Με ισχυρότατη πλειοψηφία (59-6), η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών, τάχθηκε υπέρ των funds.
Οι αρεοπαγίτες, δεχόμενοι την εισήγηση της Κανέλλας Τζαβέλα, αποφάνθηκαν ότι οι διαχειριστές των funds που εδρεύουν στην Ελλάδα, μπορούν να ενεργούν δικαστικές πράξεις (να γίνονται διάδικοι), να προβαίνουν σε πλειστηριασμούς με τη δική τους επωνυμία και όχι ως πληρεξούσιοι των funds.
Κατά συνέπεια, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου άναψε το φως στα funds να πραγματοποιούν πλειστηριασμούς στο όνομά τους, σε ακίνητα τα οποία έχουν αποκτήσει με εξαγορά.
Μετά τη δημοσίευση της απόφασης της Ολομέλειας, αναμένεται να να εκδηλωθεί ένα νέο τεράστιο κύμα πλειστηριασμών χιλιάδων «κόκκινων» οφειλετών.
Τι είχε συζητηθεί στον Άρειο Πάγο
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με γνωμοδότηση που είχε κατατεθεί στον Αρειο Πάγο, στα χέρια των εταιρειών διαχείρισης δανείων του εξωτερικού, αλλά και των funds που έχουν συστήσει ελληνικές τράπεζες (ως θυγατρικές) έχουν περιέλθει 700.000 ακίνητα, αξίας 45 δισ. ευρώ. Πολλά από αυτά τα ενυπόθηκα ακίνητα κινδυνεύουν -μετά τη σημερινή απόφαση της Ολομέλειας- να βγουν στο ηλεκτρονικό σφυρί με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς ουσιαστικά να έχουν οι ιδιοκτήτες τους δυνατότητα νομικής άμυνας.
Τα δικαστήρια όλων των βαθμών, από τα Πρωτοδικεία έως και τον Αρειο Πάγο, τα απασχόλησε το διφυές νομικό καθεστώς που υπάρχει ως προς τις δικαστικές ενέργειες και δυνατότητες που μπορεί να προχωρήσουν οι servicers ή funds επί των υποθηκευμένων ακινήτων που έχουν αγοράσει από τράπεζες.
Δηλαδή, εάν μπορούν τα funds να προβαίνουν σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς ακινήτων κ.λπ. Τα ενυπόθηκα αυτά ακίνητα ανήκουν σε δανειολήπτες οι οποίοι αδυνατούν οικονομικά να καταβάλουν τις μηνιαίες δόσεις και οι δανειακές τους συμβάσεις και τα υποθηκευμένα ακίνητα έχουν πωληθεί στα funds.
Ενδεικτικό είναι ότι την πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (πρόεδρος η κυρία Μαρία Γεωργίου) απασχόλησε περίπτωση fund που έχει έδρα το Δουβλίνο και είχε αγοράσει κόκκινα δάνεια από ελληνική τράπεζα.
Το νομοθετικό πλαίσιο του νόμου 3156/2003 δεν έδινε τη δυνατότητα στα funds να γίνονται διάδικοι και να πραγματοποιούν δικαστικές ενέργειες επί των ακινήτων που είχαν περιέλθει στην κυριότητά τους.
Αντίθετα, το μεταγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του νόμου 4354/2015, με χρονική διαφορά 12 ετών, άναψε το πράσινο φως στα funds να πραγματοποιούν δικαστικές ενέργειες, πλειστηριασμούς ακινήτων κ.λπ.
Ομως, τα funds έκαναν χρήση συνδυαστικά και των δύο αυτών νόμων ανάλογα με το ποιος από τους δύο τούς εξυπηρετούσε κατά περίπτωση ή χρησιμοποιούσαν επιλεκτικά κάποιες από τις διατάξεις του ενός νόμου και κάποιες από τις διατάξεις του άλλου νόμου, ανάλογα με το πώς αυτές ήταν υπέρ των συμφερόντων τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο νόμος του 2003 έδινε φοροαπαλλαγές στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων.
Αρχικά, το όλο θέμα απασχόλησε το Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, το οποίο με διαφορετικές συνθέσεις εξέδωσε δύο αντίθετες αποφάσεις. Η μία απόφαση είναι η υπ’ αριθμ. 822/2022 (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Γεώργιος Αποστολάκης και μεταξύ των μελών της σύνθεσης ο αρεοπαγίτης Θεόδωρος Κανελλόπουλος), η οποία δεν επέτρεπε στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων να παρίστανται στα δικαστήρια, να προχωρούν στην έκδοση διαταγών πληρωμής (οι οποίες είναι το προοίμιο πλειστηριασμού ακινήτου) εφόσον η αγορά των ακινήτων είχε γίνει υπό το καθεστώς του νόμου του 2003. Εάν όμως η αγορά των ενυπόθηκων δανείων από τα funds είχε γίνει στο πλαίσιο του νόμου του 2015, τότε μπορούσαν να βγουν σε πλειστηριασμό τα ακίνητα.
Η επόμενη απόφαση του ίδιου Τμήματος, η 1873/2022 (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Θεόδωρος Κανελλόπουλος), αποφάνθηκε ότι, ανεξάρτητα κάτω από ποιο νομοθετικό πλαίσιο αγόρασε το fund τη δανειακή σύμβαση, μπορούσε να προχωρήσει σε πλειστηριασμό. Στην συνέχεια, ομόφωνα παρέπεμψε το όλο θέμα προς οριστική κρίση στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, αλλά και για την ενότητα της νομολογίας.
Στο δικαστήριο ο εκ των συνηγόρων του ΔΣΑ, Δημήτρης Σκαρίπας, προσκόμισε γνωμοδότηση της «Υπέρβασης-Γ. Βαλέττας και Συνεργάτες», σύμφωνα με την οποία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2022 τα funds είχαν αγοράσει από τις τράπεζες 700.000 ενυπόθηκα ακίνητα, αντικειμενικής αξίας τουλάχιστον 45 δισ. ευρώ, τα οποία έχουν μεταβιβαστεί και αναμεταβιβαστεί τουλάχιστον πέντε φορές το καθένα.
Σύμφωνα με την ίδια γνωμοδότηση, ο νόμος 3156/2003 παρέχει στα funds 14 απαλλαγές από φόρους, τέλη κ.λπ., κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη μη απόδοση στο Ελληνικό Δημόσιο τεράστιων ποσών (ζημία 58,80 δισ. ευρώ). Μόνο από τη μη απόδοση φόρου εισοδήματος το Δημόσιο έχασε 15,2 δισ. ευρώ και από τον φόρο μεταβίβασης δεν μπήκαν στον κρατικό κορβανά 12 δισ. ευρώ.
Η ζημία από τις χαριστικές αυτές απαλλαγές προέρχεται από φόρο μεταβίβασης (12 δισ. ευρώ), φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων (15,5 δισ.), τέλη χαρτοσήμου (14,4 δισ.), ΕΝΦΙΑ (2,5 δισ.), εισφορά νόμου 128/1975 (2,4 δισ.), δικαιώματα συμβολαιογράφων (8 δισ.), τέλη και δικαιώματα Υποθηκοφυλακείου (2 δισ.), δικαιώματα υπέρ Δημοσίου (0,10 δισ.) και δικαιώματα Ταμείου Νομικών (2 δισ.).
Η πλευρά των δανειοληπτών, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, επιχειρήσεις κ.λπ. υποστήριξαν ότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (funds) δεν μπορεί να είναι διάδικοι σε δίκες. Ακόμα, υποστήριξαν ότι δεν επιδέχονται μεταβίβαση οι απαιτήσεις των τραπεζών, αλλά και το Σύνταγμα απαγορεύει να μεταφέρονται δικονομικές απαιτήσεις στα funds.
Αντίθετα, οι πέντε δικηγόροι υπεράσπισης των τραπεζών και των funds υποστήριξαν ότι από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων έχουν διευθετηθεί απαιτήσεις από τους κόκκινους δανειολήπτες ύψους 18 δισ. ευρώ από τις αρχικές, οι οποίες ήταν στα 60 δισ. ευρώ.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις