Είναι 200 φορές γλυκύτερη από τη ζάχαρη και έχει μια ελαφριά γεύση γλυκόριζας. Αυτή είναι η στέβια.
Είναι πλέον το πιο γνωστό υποκατάστατο της ζάχαρης, που ευδοκιμεί ιδιαίτερα στη νότια Ισπανία, χάρις στον τροπικό καιρό.
Πολλοί αγρότες στη Μάλαγα έχουν στραφεί στην καλλιέργεια του συγκεκριμένου φυτού, καθώς τα κέρδη είναι πολύ περισσότερα από ότι με άλλες καλλιέργειες. Ο Σέρζιο Μαρτίν είναι ένας από αυτούς:
«Παλιότερα καλλιεργούσα ντομάτες, πατάτες, πιπεριές και κρεμμύδια. Αλλά το μέλλον αυτών των καλλιεργειών είναι πολύ αβέβαιο. Γι’ αυτό αποφάσισα να στραφώ σε μια νέα καλλιέργεια, στη στέβια. Είναι ένα φυτό, που δεν προσβάλλεται από παράσιτα. Έχεις τρεις φορές σοδειά το χρόνο. Τώρα έχουμε τέσσερις φορές, καθώς την φυτεύουμε και δεν χρειάζεται να την ξαναφυτέψουμε».
Οι ουσίες που βγάζουμε από τη στέβια είναι μοναδικές, καθώς δεν έχουν καθόλου θερμίδες και είναι ασφαλείς για τους διαβητικούς, καθώς δεν επηρεάζουν το επίπεδο ινσουλίνης.
Τα φύλλα του φυτού αποξηραίνονται και στη συνέχεια βράζονται, ώστε να εξαχθούν οι γλυκαντικές ουσίες, οι γλυκοζίτες στεβιόλης, που είναι γνωστοί και ως Ε-960. Ο βοτανολόγος Χοσέ Λουίς Ρόζουα έχει στήσει την εταιρία SteviGran, για την επεξεργασία των φύλλων:
«Δεχόμαστε κιλά αποξηραμένων φύλλων. Ξεκινάμε να τα βράζουμε, ώστε να εξάγουμε τα συστατικά τους. Μετά το πρώτο βράσιμο, βγάζουμε ένα προϊόν με αυτά τα χαρακτηριστικά, που δεν έχει την εξουσιοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει λοιπόν να το φιλτράρουμε. Υπάρχουν διαφορετικά στάδια καθαρισμού, μικρο, υπερ και νανοφιλτράρισμα, μέχρι να πετύχουμε ένα καθαρό προϊόν, όπως το συγκεκριμένο. Αυτό το φιλτραρισμένο προϊόν μπορεί να πουληθεί αραιωμένο, καθώς έχει 95% στεβιόλη. Συνήθως όμως πωλείται ως καθαρή σκόνη στέβιας».
Η εταιρία SteviGran επεξεργάζεται την καθαρή σκόνη στέβιας και την μετατρέπει σε δίσκια που λειτουργούν ως υποκατάστατο ζάχαρης.
Πολύς κόσμος ανησυχεί τα τελευταία χρόνια για τις θερμίδες που έχει η ζάχαρη, γι’ αυτό και στρέφεται στα υποκατάστατά της και στη στέβια.
Αλλά δεν είναι όλα τόσο τέλεια, όσο ακούγονται. Δεν είναι λίγοι οι σεφ που επισημαίνουν ότι δεν αναμιγνύεται καλά με τα υπόλοιπα συστατικά ή ότι η γεύση γλυκόριζας δεν καλύπτεται μερικές φορές. Μερικοί διατροφολόγοι μάλιστα ζητούν περισσότερες μελέτες για τις επιπτώσεις της στέβιας στον ανθρώπινο οργανισμό.
Σίγουρα υπάρχει μεγάλη παραπληροφόρηση για την στέβια, όπως επισημαίνει ο καθηγητής γεωπονικής Χοσέ Μιγκέλ Μουλέτ από το Πολυτεχνείο της Βαλένθια:
«Μπορείτε να τη βρείτε σε πολλά προϊόντα στο σούπερ μάρκετ. Αλλά διαβάστε προσεκτικά την ετικέτα. Εάν γράφει, φτιαγμένο από στέβια, δεν σημαίνει ότι περιέχει στέβια, γιατί το φυτό δεν είναι εγκεκριμένο. Ποια είναι τα προβλήματα της στέβιας; Το πρόβλημα με την κατανάλωσή της ως φυτού είναι ότι έχει φαρμακολογική δράση. Μπορεί να προκαλέσει ανδρική υπογονιμότητα και μια σταγόνα στο αίμα, μερικές φορές μπορεί να είναι μοιραία. ΄Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι η στέβια διαφημίζεται ως το φάρμακο για το διαβήτη. Αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος. Η στέβια δεν υποκαθιστά καμιά θεραπεία για τον διαβήτη. Η στέβια είναι ένα γλυκαντικό, κατάλληλο για διαβητικούς, γιατί δεν αυξάνει τα επίπεδα ινσουλίνης, όπως κάνει η ζαχαρίνη ή η ασπαρτάμη».
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα φύλλα στέβιας δεν αναγνωρίζονται ως διατροφικό προϊόν και δεν επιτρέπεται στους αγρότες να τα πουλήσουν. Θεωρούνται ως η αρχική ακατέργαστη ύλη, από την οποία βγαίνει το γλυκαντικό.
Τον Νοέμβριο του 2011, η Ε.Ε νομιμοποίησε όχι το φυτό αλλά τους γλυκοζίτες στεβιόλης, που είναι γνωστοί ως το συστατικό Ε-960. Τα φύλλα στέβιας επιτρέπονται να πωληθούν και να καταναλωθούν μόνο στη Βαυαρία, καθώς μια γερμανική εταιρία απέδειξε σε γερμανικό δικαστήριο ότι η στέβια είναι ένα παλιό φυτό και ότι οι ίδιοι πωλούσαν ξερά φύλλα στέβιας, πριν εφαρμοστεί η ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Ο Λεοβιγκίλντο Ματίν, πρόεδρος της Ένωσης Παραγωγών και Πωλητών Στέβιας στην Ανδαλουσία ζητά ισότητα ευκαιριών στην Ε.Ε. και επισημαίνει:
«Καταναλωνόταν παλιότερα στην Ευρώπη, ως ένα παραδοσιακό φυτό, όπως είναι το τσάι και το χαμομήλι. Δεν πρόκειται δηλαδή για κάτι καινούργιο. Άρα, η Ε.Ε. πρέπει να επιτρέψει στους πολίτες της να την αγοράζουν και να καταναλώνουν, όπως συμβαίνει με το τσάι και το χαμομήλι».
Το φυτό είναι γνωστό εδώ και αιώνες. Προέρχεται από την Παραγουάη και χρωστάει το όνομά του στον ισπανό βοτανολόγο Πέδρο Χάιμε Εστέβε, που πέθανε το 1556. Ήταν ο πρώτος που διαπίστωσε τις ιδιότητές της με φυλές της περιοχής.
Τη δεκαετία του ’70, ήταν η Ιαπωνία που ξεκίνησε την βιομηχανική της επεξεργασία. Στη συνέχεια η παραγωγή μετακόμισε στην Κίνα, την Ταϊλάνδη και την Μαλαισία.
πηγη euronews
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις