Συναντήσεις εργασίας τόσο με τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Ιωάννη Παπαδάκη, όσο και με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΕΤΕ, κ. Αλέξανδρο Τουρκολιά και τον Πρόεδρο της Eurobank, κ. Τίμο Χριστοδούλου είχε την Παρασκευή 29/3 στην Αθήνα και εχθές, Δευτέρα 1/4 στη Θεσσαλονίκη, αντίστοιχα, η Διοίκηση του ΣΕΒΕ. Στη συνάντηση συμμετείχαν επίσης, μετά από πρόσκληση του ΣΕΒΕ, ο Πρόεδρος του ΣΒΒΕ κ. Νικόλαος Πέντζος και οι Πρόεδροι των ΚΕΠΑ και ΕΦΕΠΑΕ κκ. Δημήτρης Συμεωνίδης και Θωμάς Αλγιανάκογλου.
Στο επίκεντρο και των δύο συναντήσεων βρέθηκε το κρίσιμο ζήτημα της έλλειψης ρευστότητας στην αγορά αλλά και του υψηλού, μη ανταγωνιστικού κόστους χρήματος, τοοποίο αυτή τη στιγμή έχουν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις καθώς και η απουσία κεφαλαίων κίνησης. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων, ο Πρόεδρος του ΣΕΒΕ, κ. Δημήτρης Λακασάς, τόνισε την ανάγκη αλλαγής του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας και στροφής από την κατανάλωση και το δανεισμό στην παραγωγή και στην εξωστρέφεια. Οι ελληνικές συνεπείς, παραγωγικές και εξωστρεφείς, επιχειρήσεις καθημερινά δίνουν τη δική τους μάχη για επιβίωση και για να κρατήσουν τη σημαία της Ελλάδας ψηλά στις διεθνείς αγορές. Οι εξαγωγές πάνε καταρχήν καλά, εμφανίζουν όμως ήδη σημάδια κόπωσης. Αν τα προβλήματα ρευστότητας συνεχιστούν, οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν τη δραστηριότητά τους και να αναπτύξουν δίκτυα στο εξωτερικό, οπότε νομοτελειακά η κόπωση των εξαγωγών θα μετατραπεί σε μείωση.
Στο πλαίσιο αυτό, η Διοικητική επιτροπή του ΣΕΒΕ κατέθεσε δέσμη προτάσεων για την ουσιαστική επίλυση του προβλήματος. Συγκεκριμένα, η πρώτη διορθωτική κίνηση αφορά την πληρωμή των βεβαιωμένων υποχρεώσεων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα προς τις επιχειρήσεις, ιδίως δε την άμεση επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου του ΦΠΑ στις εξαγωγικές επιχειρήσεις και την άμεση βεβαίωση των αιτημάτων που εκκρεμούν επί μακρόν.
Επιπλέον, ο Πρόεδρος του ΣΕΒΕ εξέφρασε την ανάγκη για άμεση ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών, η οποία μέχρι στιγμής προχωράει με ανησυχητικά αργούς ρυθμούς, καθώς και για δεσμευτική ποσόστωση για χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Παράλληλα, τόνισε ότιείναι αδιανόητο η μέση ελληνική επιχείρηση να δανείζεται σήμερα από τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα με επιτόκια της τάξης του 8-12%, όταν αυτά αντλούν χρήμα από την πρωτογενή αγορά με μέσο όρο 4,5-5%. Ειδικά για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να βγουν και να ανταγωνιστούν στις διεθνείς αγορές, το κόστος χρήματος είναι απαγορευτικό και εξανεμίζει, σωρευτικά μαζί με το υπερβολικό κόστος ενέργειας και μεταφοράς – λόγω και της γεωγραφικής θέσης της χώρας μας - κάθε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Το πρόβλημα επιδεινώνεται με την απαίτηση του τραπεζικού συστήματος για εξασφαλίσεις, κυρίως εμπράγματες, που ανέρχονται στο 100% της δανειοδότησης, ενώ θα έπρεπε να υιοθετούνται έξυπνα μικτά σχήματα εξασφαλίσεων, με δεδομένες μάλιστα τις συνθήκες και την απαξίωση που επικρατούν στην αγορά ακινήτων. Ο κ. Λακασάς θύμισε την Απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Ισπανίας που προχώρησε σε επιβολή ορίου επιτοκίων χορηγήσεων με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση 2-3 ποσοστιαίων μονάδων στα επιτόκια των ισπανικών επιχειρήσεων. Είναι σαφές πλέον ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν σχεδόν διπλάσιο επιτόκιο από τις ισπανικές και τριπλάσιο από τις γερμανικές, με δραματικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά τους.
Οι εξαγωγικές επιχειρήσεις αποτελούν ένα υγιές κομμάτι της ελληνικής οικονομίας, απασχολούν τουλάχιστον 200.000 εργαζόμενους και, υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα ως ένα ξεχωριστό υποσύνολο των επιχειρήσεων, με συγκεκριμένα κριτήρια, πιστοποιημένα από έγκριτο οργανισμό, ώστε να αποκατασταθεί η αδικία που αυτή τη στιγμή συμβαίνει με το πολύ υψηλό κόστος χρήματος. Στο πλαίσιο αυτό, οι εν λόγω επιχειρήσεις θα πρέπει να ενταχθούν σε ένα συγκεκριμένο δειγματοχώρο, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν δανειοδότηση με επιτόκια της τάξης του 4-6% με ευέλικτους όρους, πριν είναι αργά και χάσουν την εξαγωγική «ορμή» που έχουν αποδείξει ότι έχουν από το 2009 μέχρι σήμερα.
Ακόμα, σύμφωνα με τον κ. Λακασά, αναγκαία κρίνεται και η επίσπευση της αξιοποίησης των διαθέσιμων πηγών χρηματοδότησης από τα διαρθρωτικά ταμεία και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), ύψους 2 δισ., από τα οποία στην πραγματική οικονομία έχουν φτάσει μόνο τα 150 εκατ. €. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να οριστεί από το Υπουργείο Ανάπτυξης ένας «Ειδικός Συντονιστής»-Facilitator για τη ρευστότητα, ο οποίος θα επιφορτιστεί με το ρόλο να oλοκληρώσει το ταχύτερο δυνατό τις σχετικές συμφωνίες και να κατευθύνει τα χρήματα αυτά απευθείας στις παραγωγικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις και την πραγματική οικονομία με βέλτιστο τρόπο.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε από το ΣΕΒΕ στη δυσχέρεια αξιοποίησης κοινοτικών προγραμμάτων από τις επιχειρήσεις, λόγω της έλλειψης ρευστότητας και του αισθήματος ανασφάλειας που επικρατεί στην επιχειρηματική κοινότητα. Η ενίσχυση της ρευστότητας θα συμβάλλει αποφασιστικά στην αύξηση της απορροφητικότητας των κοινοτικών κονδυλίων προς όφελος της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης.
Ακόμα, ο κ. Λακασάς επεσήμανε ότι θα πρέπει να καταργηθεί η εισφορά 0,6% του Ν. 128/75, τουλάχιστον για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, η οποία σήμερα επιβαρύνει το επιτόκιο χορηγήσεων. Θυμίζουμε ότι αυτή η εισφορά είχε αρχικά καθιερωθεί για τις εξαγωγές και θα πρέπει σε αυτές να επιστρέψει.
Τέλος, τα Μέλη της Διοικητής Επιτροπής του ΣΕΒΕ, τόνισαν ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα διαχρονικό χάσμα στον τομέα των μικροπιστώσεων (microfinance),το οποίο αποτελεί ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο εργαλείο ανάπτυξης και περιορισμού της ανεργίας στην Ε.Ε. Οι χρηματοδοτήσεις αυτές, αφορούν δάνεια έως 25.000€ και μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην ενίσχυση πολύ μικρών και ατομικών επιχειρήσεων, καθώς και σε μειονεκτούντα άτομα, τα οποία θέλουν να αναπτύξουν επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά δεν έχουν πρόσβαση στις παραδοσιακές τραπεζικές υπηρεσίες, λόγω της ανεπάρκειας των εγγυήσεων που παρέχουν.