Η αποτελεσματική επιβολή της νομοθεσίας της ΕΕ έχει σημασία για τους πολίτες, καθώς διαφυλάσσει τα δικαιώματα και τα οφέλη τους που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ, τα οποία διαφορετικά θα στερούνταν. Έχει επίσης σημασία για τις επιχειρήσεις, καθώς διασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.
Παρόλο που, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων παράβασης παρέμεινε σταθερός, ο αριθμός των νέων υποθέσεων παράβασης αυξήθηκε κατά περισσότερο από 20 %. Ο μικρότερος αριθμός νέων υποθέσεων παράβασης που δρομολογήθηκαν το 2019 για εσφαλμένη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του δικαίου της ΕΕ ή για την εσφαλμένη εφαρμογή του αφορούσε το Λουξεμβούργο, την Εσθονία και τη Λιθουανία, ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός τέτοιων υποθέσεων αφορούσε την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα.
Η Επιτροπή συνέχισε να επιβάλλει σταθερά τους κανόνες σε όλους τους τομείς πολιτικής, δίνοντας παράλληλα προτεραιότητα στους τομείς που έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην καθημερινότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων. Ορισμένοι από τους κύριους τομείς πολιτικής ήταν το περιβάλλον, η εσωτερική αγορά, η βιομηχανία, η επιχειρηματικότητα και οι ΜΜΕ, καθώς και οι μεταφορές και η κινητικότητα. Οι εν λόγω τομείς πολιτικής αντιστοιχούσαν, από κοινού, στις μισές υποθέσεις. Για παράδειγμα, η Επιτροπή ανέλαβε δράση κατά τριών κρατών μελών για υπερβολική ατμοσφαιρική ρύπανση και κατά πέντε κρατών μελών τα οποία δεν εξασφάλισαν ισοδύναμη πρόσβαση για τους χρήστες με αναπηρία στον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό έκτακτης ανάγκης 112.
Η επιβολή του δικαίου της ΕΕ βασίζεται στη συνεργασία. Για τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηρίζει ενεργά, μέσω καθοδήγησης και διαλόγου, τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ. Το 2019 έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη των εθνικών και περιφερειακών αρχών κατά την εφαρμογή των κανόνων για τη διαχείριση των αποβλήτων, την ποιότητα του αέρα, την ενεργειακή απόδοση, τις γεωργικές αγορές και την ισότητα των φύλων.
Καταπολέμηση της καθυστερημένης μεταφοράς οδηγιών της ΕΕ στο εθνικό δίκαιο
Για να μπορέσουν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματα του δικαίου της ΕΕ, είναι σημαντικό να μεταφέρουν τα κράτη μέλη στην εθνική τους έννομη τάξη τις ευρωπαϊκές οδηγίες εντός των προθεσμιών που έχουν ταχθεί.
Περισσότερες από τις μισές διαδικασίες επί παραβάσει το 2019 αφορούσαν την καθυστερημένη μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο, αν και ο αριθμός τους μειώθηκε ελαφρά (από 419 υποθέσεις το 2018 σε 406 το 2019). Συγκριτικά, τα τελευταία πέντε έτη ο μεγαλύτερος αριθμός νέων υποθέσεων οι οποίες αφορούσαν καθυστερημένη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο καταγράφηκε το 2016 (847 υποθέσεις). Για να διευκολύνει την έγκαιρη και ορθή μεταφορά, η Επιτροπή εξακολούθησε να επικουρεί τα κράτη μέλη, προετοιμάζοντας σχέδια εφαρμογής, ειδικούς δικτυακούς τόπους και έγγραφα καθοδήγησης και φροντίζοντας να ανταλλάσσονται καλές πρακτικές σε συνεδριάσεις ομάδων εμπειρογνωμόνων.
Όσον αφορά την καθυστερημένη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, ο μεγαλύτερος αριθμός νέων σχετικών υποθέσεων δρομολογήθηκε κατά της Βουλγαρίας, του Βελγίου, της Ελλάδας και της Κύπρου, ενώ ο μικρότερος αριθμός κατά της Δανίας, της Ιταλίας και της Λιθουανίας.
Η Επιτροπή συνέχισε να κινεί διαδικασίες επί παραβάσει ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ για καθυστερημένη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, ζητώντας την επιβολή ημερήσιας χρηματικής ποινής δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Το προηγούμενο έτος η Επιτροπή παρέπεμψε την Ισπανία στο Δικαστήριο της ΕΕ, ζητώντας την επιβολή χρηματικής ποινής (υπόθεση C-658-19).
Στην απόφασή του της 8ης Ιουλίου 2019 στην υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου, το Δικαστήριο εφάρμοσε για πρώτη φορά το σύστημα κυρώσεων του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Επέβαλε ημερήσια χρηματική ποινή στο Βέλγιο (υπόθεση C-543/17) καθώς το τελευταίο δεν έλαβε και δεν ανακοίνωσε όλα τα μέτρα που απαιτούνται για τη μεταφορά στο εθνικό του δίκαιο της οδηγίας για μέτρα μείωσης του κόστους εγκατάστασης υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Ιστορικό
Σε συνέχεια αιτήματος που υπέβαλε το 1984 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με την παρακολούθηση της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκδίδει στη συνέχεια ψήφισμα σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής.
Η Επιτροπή επικεντρώνεται κατά προτεραιότητα σε προβλήματα όπου τα μέτρα επιβολής της νομοθεσίας τα οποία λαμβάνει μπορούν να έχουν ουσιαστικά αποτελέσματα και να είναι επωφελή για ιδιώτες και επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τη γενική αρμοδιότητα να κινεί τη νομοθετική διαδικασία. Το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίζουν με βάση τις προτάσεις της Επιτροπής. Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την έγκαιρη και σωστή εφαρμογή, μεταφορά και επιβολή του δικαίου της ΕΕ στην εθνική έννομη τάξη. Η Επιτροπή κλείνει αυτόν τον κύκλο: μόλις εγκριθούν οι προτάσεις της και εκδοθούν ως δίκαιο της ΕΕ, παρακολουθεί κατά πόσον τα κράτη μέλη εφαρμόζουν αυτό το δίκαιο ορθά και, αν δεν συμβαίνει αυτό, λαμβάνει μέτρα.
Η προάσπιση του κράτους δικαίου αποτελεί μία από τις πολιτικές προτεραιότητες της Επιτροπής φον ντερ Λάιεν.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις