Όπως σημειώνει η DW, ο Μπερντ Σμιτς, αγρότης που ασχολείται με βιολογικά προϊόντα, αναρωτιέται «πώς γίνεται να παράγουμε γελοία προϊόντα που κοστίζουν πολλή ενέργεια, ενώ υποσκάπτουμε τη βάση των τροφίμων μας; Και πώς γίνεται εμείς ως αγρότες να μην επιτρέπεται να διοχετεύουμε στην ατμόσφαιρα διοξείδιο του άνθρακα από την αγροτική μας παραγωγή, ενώ την ίδια ώρα εδώ στο χωριό Λύτσερατ διοχετεύονται από το λιγνίτη πολλά εκατομμύρια τόνοι CO2 στην ατμόσφαιρα;».
Πρόκειται για ένα κλάδο που πλήττεται ολοένα και περισσότερο το τελευταίο διάστημα. Κάθε μέρα κλείνουν έξι επιχειρήσεις στη χώρα εξαιτίας της αύξησης των δαπανών και η τάση είναι ανοδική. Συνολικά 256.000 φάρμες λειτουργούν στη Γερμανία.
Το Χάνφερ Χοφ, η φάρμα του Μπερντ Σμιτς, αναφέρεται επίσημα σε έγγραφα ήδη από το 1850 και διευθύνεται από τον ίδιο και την οικογένειά του εδώ και πέντε γενιές. Είναι το μικρότερο αγρόκτημα στην περιοχή ενώ όλες οι άλλες, οι ακόμα μικρότερες επιχειρήσεις, έχουν ήδη κλείσει. Όσο για τον Μπερντ Σμιτς, όταν τον ρωτάμε πόσα χρόνια μπορεί να αντέξει ακόμη, λέει: «Ένα. Πρέπει να πληρώσω 50% περισσότερο από ό,τι πέρυσι μόνο για καύσιμα και ηλεκτρισμό. Με τις κόρες μου που θέλουν να αναλάβουν τη φάρμα, πρέπει να σκεφτούμε αν έχει ακόμα μέλλον».
Η κλιματική αλλαγή
Επίσης υπάρχει και η κλιματική αλλαγή, η οποία δεν σταματά μπροστά στα γερμανικά λιβάδια. Ο Μπερντ Σμιτς έπρεπε να μειώσει τον αριθμό των αγελάδων του σε 35 επειδή τα βοσκοτόπια του δεν είχαν πλέον αρκετή τροφή για τα ζώα λόγω ξηρασίας.
Ένας στους οκτώ αγρότες στη Γερμανία βασίζεται στη βιολογική γεωργία. Ο πληθωρισμός ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, κάνει την κατάσταση ιδιαίτερα δύσκολη για τους 35.000 βιοκαλλιεργητές. Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η αγορά των βιολογικών προϊόντων συρρικνώθηκε το 2022, σύμφωνα με την Ένωση Γερμανών Αγροτών. Οι πωλήσεις μειώθηκαν κατά 4,1% μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου.
Οι καταναλωτές θέλουν να αγοράζουν βιολογικά προϊόντα αλλά φθηνότερα κι έτσι πηγαίνουν στα ντισκάουντερ. Ο Μπερντ Σμιτς επισημαίνει πως και το εμπόριο ευθύνεται για αυτή την κατάσταση. «Δεν μπορεί να παίρνουν μια μέτρια αύξηση της τιμής από το γαλακτοκομείο μας και να την μετακυλίουν πολλαπλάσια στους καταναλωτές», λέει.
Ο βιοκαλλιεργητής παίρνει 56 σεντς για ένα λίτρο γάλα και θα έπρεπε να παίρνει 14 σεντς παραπάνω για να επιβιώσει, όπως λέει. Η Γερμανία έχει θέσει όμως ως στόχο να γίνει μια χώρα, στην οποία θα ρέει το βιολογικό γάλα και το μέλι χωρίς φυτοφάρμακα. Μέχρι το 2030, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θέλει να αυξήσει τη βιολογική γεωργία σε ποσοστό 30%.
Κριτική στην πολιτική
Πολλοί ειδικοί θεωρούν ότι αυτό το φιλόδοξο σχέδιο δεν είναι εφαρμόσιμο. Η αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών έχει αλλάξει. Παράλληλα αλλάζει πολύ αργά η οικολογική μετατροπή των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και τέλος και η έλλειψη υποστήριξης από τους πολιτικούς. Ο Μπερντ Σμιτς λέει ακόμα πως θα πρέπει να δοθεί βοήθεια και από τον υπουργό Οικονομικών, ο οποίος θα πρέπει φροντίσει για φθηνότερη φθηνότερη βενζίνη και να χορηγήσει επαρκή οικονομική υποστήριξη για την καλή διαβίωση των ζώων.
Τέλος, ο Γερμανός αγρότης επικρίνει και τις διεθνείς συμφωνίες, όπως αυτή με τον Καναδά και διερωτάται: «Θέλουμε λιγότερη κατανάλωση κρέατος στη Γερμανία για να προστατεύσουμε το κλίμα και ταυτόχρονα να επικυρώσουμε μια σύμβαση που επιτρέπει την εισαγωγή 60.000 τόνων βόειου κρέατος από τον Καναδά;».
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις