Η επαναχρησιμοποίηση των πρώτων υλών που σήμερα απορρίπτονται ως απόβλητα αποτελεί μία από τις βασικές αρχές της δέσμης μέτρων για την κυκλική οικονομία που εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του 2015. Σήμερα η Επιτροπή προτείνει έναν κανονισμό που θα διευκολύνει σημαντικά την πρόσβαση στην ενιαία αγορά της ΕΕ των βιολογικών λιπασμάτων και των λιπασμάτων που παράγονται από απόβλητα, τα οποία αποκτούν πρόσβαση επί ίσοις όροις με τα παραδοσιακά, μη βιολογικά λιπάσματα. Με τον τρόπο αυτό θα δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες στην αγορά για καινοτόμες επιχειρήσεις, με παράλληλη μείωση των αποβλήτων, της κατανάλωσης ενέργειας και της περιβαλλοντικής ζημίας.
Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και επίτροπος αρμόδιος για την απασχόληση, την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα, κ. Jyrki Katainen, δήλωσε: «Ελάχιστοι από τους άφθονους πόρους βιολογικών αποβλήτων μετατρέπονται σε πολύτιμα λιπάσματα. Οι αγρότες μας χρησιμοποιούν λιπάσματα που παράγονται από εισαγόμενους πόρους ή με ενεργοβόρες διαδικασίες, παρόλο που η βιομηχανία μας θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα εν λόγω βιολογικά απόβλητα για την παραγωγή ανακυκλωμένων θρεπτικών ουσιών. Ο κανονισμός αυτός θα μας βοηθήσει να μετατρέψουμε τα προβλήματα σε ευκαιρίες για τους γεωργούς και τις επιχειρήσεις.»
Ο κανονισμός θεσπίζει κοινούς κανόνες για τη μετατροπή των βιολογικών αποβλήτων σε πρώτες ύλες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή λιπασμάτων. Καθορίζει απαιτήσεις ασφάλειας, ποιότητας και σήμανσης προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται όλα τα λιπάσματα προκειμένου να διατίθενται ελεύθερα στο εμπόριο σε ολόκληρη την ΕΕ. Οι παραγωγοί θα πρέπει να αποδείξουν ότι τα προϊόντα τους πληρούν τις εν λόγω απαιτήσεις και ότι συμμορφώνονται με τα όρια για τους οργανικούς ρυπαντές, τις μικροβιακές προσμείξεις και τις φυσικές προσμείξεις πριν από την επίθεση της σήμανσης CE.
Οι νέοι κανόνες θα εφαρμόζονται σε όλους τους τύπους λιπασμάτων, ώστε να εξασφαλίζεται το υψηλότερο επίπεδο προστασίας του εδάφους. Ο κανονισμός εισάγει αυστηρά όρια όσον αφορά το κάδμιο που περιέχεται στα φωσφορικά λιπάσματα. Τα όρια θα μειωθούν από τα 60 mg/kg στα 40 mg/kg ύστερα από 3 έτη και στα 20 mg/kg ύστερα από 12 έτη, μειώνοντας τους κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον.
Δεδομένου ότι ορισμένα λιπάσματα δεν παράγονται ή δεν αποτελούν αντικείμενο διασυνοριακού εμπορίου σε μεγάλες ποσότητες, η Επιτροπή προτείνει προαιρετική εναρμόνιση: ανάλογα με την επιχειρηματική τους στρατηγική και τον τύπο του προϊόντος, οι κατασκευαστές μπορούν να επιλέγουν είτε τη σήμανση CE για το προϊόν τους, καθιστώντας το ελεύθερα εμπορεύσιμο στην ενιαία αγορά σύμφωνα με τους κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες, είτε να το εμπορεύονται σύμφωνα με εθνικά πρότυπα που βασίζονται στην αμοιβαία αναγνώριση στην ενιαία αγορά. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη οι αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας και της επικουρικότητας.
Ο υφιστάμενος κανονισμός για τα λιπάσματα του 2003 εγγυάται την ελεύθερη κυκλοφορία στην ενιαία αγορά κυρίως για τα συμβατικά, μη βιολογικά λιπάσματα, τα οποία συνήθως προέρχονται από ορυχεία ή παράγονται χημικώς. Οι διαδικασίες αυτές καταναλώνουν πολλή ενέργεια και εκλύουν μεγάλες ποσότητες CO2. Τα καινοτόμα λιπάσματα που παράγονται από οργανικά υλικά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ισχύοντος κανονισμού για τα λιπάσματα. Η πρόσβασή τους στην ενιαία αγορά εξαρτάται, επομένως, από την αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των κρατών μελών, με αποτέλεσμα, λόγω των διαφορετικών εθνικών κανόνων, να είναι συχνά δύσκολη.
Ο υφιστάμενος κανονισμός για τα λιπάσματα δεν λαμβάνει επίσης υπόψη τις περιβαλλοντικές ανησυχίες που προκύπτουν από τη ρύπανση του εδάφους, των εσωτερικών υδάτων, των θαλάσσιων υδάτων και, τελικά, των τροφίμων από τα λιπάσματα.
Η έρευνα, η καινοτομία και οι επενδύσεις σήμερα εξελίσσονται ταχύτατα, συμβάλλοντας στην κυκλική οικονομία με τη δημιουργία τοπικών θέσεων εργασίας και με την παραγωγή αξίας από δευτερογενείς πρώτες ύλες, οι οποίες σε άλλη περίπτωση θα απορρίπτονταν ως απόβλητα.
Κατά συνέπεια, οι επιχειρηματικές ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις που παράγουν βιολογικά λιπάσματα είναι σημαντικές. Σήμερα ανακυκλώνεται μόλις το 5% των βιολογικών αποβλήτων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, εάν ανακυκλώνονταν περισσότερα βιολογικά απόβλητα, θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν έως και το 30% των μη βιολογικών λιπασμάτων. Επί του παρόντος, η ΕΕ εισάγει περίπου 6 εκατομμύρια τόνους φωσφορικών αλάτων ανά έτος, αλλά θα μπορούσε να αντικαταστήσει έως το 30% της ποσότητας αυτής με εκχύλιση από λυματολάσπη, βιοαποδομήσιμα απόβλητα, κρεατάλευρα και οστεάλευρα ή κοπριά.
Επόμενα βήματα
Το σχέδιο κανονισμού θα υποβληθεί τώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο προς έγκριση. Μόλις εκδοθεί θα ισχύει άμεσα, χωρίς να χρειάζεται μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, ύστερα από μια μεταβατική περίοδο που θα επιτρέπει στις εταιρείες και στις δημόσιες αρχές να προετοιμαστούν για τους νέους κανόνες.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις