Αλλάζει η ευρωπαϊκή πολιτική για τα λιπάσματα

Οι ευρωβουλευτές θέλουν να εισαγάγουν όρια για τα βαρέα μέταλλα, όπως το κάδμιο, στα φωσφορικά λιπάσματα προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι για την υγεία και το περιβάλλον.

Ο κανονισμός θα προωθήσει τη χρήση ανακυκλωμένων υλικών για την παραγωγή λιπασμάτων, βοηθώντας έτσι στην ανάπτυξη της κυκλικής οικονομίας, μειώνοντας ταυτόχρονα την εξάρτηση από εισαγόμενες ουσίες από χώρες εκτός ΕΕ. Η ευκολότερη πώληση καινοτόμων οργανικών λιπασμάτων σε ολόκληρη την ΕΕ θα δώσει περισσότερες επιλογές στους γεωργούς και τους καταναλωτές προωθώντας έτσι την πράσινη καινοτομία.

Επιβολή ορίων για το κάδμιο

Το κάδμιο, ένα βαρέο μέταλλο που συναντάται κυρίως στα ανόργανα φωσφορικά λιπάσματα, επιφέρει κινδύνους για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων καθώς και για το περιβάλλον, διότι συσσωρεύεται στο περιβάλλον και εισέρχεται στην τροφική αλυσίδα. Οι ευρωβουλευτές πρότειναν να μειωθούν τα όρια του καδμίου από 60 mg/kg σε 40 mg/kg μετά από τρία χρόνια και σε 20 mg/kg μετά από εννέα χρόνια. Το αμέσως επόμενο διάστημα θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο με στόχο την επίτευξη συμφωνίας σε πρώτη ανάγνωση. Η πρόταση βασίζεται σε εκτεταμένες διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερόμενους φορείς και σε εκτίμηση αντικτύπου. Η αξιολόγηση του υφιστάμενου κανονισμού για τα λιπάσματα, που πραγματοποιήθηκε το 2010, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός αυτός θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματικός όσον αφορά την προώθηση καινοτόμων λιπασμάτων, καθώς και ότι θα απαιτούνταν μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς. Κατέδειξε επίσης ότι ούτε οι οικονομικοί φορείς ούτε οι εθνικές αρχές θεωρούσαν ότι η αμοιβαία αναγνώριση αρκούσε για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των οργανικών λιπασμάτων, δεδομένου ότι τα λιπάσματα αποτελούν προϊόντα για τα οποία απαιτούνται αυστηροί κανόνες προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα των προϊόντων καθώς και η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας. Κατά το στάδιο κατάρτισης πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με την κυκλική οικονομία που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2015. Οι ενδιαφερόμενοι φορείς κλήθηκαν επίσης να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με τον χάρτη πορείας για την αναθεώρηση του κανονισμού για τα λιπάσματα που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2015. Η πρόταση υποστηρίζεται από εκτίμηση επιπτώσεων η οποία κατέδειξε ότι η μεταρρύθμιση θα οδηγήσει σε διοικητική απλούστευση και θα διασφαλίσει την απαιτούμενη ευελιξία στην αγορά, διασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος.

Γενικές παρατηρήσεις

Η εισηγήτρια επικροτεί την πρόταση του «κανονισμού για τα προϊόντα λίπανσης» ως μέρος της δέσμης μέτρων για την κυκλική οικονομία. Η πρόταση εκσυγχρονίζει την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και την εποπτεία της αγοράς σύμφωνα με το «νέο νομοθετικό πλαίσιο» για τη νομοθεσία για τα προϊόντα, καλύπτει ευρύτερο φάσμα προϊόντων λίπανσης (συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων που παράγονται από δευτερογενείς πρώτες ύλες) και θέτει όρια για την παρουσία βαρέων μετάλλων και προσμείξεων στα προϊόντα λίπανσης προκειμένου να προστατευτεί το δημόσιο συμφέρον.

Προαιρετική εναρμόνιση

Η πρωτοβουλία στοχεύει στην επίτευξη κρίσιμης μάζας για τα προϊόντα αυτά μέσω της εσωτερικής αγοράς. Η αμοιβαία αναγνώριση των μη εναρμονισμένων λιπασμάτων έχει αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη στο παρελθόν, ενώ η νομοθεσία εναρμόνισης των προϊόντων έχει αποτελέσει έναν αποτελεσματικό τρόπο διασφάλισης της πρόσβασης στην εσωτερική αγορά για τα ανόργανα λιπάσματα. Συνάγεται, επομένως, το συμπέρασμα ότι η νομοθεσία εναρμόνισης προϊόντων για τα λιπάσματα από οργανικές ή δευτερογενείς πρώτες ύλες δεν προχωρά πέρα από το σημείο που χρειάζεται για να επιτευχθεί η κανονιστική εξασφάλιση που απαιτείται ώστε να παρασχεθούν κίνητρα για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στην κυκλική οικονομία. Η κανονιστική τεχνική που επελέγη για την παρούσα πρόταση αφήνει στους οικονομικούς φορείς τη μέγιστη δυνατή ευελιξία για τη θέση νέων προϊόντων σε κυκλοφορία στην εσωτερική αγορά χωρίς συμβιβασμούς όσον αφορά την ασφάλεια και την ποιότητα. Επιπλέον, αφήνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιτρέπουν την κυκλοφορία μη εναρμονισμένων λιπασμάτων στην εθνική αγορά χωρίς να στερούν από τους οικονομικούς φορείς που επιδιώκουν το διασυνοριακό εμπόριο για μεγαλύτερες αγορές τη δυνατότητα να επιλέξουν τα οφέλη του εναρμονισμένου κανονιστικού πλαισίου. Η εισηγήτρια πιστεύει ότι οι υφιστάμενοι φραγμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία καινοτόμων λιπασμάτων, λόγω των διιστάμενων εθνικών κανονιστικών πλαισίων, δεν μπορούν να αρθούν επιτυχώς με μονομερείς ενέργειες των κρατών μελών. Οι δράσεις της ΕΕ θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν την ελεύθερη κυκλοφορία αυτών των οργανικών λιπασμάτων στην εσωτερική αγορά θεσπίζοντας εναρμονισμένα και φιλόδοξα κριτήρια ποιότητας και ασφάλειας καθώς και περιβαλλοντικά κριτήρια. Εξάλλου, ένα ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο θα επιστήσει την προσοχή των κρατών μελών στις οικονομικές και περιβαλλοντικές δυνατότητες των καινοτόμων λιπασμάτων, θα θέσει τα οργανικά λιπάσματα σε ισότιμη βάση με τα λιπάσματα ορυκτής βάσης και θα παράσχει κίνητρα για καινοτομία. Η εισηγήτρια επισημαίνει ότι οι εταιρίες που θα επιλέξουν την οδό της εναρμόνισης θα ωφεληθούν από την ευκολότερη πρόσβαση σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά. Θα περιοριστεί επίσης το διοικητικό κόστος, καθώς θα υπάρχει μικρότερη ανάγκη για την καταχώριση μεμονωμένων προϊόντων σύμφωνα με διιστάμενους εθνικούς κανόνες. Οι παραγωγοί που δεν υπόκεινται σε διαδικασίες πιστοποίησης από τρίτους θα επηρεαστούν σε μικρότερο βαθμό σε σύγκριση με εκείνους που επωμίζονται επιπλέον το κόστος της πιστοποίησης από τρίτο μέρος (π.χ. ΜΜΕ). Το κόστος αυτό θα μετριαστεί χάρη στη μείωση της συχνότητας των ελέγχων ανάλογα με τον όγκο της παραγωγής και χάρη στη μείωση του αριθμού των δειγματοληψιών από εξωτερικούς φορείς μετά το έτος αναγνώρισης. Υπό την έννοια αυτή, η προαιρετική εναρμόνιση θα διευκολύνει την ομαλή μετάβαση στο νέο κανονιστικό πλαίσιο, καθώς θα επιτρέπει στους παραγωγούς να επιλέξουν αν θα εμπορεύονται το προϊόν στην τοπική αγορά ή στην αγορά της ΕΕ.

Νέες απαιτήσεις και πεδίο εφαρμογής του κανονισμού

Ένας από τους στόχους του κανονισμού είναι η βελτίωση των προτύπων ασφάλειας των προϊόντων λίπανσης, καθώς και η μείωση των ορίων για τα βαρέα μέταλλα, ιδίως το κάδμιο, για κάθε κατηγορία λειτουργίας προϊόντος (ΚΛΠ). Με τον τρόπο αυτό μπορεί να βελτιωθεί η ασφάλεια των τροφίμων και των καταναλωτών, καθώς και η προστασία του εδάφους. Σύμφωνα με τα νέα πρότυπα ασφάλειας, καθορίζονται μέγιστα όρια για τις προσμείξεις, όπως οι οργανικές ή μικροβιακές προσμείξεις. Επιπλέον, ορίζεται νέα ελάχιστη περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά για κάθε επιμέρους ΚΛΠ, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα των προϊόντων λίπανσης με σήμανση CE. Τα επιτρεπόμενα όρια καδμίου στα φωσφορικά λιπάσματα αποτελούν αντικείμενο εκτενούς συζήτησης όσον αφορά τη σωστή ισορροπία μεταξύ των στόχων δημοσίου συμφέροντος και των αναλογικών μέσων για την επίτευξή τους, καθώς και όσον αφορά την επιστημονική βάση και τη διαθεσιμότητα των αναγκαίων τεχνολογιών μέχρι σήμερα. Σε επίπεδο επιτροπής, στην Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων του Κοινοβουλίου έχει χορηγηθεί αποκλειστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό των επιτρεπόμενων ορίων καδμίου στο παράρτημα I της πρότασης. Σαφής διάκριση μεταξύ των λιπασμάτων Ο τρέχων ορισμός των προϊόντων λίπανσης που ενσωματώνεται στην πρόταση ενδέχεται να προκαλέσει σύγχυση στους γεωργούς, δεδομένου ότι περιλαμβάνει διάφορα είδη προϊόντων, με διαφορετικές λειτουργίες και χαρακτηριστικά. Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερα σαφής διάκριση μεταξύ των λιπασμάτων (προϊόντα που παρέχουν θρεπτικά συστατικά για την ανάπτυξη των φυτών) και άλλων ειδών προϊόντων (βελτιωτικά εδάφους, υπόστρωμα καλλιέργειας, γεωπονικά πρόσθετα ή βιοδιεγέρτες), τα οποία έχουν διαφορετικές λειτουργίες, όπως να διεγείρουν ορισμένες λειτουργίες των φυτών, έχουν επιπτώσεις στο έδαφος κ.λπ.

Μείωση του διοικητικού φόρτου

Η πρόταση προβλέπει σειρά απαιτήσεων για τους οικονομικούς φορείς προκειμένου να επιτευχθεί μια ενιαία αγορά που διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον, όπως την ασφάλεια, την προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος κ.λπ. Ωστόσο, οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να επιτευχθούν με όσο το δυνατόν λιγότερο επαχθή μέτρα ώστε να μην παρεμποδίζονται η καινοτομία και η δημιουργία θέσεων εργασίας στον τομέα. Ως εκ τούτου, η εισηγήτρια θεωρεί σημαντικό να προσαρμοστεί η πρόταση ώστε οι υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων να είναι αναλογικές προς τους στόχους του παρόντος κανονισμού χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου.

Σήμανση

Η εισηγήτρια θεωρεί σημαντικό να είναι η σήμανση σαφής και ολοκληρωμένη, ενώ θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα διαθέσιμα θρεπτικά συστατικά και τη διαλυτότητά τους. Αυτό είναι απαραίτητο για τους γεωργούς προκειμένου να αξιολογούν ορθά τη γεωπονική απόδοση των προϊόντων και να επιλέγουν το καταλληλότερο προϊόν για τις ανάγκες των καλλιεργειών τους και τις εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά. Βελτιώνει επίσης την απόδοση και είναι ευνοϊκό για το περιβάλλον.

Συμπεράσματα

Η εισηγήτρια πιστεύει ότι η παρούσα πρόταση θα οδηγήσει σε απλούστευση και μείωση του διοικητικού φόρτου για τους παραγωγούς προϊόντων λίπανσης οι οποίοι επιδιώκουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε περισσότερες από μία εθνικές επικράτειες στην εσωτερική αγορά, αφού η πρόσβαση αυτή δεν θα εξαρτάται πλέον από την αμοιβαία αναγνώριση. Παράλληλα, αποφεύγεται η απαγόρευση ή ο περιορισμός της πρόσβασης στην αγορά για τους παραγωγούς που δεν επιδιώκουν τη συμμόρφωση με τους κανόνες σε επίπεδο ΕΕ, αφού διατηρείται η δυνατότητα πρόσβασης στις εθνικές αγορές εφόσον τηρούνται τυχόν εθνικοί κανόνες ή η δυνατότητα επιλογής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις διασυνοριακές δραστηριότητες. Η εισηγήτρια θεωρεί επίσης ότι η νέα προσέγγιση της Επιτροπής θα μπορούσε να οδηγήσει σε διάφορους καινοφανείς κανόνες για τον τομέα των λιπασμάτων. Επιπλέον, διαπιστώνονται διάφορες ανακολουθίες, αβεβαιότητες και ελλείψεις ορισμών, που πρέπει να διευκρινιστούν. Υπό το πρίσμα αυτό, ο στόχος για έναρξη ισχύος του νέου κανονισμού την 1η Ιανουαρίου 2018 φαίνεται υπερβολικά φιλόδοξος. Στη ρήτρα επανεξέτασης, η Επιτροπή καλείται να υποβάλει έκθεση το 2023 σχετικά με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με σκοπό να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις της μερικής εναρμόνισης, να επαληθευτεί κατά πόσον ο παρών κανονισμός συμβάλλει στην προβλεπόμενη διοικητική απλούστευση και να αξιολογηθούν οι περιορισμοί στα επίπεδα προσμείξεων όπως προβλέπονται στο παράρτημα Ι. Η προβλεπόμενη ημερομηνία υποβολής της έκθεσης εξαρτάται από τυχόν αλλαγές που μπορεί να γίνουν στο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής που προβλέπεται στο άρθρο 49.

 

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις