Σε μια συγκυρία όπου η διατήρηση της βιοποικιλότητας δεν είναι απλώς περιβαλλοντική επιλογή, αλλά αναγκαία προϋπόθεση οικονομικής και γεωργικής βιωσιμότητας, η Ελλάδα ενεργοποιεί μια δομικά κρίσιμη παρέμβαση της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής 2023-2027. Η απόφαση υπ’ αριθμ. 82775, όπως δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Β’ 1765/10.04.2025), εισάγει ένα οικονομικά στοχευμένο μέτρο ενίσχυσης για τη βιολογική μελισσοκομία, το οποίο υποστηρίζεται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης.
Το νέο καθεστώς παρέχει οικονομικά κίνητρα που αγγίζουν τα 10.230 ευρώ ετησίως, αναλόγως του αριθμού των μελισσοσμηνών ανά εκμετάλλευση, προκειμένου να καλυφθεί το διαφυγόν εισόδημα, οι εργαστηριακές αναλύσεις και το κόστος πιστοποίησης των παραγωγών που μετατρέπουν ή διατηρούν τις κυψέλες τους στη βιολογική παραγωγή.
Η παρέμβαση Π3-70-1.6, που εντάσσεται στο άρθρο 70 του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/2115, καλύπτει δύο διακριτές δράσεις: τη μετατροπή συμβατικών μελισσοσμηνών σε βιολογικές και τη διατήρηση υφιστάμενων βιολογικών σμηνών, με χρονικό ορίζοντα έξι και πέντε ετών αντίστοιχα, για κάθε κατηγορία υποχρέωσης.
Οι προϋποθέσεις συμμετοχής είναι αυστηρές και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την τήρηση ηλεκτρονικών μητρώων, τη σύναψη συμβάσεων με πιστοποιητικούς φορείς και την ύπαρξη ελάχιστου αριθμού 20 σμηνών ανά εκμετάλλευση. Παράλληλα, δίνεται προτεραιότητα σε νέους αγρότες, εκμεταλλεύσεις μικρής ή μεσαίας κλίμακας, καθώς και σε εκείνες που εδρεύουν σε ορεινές, νησιωτικές ή περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές.
Ωστόσο, ένα σημείο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον κλάδο, είναι η απουσία πρόβλεψης μεταβατικότητας για τους παραγωγούς που συμμετείχαν στο προηγούμενο πρόγραμμα (Μέτρο 11 του ΠΑΑ 2014-2022). Όπως ρητά ορίζεται, οι ήδη ενταγμένοι στο παλαιό καθεστώς δεν μπορούν να συμμετάσχουν στη νέα παρέμβαση. Αντιθέτως, ο μόνος επιτρεπόμενος μηχανισμός αφορά τη διατήρηση χωριστών δεσμεύσεων σε περιπτώσεις μεταβίβασης εκμετάλλευσης, όταν ο νέος κάτοχος είναι ήδη ενταγμένος σε άλλο βιολογικό μέτρο. Αυτή η θεσμική σιωπή δημιουργεί ερωτήματα για το μέλλον παραγωγών με ενεργή οικολογική συνείδηση και επενδύσεις σε βιολογικές πρακτικές.
Από δημοσιονομικής πλευράς, το σύστημα επιτρέπει υπερδέσμευση του διαθέσιμου προϋπολογισμού έως και 110%, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη βούληση των αρχών να απορροφήσουν πλήρως τις επιλέξιμες αιτήσεις και να μην αφήσουν κανέναν αξιόπιστο παραγωγό εκτός πλαισίου. Η απόφαση επίσης ενισχύει τη διαφάνεια και την αξιοπιστία μέσω της πλήρους ψηφιοποίησης των αιτήσεων και της υποχρεωτικής ανάρτησης πινάκων αποτελεσμάτων σε επίσημες διαδικτυακές πύλες.
Αν και η απόφαση δεν επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, οι επιπτώσεις της είναι αναμφισβήτητα πολλαπλασιαστικές: από την ενίσχυση της οικονομικής ανθεκτικότητας της υπαίθρου έως την προστασία ενός κρίσιμου περιβαλλοντικού κεφαλαίου, των μελισσών, που απειλούνται σε παγκόσμιο επίπεδο από την κλιματική αλλαγή και τις εντατικές πρακτικές γεωργίας.
Η παρέμβαση αυτή, τεκμηριωμένη, κοστολογημένη και θεσμικά εξασφαλισμένη, τοποθετεί τη χώρα σε μια πρωτοποριακή ευρωπαϊκή πορεία βιώσιμης γεωργίας, όπου η παραγωγική απόδοση και η οικολογική ισορροπία παύουν να είναι αντικρουόμενοι στόχοι και γίνονται, αντίθετα, συμπληρωματικές αξίες του σύγχρονου αγροτικού μέλλοντος.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις