Σε ανταγωνιστικές λύσεις, μακριά από τη ΔΕΗ, για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών στρέφονται οι βιομηχανίες, και ιδίως οι μικρομεσαίες της κατηγορίας της υψηλής τάσης.
Αυτό ανέδειξε η στρατηγική συνεργασία της «Ήρων» με τη βιομηχανία παραγωγής χάρτου ΜΕΛ, που ανακοινώθηκε χθες. Και μάλιστα πρόκειται για μία συμφωνία που δεν αφορά μόνο στην ηλεκτροδότηση των εγκαταστάσεων της τελευταίας στο Επιχειρηματικό Πάρκο της Θεσσαλονίκης αλλά και στην παροχή κι άλλων ενεργειακών υπηρεσιών, όπως της εξοικονόμησης ενέργειας, της ηλεκτροκίνησης κλπ. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της Μακεδονικής Εταιρείας Χάρτου υπολογίζεται, σύμφωνα με πληροφορίες, κοντά στις 60 Γιγαβατώρες και το «πακέτο» των λύσεων που της παρέχει η ενεργειακή εταιρία των ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Engie και Qatar Petroleum, μειώνει σημαντικά το ενεργειακό της κόστος.
Η ΜΕΛ ήταν για χρόνια ολόκληρα πελάτης της ΔEΗ. Ωστόσο, η δημόσια εταιρία, όπως αναφέρουν πηγές, δεν πρότεινε τις ανταγωνιστικές τιμές που επιδίωκε η βιομηχανία με αποτέλεσμα η τελευταία να πετύχει συμφωνία με τον Ήρων.
Σύμφωνα με πληροφορίες και η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν φέρεται να έχει συμφωνήσει με την NRG για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας των εγκαταστάσεων της στη μέση τάση.
Με τις κινήσεις αυτές επί της ουσίας ανοίγει πια ο ανταγωνισμός και στην υψηλή τάση, αγορά την οποία μονοπωλούσε για δεκαετίες ολόκληρες η ΔEΗ. Το παιχνίδι επίσης ανοίγει περισσότερο και στη βιομηχανία που ηλεκτροδοτείται από τη μέση τάση.
Από την πλευρά της, η δημόσια εταιρία φαίνεται να μην ενοχλείται από την απώλεια μεριδίων μια και θεωρεί ότι οι συμβάσεις προμήθειας με τις ενεργοβόρες βιομηχανίες δεν της παρέχουν υψηλά περιθώρια κέρδους. Εξάλλου, οι τομείς στους οποίους στρέφεται ΑΠΕ και ηλεκτροκίνηση θεωρούνται περισσότερο κερδοφόρες.
Το υψηλό ενεργειακό κόστος της εγχώριας βιομηχανίας έχει αναδειχθεί σε μείζον θέμα για τον κλάδο. Αυτό άλλωστε καταδεικνύουν με κάθε αφορμή τόσο ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο αρμόδιος υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης. Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις της χώρας, με εξωστρεφή δραστηριότητα ως επί το πλείστον, αποζητούν χαμηλό ενεργειακό κόστος για να ανταγωνιστούν στο διεθνή στίβο ξένες πολυεθνικές.
Οι διαπραγματεύσεις με ΔEΗ
Και το μεγάλο ενδιαφέρον εστιάζεται στις συμβάσεις που έχουν συνάψει με τη δημόσια εταιρία οι μεγάλοι του κλάδου και της ελληνικής οικονομίας Mytilineos (για την Αλουμίνιον της Ελλάδας), Viochalco (έξι εργοστάσια) και Τιτάν (τρία εργοστάσια). Οι τρεις παίκτες καταναλώνουν συνολικά περί τις 5.200 Γιγαβατώρες αποτελώντας τη μερίδα του λέοντος στην υψηλή τάση των 7.000 Γιγαβατωρών. Έτερος μεγάλος βιομηχανικός όμιλος είναι και τα Ελληνικά Πετρέλαια με περίπου 600 Γιγαβατώρες.
Οι τρεις πρώτες βιομηχανίες έχουν διαφορετικά προφίλ κατανάλωσης ενέργειας και οι συμβάσεις που έχουν με τη ΔEΗ λήγουν στο τέλος του χρόνου. Βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις, ο καθένας ξεχωριστά, με τη δημόσια εταιρία επιδιώκοντας να ανανεώσουν με ευνοϊκούς όρους τις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Αξίζει να τονιστεί πως λόγω του υψηλού φορτίου κατανάλωσης ρεύματος δεν είναι εύκολο να αναζητήσουν εναλλακτικό προμηθευτή ρεύματος.
Στα επιχειρήματα της βαριάς βιομηχανίας για φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια περιλαμβάνονται η μεγάλη πτώση της Οριακής Τιμής Συστήματος (χονδρεμπορική) λόγω της πανδημίας αλλά και της αλλαγής του ενεργειακού μίγματος της ΔEΗ, η οποία έχει περιορίσει δραστικά τον ακριβό λιγνίτη.
Από την άλλη μεριά, πηγές της ΔEΗ, σημειώνουν ότι η εταιρία δεν μπορεί να κλείσει συμφωνία με τιμές κάτω του κόστους…
Οι διαπραγματεύσεις φαίνεται, όπως αναφέρουν πηγές με γνώση των γεγονότων, να διαρκούν ίσως μέχρι και το πρώτο δίμηνο του νέου έτους.
Ωστόσο, όλα δείχνουν πως οι συμβάσεις αυτής της μορφής, στο ενδεχόμενο που κλείσουν οι σχετικές διαπραγματεύσεις με τη ΔEΗ, να είναι και οι τελευταίες στην εγχώρια αγορά. Η εκκίνηση του target model από την 1η Νοεμβρίου, με το Χρηματιστήριο Ενέργειας και τις επιμέρους αγορές του, θα δώσει μεγαλύτερη δυνατότητα στις εταιρίες ενέργειας αλλά και τη βιομηχανία να επιμερίζουν τα ρίσκα που αναλαμβάνουν με το ενεργειακό κόστος.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις