Κίνα: Οι σπόροι για καλλιέργεια το ισχυρότερο «όπλο» στην αγροτική μεταρρύθμιση - Εθνικός στόχος η επισιτιστική ασφάλεια

Σπόροι για καλλιέργεια: τα «μικροτσίπ» της γεωργίας.
 

Η κινεζική κυβέρνηση έχει, εδώ και καιρό, αναγνωρίσει, επισήμως, την σημασία του εθνικού τομέα σπόρων για καλλιέργεια (crop seeds), για την ενίσχυση της εθνικής επισιτιστικής ασφάλειας, αλλά και για την μεταρρύθμιση του αγροτικού τομέα της χώρας.

Ειδικότερα, σε ειδικό Κεφάλαιο του κειμένου των αποτελεσμάτων του Κεντρικού Συνεδρίου Οικονομικών Εργασιών για το 2021 (Δεκέμβριος 2020), το οποίο θέτει το πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής της χώρας, επισημαίνεται η ανάγκη αξιοποίησης της σύγχρονης τεχνολογίας, προκειμένου να ενισχυθεί η εθνική βιομηχανία σπόρων και να ελαχιστοποιηθεί η εξάρτησή της από τις εισαγωγές. Η προσέγγιση αυτή θα πρέπει, μάλλον, να ενταχθεί στο πλαίσιο ευρύτερων συζητήσεων περί του βαθμού εξάρτησης της κινεζικής οικονομίας από εισαγόμενα αγαθά και τεχνολογίες, ειδικότερα μετά την έναρξη της εμπορικής διαμάχης Κίνας-Η.Π.Α.

Επίσης, στο ιδιαίτερης πολιτικής σημασίας «Κείμενο υπ’ αριθμ. 1», του 2021, υπήρξε, για πρώτη φορά, ειδική αναφορά σε μεταρρυθμίσεις που άπτονται του εθνικού τομέα σπόρων για καλλιέργεια, η οποία ενίσχυσε την πολιτική σημασία ζητημάτων που είχαν εγερθεί παλαιότερα, μέσω π.χ. του «Εθνικού Προγράμματος Εκσυγχρονισμού της Γεωργίας» ή του «14ου Πενταετούς Προγράμματος» της χώρας. Μάλιστα, οι σπόροι για καλλιέργεια χαρακτηρίζονται ως τα «μικροτσιπ» της γεωργίας, δεδομένου του κρίσιμου ρόλου τους για την αποδέσμευση του ανεκμετάλλευτου δυναμικού της κινεζικής γεωργίας. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύσσεται ένας σχεδιασμός για τον εκσυγχρονισμό του κινεζικού τομέα σπόρων, σε όλο το εύρος του, από τους γενετικούς πόρους, έως την εμπορευματοποίηση των νέων ποικιλιών.

Το momentum συνεχίστηκε με την δημοσίευση του «Στρατηγικού Σχεδίου για την Βιομηχανία Σπόρων», από την Εθνική Επιτροπή Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων και το Υπουργείο Γεωργίας και Αγροτικών Υποθέσεων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (Ministry of Agriculture and Rural affairs – MARA), το 2021, αλλά και με την πρόσφατη τροποποίηση του Νόμου περί Σπόρων.

Στόχος της προσφάτως αναζωογονηθείσας μεταρρύθμισης του κινεζικού τομέα σπόρων είναι η αντιμετώπιση μιας σειράς ζητημάτων που προκαλούσαν, επί μακρόν, ανησυχία, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, και αφορούν σε όλο το μήκος της κινεζικής εφοδιαστικής αλυσίδας σπόρων, από την βασική έρευνα σε τεχνολογίες γενετικής βελτίωσης, έως και την επιτυχή προώθηση νέων ποικιλιών στην αγορά. Ενδεικτικά αναφέρονται τα προβλήματα που παρουσιάζονται στην προστασία των εγχώριων ή/και διεθνών Δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας, τα οποία αφενός δυσχεραίνουν την υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων στην έρευνα και ανάπτυξη, αφετέρου υποβαθμίζουν την ποιότητα των σπόρων με τους οποίους τροφοδοτείται η κινεζική αγροτική παραγωγή.


«Η μάχη χειραφέτησης της κινεζικής βιομηχανίας σπόρων καλλιέργειας»


Η κινεζική κυβέρνηση έχει πλέον καθορίσει την διαδικασία εκσυγχρονισμού της εθνικής βιομηχανίας σπόρων για καλλιέργεια: αιχμή του δόρατος θα πρέπει να είναι οι μεγάλες εγχώριες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν την δυνατότητα να διασυνδέσουν τις διάφορες δημόσιες και ιδιωτικές βιοτεχνολογικές έρευνες αιχμής, να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα αυτών, εφαρμόζοντας νέες τεχνολογίες γενετικής βελτίωσης και παράγοντας ανταγωνιστικές, νέες ποικιλίες σπόρων, και, τέλος, να ικανοποιήσουν την εσωτερική ζήτηση με σπόρους καλλιέργειας κινεζικής Διανοητικής Ιδιοκτησίας.

Στόχος είναι να εξισορροπηθεί το αντιληπτό έλλειμμα ικανοτήτων έρευνας και ανάπτυξης του κινεζικού τομέα σπόρων, ο οποίος, σήμερα, παρουσιάζεται κατακερματισμένος, καθώς εκεί δραστηριοποιούνται πλέον των 5.000 επιχειρήσεων, μικρής, επί το πλείστον, κλίμακος. Στο πλαίσιο αυτό, η κινεζική κυβέρνηση επιθυμεί την δημιουργία διεθνώς ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες θα υποστηρίζονται από έρευνα αιχμής, στο εσωτερικό της χώρας, και θα επωφελούνται από μια αυστηρότερη εφαρμογή των μέτρων προστασίας Διανοητικής Ιδιοκτησίας και των συναφών ποιοτικών προτύπων, στην εσωτερική αγορά.


Η παρατηρούμενη «πολιτικοποίηση» των σπόρων για καλλιέργεια αποδεικνύει την σημασία που αποδίδει η Κίνα στην συμβολή τους στην επίτευξη της εθνικής τροφικής ανεξαρτησίας. Μάλιστα, ορισμένοι αναφέρονται, πλέον, σε ενός είδους «εθνικισμό σπόρων», ειδικότερα όσον αφορά στον τρόπο που οι «κινεζικοί σπόροι» συγκρίνονται με σπόρους ξένων εταιρειών που εγκλείουν ξένη πνευμάτικη Ιδιοκτησία.
Παράλληλα, οι αρμόδιοι Κινέζοι αξιωματούχοι δεν παραλείπουν να επισημαίνουν ότι ο όγκος των εγχωρίως παραγόμενων σπόρων επαρκεί για την τροφοδοσία της εθνικής βιομηχανίας τροφίμων. Μάλιστα, ο Υπουργός Γεωργίας και Αγροτικών Υποθέσεων, κ. Tang Renjian, έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των σπόρων που κυκλοφορούν στην κινεζική αγορά παράγονται εγχωρίως και ότι μόνον ένα μικρό ποσοστό της εθνικής βιομηχανίας τροφίμων εξαρτάται από τις εισαγωγές (ιδιαιτέρως, σπόρων λαχανικών). Συνεπώς, κατά τον ίδιο, η «μάχη για την χειραφέτηση της εθνικής βιομηχανίας σπόρων» θα δοθεί στο μέτωπο της τεχνολογίας και, συγκεκριμένα, της γενετικής βελτίωσης.


 Η αγροβιοποικιλότητα ως γενετικός πλούτος.

Η γενετική ποικιλομορφία των γεωργικών καλλιεργειών θεωρείται στρατηγικό μέσο ιδιαίτερης βαρύτητας για την ανάπτυξη της κινεζικής βιομηχανίας σπόρων. Το MARA έχει επισημάνει την ανάγκη, όχι μόνο κατανόησης και καταγραφής της κινεζικής αγροβιοποκιλότητας, αλλά και διενέργειας «διασωστικής συλλογής και αποθήκευσης», εν όψει των συνεχώς επιταχυνόμενων απωλειών που αυτή υφίσταται.  Ο γενετικός πλούτος της χώρας χρήζει προστασίας, καθώς αποτελεί πηγή επιθυμητών γενετικών χαρακτηριστικών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κατά την ανάπτυξη νέων ποικιλιών σπόρων.

Στο πλαίσιο αυτό, το 2015, ξεκίνησε η τρίτη αγροτική απογραφή της Κίνας (η πρώτη είχε διενεργηθεί την περίοδο 1956-1957 και η δεύτερη την περίοδο 1979-1983), η οποία ολοκληρώθηκε στο τέλος του 2021 και κατά την οποία συγκεντρώθηκαν 20.800 δείγματα βλαστοπλασμάτων σπόρων. Εν συνεχεία, μετά από μια πρώτη επεξεργασία των αποτελεσμάτων της απογραφής, το MARA δημοσίευσε τον πρώτο ετήσιο κατάλογο των «10 Εξαιρετικών Πόρων για Βασικές Καλλιέργειες», ο οποίος περιλαμβάνει σπόρους με ενδιαφέροντα και πολλά υποσχόμενα γενετικά χαρακτηριστικά.
Οι προσπάθειες συλλογής και αποθήκευσης βλαστοπλασμάτων διευκολύνονται και από την δημιουργία μιας νέας «Εθνικής Τράπεζας Αγροτικού Βλαστοπλάσματος», η οποία ξεκίνησε πιλοτικά την λειτουργίας της, τον Σεπτέμβριο 2021, υπό το Ερευνητικό Ίδρυμα Επιστημών Σπόρων της Κινεζικής Ακαδημίας Αγροτικών Επιστημών. Η χωρητικότητά της ανέρχεται σε 1,5 εκ. μονάδες βλαστοπλασμάτων, η οποία θεωρείται επαρκής για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των προσεχών πενήντα (50) ετών, χρονικό διάστημα το οποίο θεωρείται και ως η μέγιστη διάρκεια ζωής των βλαστοπλασμάτων, καθώς η Τράπεζα εφαρμόζει όλες τις συναφείς απαραίτητες νέες τεχνολογίες.

Η νέα αυτή Τράπεζα ενισχύει το εθνικό δυναμικό συλλογής και αποθήκευσης βλαστοπλασμάτων, καθώς η χωρητικότητά της προστίθεται σε εκείνη άλλων Τραπεζών, όπως π.χ. της φερόμενης ως η μεγαλύτερη στην Ασία συλλογής φυτικών και ζωικών βλαστοπλασμάτων της «Τράπεζας Βλαστοπλασμάτων Αγρίων Ειδών» του Ιδρύματος Βοτανολογίας του Kunming. Επίσης, οι προσπάθειες εκτός τόπου διατήρησης συμπληρώνονται από περιοχές επί τόπου διατήρησης, οι οποίες έχουν θεσπισθεί σε όλη την κινεζική επικράτεια, αλλά και από ανεπίσημες πρωτοβουλίες των αγροτικών κοινοτήτων.


Εθνικό δίκτυο Βάσεων Γενετικής Βελτίωσης

Πλην του θεσμικού πλαισίου, η έρευνα, η γενετική βελτίωση και η παραγωγή νέων ποικιλιών σπόρων απαιτούν και τις κατάλληλες εγκαταστάσεις. Στον πυρήνα του εθνικού συστήματος βάσεων γενετικής βελτίωσης σπόρων βρίσκονται οι τρεις (3) «Εθνικές Βάσεις Γενετικής Βελτίωσης» του Gansu, του Sichuan και του Hainan, με την τελευταία να έχει χαρακτηρισθεί η «Silicon Valley» της γενετικής βελτίωσης σπόρων. Επίσης, στο σύστημα εντάσσονται εκατό (100) Βάσεις σε επίπεδο Επαρχιών και πενήντα δύο (52) Βάσεις σε επίπεδο μεγάλων πόλεων.

Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις, στις ως άνω βάσεις παράγεται πλέον του 70% των σπόρων που χρησιμοποιούνται στην κινεζική γεωργία.
Προφανώς, η ανάπτυξη Βάσεων Γενετικής Βελτίωσης θα πρέπει να συνδυασθεί με, αλλά και να υποστηρίξει την ανάδυση ισχυρών συναφών επιχειρήσεων. Προς τούτο, το MARA και το Υπουργείο Οικονομικών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας έχουν δεσμευθεί για την υλοποίηση συναφών επενδύσεων και την λήψη άλλων μέτρων οικονομικής φύσεως, ώστε να βελτιώσουν την απόδοσή των Βάσεων. Επίσης, τα δύο (2) Υπουργεία δημιούργησαν το μοντέλο «1+Ν+Μ», το οποίο συνδέει μία (1) ποικιλία σπόρου μίας επαρχιακού επιπέδου Βάσης Γενετικής Βελτίωσης (Ν) με μία νεοφυή επιχείρηση (Μ).


Επίσης, άλλο ένα βήμα προς την κατεύθυνση της αναζωογόνηση της εθνικής βιομηχανίας σπόρων αποτελεί η πρόσφατη τροποποίηση του Νόμου περί Σπόρων. Οι νέες προβλέψεις του Νόμου θα τεθούν σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2022, με διευρυμένο πεδίο εφαρμογής και αυστηρότερη προστασία της Διανοητικής Ιδιοκτησίας, σε περιπτώσεις εταιρειών που εισάγουν νέες ποικιλίες σπόρων στην αγορά. Εκτιμάται ότι, οι επί μακρόν επικρινόμενες πρακτικές αντιγραφής ή ομογενοποίησης ποικιλιών ή/και παραπλανητικής ονομασίας σπόρων, ενδεχομένως αντιμετωπιστούν με πιο αυστηρό τρόπο από τις αρμόδιες κινεζικές Αρχές, καθώς, πλέον, τίθενται εν κινδύνω η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός της εθνικής βιομηχανίας σπόρων.


Επισιτιστική ασφάλεια και εκσυγχρονισμός του αγροτικού τομέα.

Η κυβέρνηση της Κίνας θεωρεί, εν πολλοίς, ότι η επισιτιστική ασφάλεια έγκειται στην εθνική αυτάρκεια σε σιτηρά, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αύξησης του όγκου των εσοδειών και της δημιουργίας ενός εκτεταμένου δικτύου αποθήκευσης. Επίσης, αρκετοί εμπειρογνώμονες, αλλά και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, θεωρούν ότι, μία εκ των βασικών προκλήσεων για την διασφάλιση της εθνικής επισιτιστικής ασφάλειας, είναι η εξισορρόπηση των αναγκών χρήσης γης, αφενός για την αστικοποίηση και τον εκβιομηχανισμό της χώρας, αφετέρου για την αγροτική παραγωγή. Μέχρι τούδε, η περιορισμένη κατά κεφαλήν αρόσιμη έκταση, καθώς και οι περιορισμένοι υδάτινοι πόροι της χώρας, αναφέρονταν ως οι βασικοί περιορισμοί των δυνατοτήτων ικανοποίησης των αναγκών του μεγάλου, αυξανόμενου και ολοένα πλουσιότερου κινεζικού πληθυσμού. Όμως, πλέον, φαίνεται ότι οι σπόροι καλλιέργειας έχουν λάβει και αυτοί την θέση τους μεταξύ των περιοριστικών παραγόντων που υπονομεύουν την επίτευξη της εθνικής επισιτιστικής ασφάλεια.

Κινεζικές επιτυχίες του παρελθόντος, όπως π.χ. το υβριδικό ρύζι ή ο βάμβακας Bt, αποτελούν, ενδεχομένως, παρακαταθήκη για την μελλοντική πορεία της γενετικής βελτίωσης των σπόρων καλλιέργειας και την ανάδειξή τους σε «μικροτσίπ» της γεωργίας. Το ενδεχόμενο αύξησης της ποσότητας και βελτίωσης της ποιότητας των εσοδειών αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι η αρόσιμη γη ή τα αγροχημικά προϊόντα, τα οποία θεωρείται ότι έχουν αγγίξει (ή υπερβεί) το δυναμικό τους αύξησης των εσοδειών. Παρόλο που η γη και οι υδάτινοι πόροι εξακολουθούν να είναι απαραίτητα για την κινεζική γεωργία, οι σπόροι καλλιέργειας φαίνεται να θεωρούνται, πλέον, ως ένα νέο τεχνολογικό εργαλείο, το οποίο χρήζει αξιοποίησης.

Όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν, σχεδόν κάθε νέα, σύγχρονη προσέγγιση της γενετικής βελτίωσης των φυτών προκαλεί ανησυχίες και αντιθέσεις. Έτσι, ορισμένοι ερευνητές τονίζουν ότι, η στροφή προς την «βιολογική γενετική βελτίωση» νέων ποικιλιών σπόρων καλλιεργειών δεν θα πρέπει να ισοδυναμεί με μια νέα προσπάθεια της κινεζικής κυβέρνησης να εμπορευματοποιήσει γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην εγχώρια παραγωγή τροφίμων. Ενδεχομένως, το φάσμα των βιοτεχνολογιών που θα ενταχθούν στην κινεζική ερμηνεία του όρου «βιολογική γενετική βελτίωση» να περιλαμβάνει τόσο τεχνολογίες υβριδισμού, όσο και τις πλέον πρόσφατες τεχνολογίες τροποποίησης του γονιδιώματος. Από την άλλη, η ισχυρή πολιτική στήριξη της βιοτεχνολογίας και της «βιολογικής γενετικής βελτίωσης» έχει δημιουργήσει ελπίδες στους οπαδούς των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών για μια νέα ευκαιρία εμπορευματοποίησης γενετικά τροποποιημένων σπόρων καλλιεργειών (και, ειδικότερα, του γενετικά τροποποιημένου αραβόσιτου), για την παραγωγή τροφίμων στην Κίνα.

Οι ελπίδες αυτές ενισχύονται και από το νέο σχέδιο «Κανονισμών Διαχείρισης της Βιοασφάλειας των Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών στην Βιομηχανία Σπόρων Καλλιέργειας», το οποίο δημοσίευσε το MARA, τον Νοέμβριο 2021. Υπενθυμίζεται, όμως, ότι η αντίθεση της κινεζικής κοινής γνώμης στους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς έχει σταματήσει, στο παρελθόν, την εμπορική χρήση γενετικά τροποποιημένων σπόρων για την παραγωγή τροφίμων, ορισμένες φορές, μάλιστα, ακριβώς πριν την τελική διοικητική αδειοδότηση εισόδου ήδη εγκεκριμένων ποικιλιών στην εσωτερική αγορά σπόρων. Συνεπώς, εκτιμάται ότι οι εξελίξεις στην έρευνα και ανάπτυξης σπόρων καλλιέργειας, στην Κίνα, θα αποτελέσουν επίκεντρο διεθνούς προσοχής, με ανανεωμένη, πλέον, πολιτική σημασία.


Η πορεία και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ασκούν περαιτέρω πιέσεις στην αγροτική παραγωγή, ενισχύοντας τις διαβουλεύσεις γύρω από τα αγροτικά συστήματα που θα πρέπει να ενισχυθούν, προκειμένου να διασφαλισθεί, με τρόπο βιώσιμο, η επισιτιστική ασφάλεια της χώρας. Οι σπόροι καλλιεργειών αποτελούν σημαντικό αντικείμενο των διεθνών μελετών για την προσαρμογή της γεωργίας στην κλιματική αλλαγή. Επίσης, το ζήτημα των σπόρων καλλιέργειας θίγεται στην κινεζική «Εθνική Στρατηγική Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή», του 2013 (προετοιμάζεται αναθεώρησή της), η οποία επισημαίνει την ανάγκη ανάπτυξης ανθεκτικών ποικιλιών σπόρων, που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις τοπικά μεταβαλλόμενων κλιματικών συνθηκών. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη πολιτική σπόρων να διαμορφώσει τον τρόπο και τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξή των ως άνω ποικιλιών.


 Αγροβιοποικιλότητα

Προκειμένου η κινεζική κυβέρνηση να τεκμηριώσει την ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της τρίτης αγροτικής απογραφής και της αναβάθμισης των υποδομών τραπεζών σπόρων, επεσήμανε το ζήτημα της δραματικής απώλειας και συνεχούς κάμψης της βιοποικιλότητας των αγροτικών καλλιεργειών. Μάλιστα, σύμφωνα με το MARA, «η ταχέως εξελισσόμενη βιομηχανοποίηση και αστικοποίηση, οι κλιματικές και περιβαλλοντικές αλλαγές, καθώς και οι αλλαγές στις αγροτικές μεθόδους» αποτελούν τους βασικούς παράγοντες απώλειας αγροβιοποικιλότητας. Ο εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας σπόρων βασίζεται σε πόρους οικολογικής ποικιλομορφίας, η οποία έχει υποστεί σημαντικές παράπλευρες ζημίες από τις συνεχιζόμενες προσπάθειες εκσυγχρονισμού της γεωργίας, αλλά και άλλων τομέων της κινεζικής οικονομίας.


Ορισμένοι ερευνητές έχουν επί μακρόν υπογραμμίσει τον ρόλο των αγροτών στην δημιουργία και προστασία της αγροβιοποικιλότητας. Επί παραδείγματι, εμπειρογνώμονες του «Δικτύου Σπόρων Κινέζων Αγροτών» προτείνουν μια διαφοροποιημένη προσέγγιση στην πολιτική σπόρων, βάσει των εκάστοτε τοπικών και περιφερειακών συνθηκών. Ένα από τα μοντέλα που προτείνουν είναι η Συμμετοχική Γενετική Βελτίωση Φυτών και η αποθήκευση σπόρων σε επίπεδο κοινότητας, σε συνεργασία με τους αγρότες, προκειμένου αφενός να διασφαλισθούν τα οικολογικά οφέλη και αφετέρου να διασφαλισθεί ότι, πέραν της αύξησης των εσοδειών, τα αποτελέσματα της γενετικής βελτίωσης θα ωφελήσουν άμεσα τους αγρότες. Όπως προαναφέρθηκε, η σημερινή πολιτική σπόρων προβλέπει ότι η εκτός τόπου διατήρηση σε Τράπεζες Βλαστοπλάσματος και σπόρων συμπληρώνεται από την επί τόπου διατήρηση. Παρόλα αυτά, η συμβολή των αγροτών απουσιάζει από τις περισσότερες επίσημες ανακοινώσεις σχετικά με την μεταρρύθμιση της κινεζικής βιομηχανίας σπόρων. Επίσης, δεν έχει ακόμα διευκρινισθεί ο τρόπος λειτουργίας των ζωνών διατήρησης και η κατανομή των οικονομικών και άλλων οφελών από την εμπορευματοποίηση νέων ποικιλιών.

Όμως, ερωτήματα περί της κατανομής των οφελών και περί του ρόλου των αγροτών στην εκάστοτε πολιτική σπόρων καλλιέργειας, πέραν εκείνου των πελατών των εταιρειών σπόρων, φαίνεται να προσκρούουν σε μια ισχυρή πολιτική στήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ότι, καθώς η νέα στρατηγική πόρων ενσωματώνεται σε ευρύτερες μεταρρυθμίσεις του αγροτικού τομέα, θα καταστούν ορατές οι πρακτικές κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις της πολιτικής σπόρων σε μια σειρά ετερογενών τομέων.


Επίσης, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στον διεθνή αντίκτυπο της κινεζικής πολιτικής σπόρων. Ήδη, η Κίνα, ως κράτος, αλλά και διάφοροι Κινέζοι εμπειρογνώμονες, εμπλέκονται ενεργά στις διεθνείς αγροτικές και διατροφικές υποθέσεις, παρέχοντας υπηρεσίες αγροτικής επέκτασης σε άλλες χώρες και συμμετέχοντας σε ακαδημαϊκές και πολιτικές συζητήσεις επί των παγκοσμίων συστημάτων τροφίμων ή σε διασυνοριακές διαφορές περί Διανοητικής Ιδιοκτησίας. Παράλληλα, έχουν υπάρξει αντικείμενο μιας αδικαιολόγητης παράνοιας σχετικά με τους «σπόρους από την Κίνα». Η εξαγορά της «Syngenta» από την κινεζική «ChemChina» καταδεικνύει ότι, οι κινεζικές επιχειρήσεις συμμετέχουν ενεργά στην τάση συγχωνεύσεων που επικρατεί στην παγκόσμια αγορά σπόρων. Παράλληλα, πρωτοβουλίες του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, του οποίου ηγείται ο Κινέζος Qu Dongyu, διαμορφώνουν ευρύτερες αγροτικές πολιτικές, σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατόπιν τούτων, εκτιμάται ότι, κατά την τρέχουσα περίοδο έντονου κοινωνικο-οικολογικού μετασχηματισμού, απώλειας αγροβιοποικιλότητας και κλιματικής αλλαγής, η πορεία που θα ακολουθήσει ο αγροτικός τομέας της Κίνας θα επηρεάσει, εκτός των άλλων, και τα παγκόσμια συστήματα τροφίμων

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις