Το... «ψωμί ψωμάκι» λέμε ήδη στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού η τιμή του έχει πάρει για τα καλά την ανηφόρα και, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., ήδη μόνο τον Αύγουστο, σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, αυξήθηκε σε ποσοστό έως 20%, καθώς η φρατζόλα «άγγιξε» ακόμα και το 1,30 ευρώ.
Πολλοί καταναλωτές πλέον αγοράζουν ψωμί μέρα παρά μέρα ενώ άλλοι μπαίνουν στην διαδικασία να φτίαξουν το δικό τους στο σπίτι.
Σύμφωνα με σχετικό της ΕΡΤ, οι πρώτες ύλες των αρτοποιών για το ψωμί έχουν πάρει «φωτιά» καθώς τα 10 λίτρα ηλιέλαιου πωλούνται πλέον 33 ευρώ, το σουσάμι είναι πια στα 2,80 ευρώ και το αλεύρι 12 κιλών στα 24 ευρώ, δηλαδή η τιμή του έχει διπλασιαστεί.
Η τιμή της φρατζόλας κυμαίνεται από 0,80 έως 1,30 ευρώ, ενώ το κιλό φτάνει και ξεπερνά 3 ευρώ μιας και κυμαίνεται από 2,80 ως 3,60 ευρώ.
Από την πλευρά του, ο αρτοποιός, Ανδρέας Δημόπουλος, δήλωσε: «Οταν παίρναμε το ηλιέλαιο 10 ευρώ και τώρα έχει πάει 33 ευρώ, καταλαβαίνετε… Το σουσάμι από 1,60 ευρώ το κιλό πήγε στα 2,80, αντίστοιχα τα βούτυρα από 5,50 ευρώ το κιλό στα 8,50 και το αλεύρι από 12 ευρώ τα 25 κιλά πήγε στα 24 ευρώ».
Τεράστιες αυξήσεις και στην Ευρώπη
Πάντως, με την ενεργειακή κρίση να μαίνεται και το σιτάρι της Ουκρανίας να μην έχει «απεγκλωβιστεί» πλήρως από την εμπόλεμη ζώνη, τεράστιες αυξήσεις στην τιμή του ψωμιού παρατηρούνται και στην Ευρώπη.
Ενδεικτικά, μάλιστα, είναι τα στοιχεία της Eurostat, καθώς το ψωμί στην Ουγγαρία αυξήθηκε από πέρυσι κατά 66%, στη Λιθουανία κατά 33%, στην Ολλανδία κατά 10% και, στη Γαλλία κατά 8%.
Εισαγωγές σιτηρών
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και της πρώην ΠΑΣΕΓΕΣ αναφέρουν ότι, αναφορικά με το μαλακό σιτάρι, από το οποίο γίνεται το ψωμί, εισάγουμε ετησίως πάνω από 1.000.000 τόνους αξίας εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως από χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Ουκρανία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1957 η Ελλάδα πέτυχε την αυτάρκεια σε μαλακό σιτάρι με την ποικιλία Γ 38290, που δημιούργησε το Ελληνικό Ινστιτούτο Σιτηρών. Μάλιστα, προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα, που διατηρήθηκε μέχρι το 1984! Έκτοτε αρχίζει ραγδαία η μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία αυτά, τα 2.498.070 στρέμματα (με παραγωγή 649.800 τόνων), που καλλιεργούνταν με σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, αυξήθηκαν το 2001 σε 7.083.100 στρέμματα (με παραγωγή 1.457.260 τόνων), ενώ, αντίστροφα, τα 7.517.747 στρέμματα (με παραγωγή 2.106.270 τόνων), που καλλιεργούνταν με μαλακό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, μειώθηκαν το 2001 σε 1.682.273 στρέμματα (με παραγωγή 442.060 τόνων).
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις