Από την 1η Ιανουαρίου 2014 και έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 ισχύει πλέον ο νέος κανονισμός της ΕΕ 1407/2013 που θα αντικαταστήσει τον κανονισμό 1998/2006, που τυπικά έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2013 -αλλά θα ισχύει για μεταβατική περίδο 6 μηνών- και αφορά στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis). Ο κανονισμός δημοσιεύτικε στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ (τεύχος L 352 24.12.2013, σελ. 1-8) και είναι αναρτημένος στην επίσημη ιστοσελίδα της ΕΕ.
Τα βασικότερα σημεία του νέου κανονισμού είναι τα εξής:
1. Το ανώτατο όριο χορήγησης ενισχύσεων παραμένει σταθερό σε σχέση με τον προηγούμενο Κανονισμό -δηλαδή 200.000 για κάθε επιχείρηση εντός περιόδου τριών οικονομικών ετών. Η χρονική περίοδος καθορίζεται με βάση το οικονομικό έτος όπως αυτό εφαρμόζεται από την οικεία επιχείρηση στο υπό δραστηριοποίηση κράτος μέλος.
2. Η σημαντικότερη διαφοροποίηση σε σχέση με τον παλιό Κανονισμό είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων επιχειρήσεων ως δικαιούχων ενισχύσεων de minimis. Ο παλιός Κανονισμός περιείχε ρητές απαγορεύσεις ενισχύσεων σε προβήματικές επιχειρήσεις. Γενικά στο νέο Κανονισμό αίρεται αυτή η απαγόρευση και τίθενται δυο περιορισμοί μόνο στις ενισχύσεις de minimis που χορηγούνται υπό τη μορφή εγγυήσεων ή δανείων: Αποκλείονται οι επειχειρήσεις που έχουν υπαχθεί σε συλλογική διαδικασία αφερεγγυότητας ή πληρούν τις προϋπόθεσεις -κατόπιν αιτήσεως του δανειστή τους- για να υπαχθούν βάση της ισχύουσας εγχώριας νομοθεσίας. Για τις μεγάλες επιχειρήσεις θα πρέπει οι δικαιούχοι να βρίσκονται σε κατάσταση αντίστοιχη προς κατάταξη πιστοληπτικής ικανότητας τουλάχιστον Β-. Για τις υπόλοιπες μορφές ενισχύσεων de minimis, οπως τα μετρητά, δεν υπαρχει κανένας απολύτως περιορισμός συνδεόμενος με την οικονομική κατάταση των δικαιούχων.
3. Το αρ. 2 παρ. 4 του Κανονισμού ορίζει ρητά ότι οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας όπως και όλες οι κρατικές ενισχύσεις θεωρούνται ότι χορηγούνται κατά το χρόνο παραχώρησης στην οικεία επιχείρηση του εννόμου διακιώματος λήψης της ενίσχυσης, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό καθεστώς, ανεξάρτητα από την ημερομηνία της πραγματικής καταβολής της ενίσχυσης στην επιχείρηση. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν υπάρχει ένας καθολικός ορισμός του χρονικού σημείου χορήγησης του έννομου δικαιώματος χορήγησης της ενίσχυσης καθώς αυτό εξαρτάται οχι μόνο από το νομικό καθεστώς κάθε κράτους αλλά και από τις επιμέρους οριζόμενες διαδικασίες κατά περίπτωση σχεδίου.
4. Ο Κανονισμός στο άρ. 2 παρ. 2, θέτει για 1η φορά 4 κριτήρια βάσει των οποίων θα κρίνεται κατά πόσο δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις συνιστούν μια ενιαία επιχείρηση για σκοπούς εφαρμογής του ανώτατου ορίου. (200.000 ευρώ όριο ανά εταιρία)
5. Το ανώτατο όριο των ενισχύσεων de minimis υπό τη μορφή εγγυήσεων τηρείται, όταν η εγύηση δεν υπερβαίνει το 80% του υποκείμενου δανείου και είτε το ποσό που καλύπτει η εγγύηση είναι 1.500.000 ευρώ (ή 750.000 για επιχειρήσεις που εκτελούν οδικές εμπορευματικές μεταφορές) και η διάρκεια της εγγύησης είναι 10 έτη. Εάν το ποσό που καλύπτεται από την εγγύηση είναι μικρότερο από τα προαναφερθέντα ποσά και/ή η εγγύηση μικρότερη από 10/5 έτη αντίστοιχα, το ακαθάριστο ισοδύναμο της επιχορήγησης της εν λόγω εγγύησης υπολογίζεται ως αναλογικό μερίδιο του σχετικού ανώτατου ορίου των 200.000 ευρώ.
6. Στις περιπτώσεις δανείων το όριο τηρείται, όταν το δάνειο εξασφαλίζεται με ασφάλειες που καλύπτουν τουλάχιστον το 50% του δανείου και το ποσό αυτού ανέρχεται σε 1.000.000 ευρώ (ή 500.000 για επιχειρήσεις που εκτελούν οδικές εμπορευματικές μεταφορές) για διάστημα 5 ετών είτε σε 500.000 ευρώ (250.000 για επιχειρήσεις που εκτελούν οδικές εμπορευματικές μεταφορές) για διάστημα 10 ετών.
7. Όσον αφορά στη διαδικασία επιχορήγησης δίνεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν είτε το σύστημα των εγγραφών δηλώσεων από την πλευρά των δικαιούχων είτε την τήρηση κεντρικού μητρώου των ενισχύσεων αυτών.