαχειρίζεται την εφαρμογή της νομοθεσίας που θα προκύψει.
Ειδικότερα, το Συνέδριο αναγνωρίζει τις προσπάθειες που κατέβαλε η Επιτροπή προκειμένου να απλουστευθούν οι διατάξεις της ΚΓΠ, ωστόσο θεωρεί ότι το νομοθετικό πλαίσιο της εν λόγω πολιτικής εξακολουθεί να είναι υπερβολικά πολύπλοκο. Επί παραδείγματι, οι δαπάνες που αφορούν την αγροτική ανάπτυξη διέπονται από έξι διαφορετικά επίπεδα κανόνων.
Όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη, το Συνέδριο τονίζει ότι είναι σημαντικό να τεθούν ειδικοί συγκεκριμένοι στόχοι, τους οποίους θα επιδιώκουν να επιτύχουν τα προτεινόμενα μέτρα, καθώς και να διασφαλιστεί ότι η στήριξη διοχετεύεται στις αγροτικές περιοχές που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη από τις ενισχύσεις.
Το Συνέδριο επισημαίνει την πρόθεση της Επιτροπής να διοχετεύει τις άμεσες ενισχύσεις της ΚΓΠ σε «ενεργούς γεωργούς», καθώς και την προσπάθειά της να επιτευχθεί περισσότερο ισόρροπη κατανομή των άμεσων ενισχύσεων μεταξύ των δικαιούχων.
Ωστόσο, το Συνέδριο θεωρεί ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος να λαμβάνουν ενισχύσεις δικαιούχοι που δεν ασκούν καμία γεωργική δραστηριότητα. Επιπλέον, το Συνέδριο επισημαίνει ότι τα αποτελέσματα της αναδιανομής των ενισχύσεων από τη μείωση του ποσού της ενίσχυσης όταν αυτή υπερβαίνει ορισμένα επίπεδα («επιβολή ανώτατου ορίου») θα είναι περιορισμένα.
Εκτός αυτού, το Συνέδριο αμφιβάλλει εάν ορισμένα από αυτά τα προτεινόμενα μέτρα μπορούν να εφαρμόζονται αποτελεσματικά χωρίς την επιβολή υπερβολικού διοικητικού φόρτου στους εθνικούς φορείς διαχείρισης και τους γεωργούς. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εν λόγω δυσχέρεια, το Συνέδριο προτείνει να υιοθετηθεί ένας γενικός και απλός ορισμός του «ενεργού γεωργού» και να ανατεθεί στην Επιτροπή το καθήκον να διαχειρίζεται την εφαρμογή της νομοθεσίας που θα προκύψει, με σκοπό να επιτευχθούν οι υψηλού επιπέδου στόχοι που ορίζει η Συνθήκη. Οι στόχοι αυτοί συνίστανται στην αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας, καθώς και των ατομικών εισοδημάτων των απασχολούμενων στη γεωργία.
Το Συνέδριο επισημαίνει, επίσης ότι,σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, η προτεινόμενη μεταρρύθμιση θα επιφέρει κατά πάσα πιθανότητα αύξηση 15% των δαπανών για τη διαχείριση των καθεστώτων άμεσων ενισχύσεων, τις οποίες θα επωμισθούν τα κράτη μέλη. Το Συνέδριο θεωρεί ότι η Επιτροπή, ως φέρουσα την τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, πρέπει, κατά την έναρξη της νέας δημοσιονομικής περιόδου, να επανεξετάσει τη λειτουργία των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου των κρατών- μελών. Με την εποπτεία αυτή θα μετριαστεί ο κίνδυνος εντοπισμού τυχόν ανεπαρκειών σε μεταγενέστερους ελέγχους (που μπορεί να οδηγήσει σε δημοσιονομικές διορθώσεις).
Το σχέδιο κανονισμού προβλέπει τα δικαιώματα ενισχύσεων να είναι διαθέσιμα σε νέους γεωργούς (ιδίως γεωργούς νεαρής ηλικίας που αρχίζουν τη γεωργική δραστηριότητά τους) το 2014.
Ωστόσο, το Συνέδριο εκφράζει την ανησυχία του ότι η διαθεσιμότητα αυτή δεν θα είναι εγγυημένη για τα επόμενα έτη. Επιπλέον, το Συνέδριο επισημαίνει ότι η απαίτηση ενεργοποίησης δικαιωμάτων ενίσχυσης το 2011 (ή η υποβολή αίτησης για ενίσχυση) προκειμένου να είναι δυνατή η υποβολή αίτησης για δικαιώματα το 2014 είναι πιθανόν να δημιουργήσει νέα εμπόδια στην είσοδο νέων γεωργών στο επάγγελμα. Το Συνέδριο θεωρεί ότι πρέπει να παρασχεθούν επαρκείς δικλείδες ασφαλείας προκειμένου να αποφευχθούν τα εμπόδια αυτά.
Το Συνέδριο θεωρεί ακόμη ότι οι διατάξεις των σχεδίων κανονισμών που αφορούν την «κατάργηση» και τις «μειώσεις» των ενισχύσεων, καθώς και τον «αποκλεισμό» από αυτές στα κράτη- μέλη, προκαλούν σύγχυση τόσο σχετικά με τη διατύπωσή τους, όσο και σχετικά με το πεδίο εφαρμογής τους. Το Συνέδριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να απλουστευθούν, με τη συνεπή χρήση σαφώς καθορισμένης ορολογίας και την αυστηρή εφαρμογή της αρχής ότι οι παρατυπίες πρέπει, αφενός να συνεπάγονται μειώσεις των ενισχύσεων και αφετέρου να αναφέρονται στα συναφή στατιστικά στοιχεία που παρέχουν τα κράτη- μέλη και η Επιτροπή.
Τέλος, το Συνέδριο επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι η αποτελεσματικότητα της μεταρρύθμισης θα βασιστεί, επίσης, στη σαφήνεια των «κανονισμών εφαρμογής» που θα παρουσιάσει η Επιτροπή. Επιπροσθέτως, θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα με την οποία οι οργανισμοί πληρωμών θα προσαρμόσουν τις διαδικασίες και τα συστήματά τους, εγχείρημα για το οποίο μπορεί να απαιτηθούν από 12 έως 24 μήνες μετά τη χρονική στιγμή έγκρισης των διατάξεων εφαρμογής από την Επιτροπή.