Δικαστικό «φρένο» στις αξιώσεις χρηματοπιστωτικού ιδρύματος μπήκε με απόφαση του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης, σύμφωνα με την οποία το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται μόνο στη βάση της μηνιαίας δόσης της οφειλής του δανειολήπτη και όχι επί του συνολικού ποσού.
Ο οφειλέτης, που εντάχθηκε στις ρυθμίσεις του νόμου Κατσέλη (Ν. 3869/2010), έκανε την εν λόγω προσφυγή, επικαλούμενος δικαστική απόφαση με την οποία είχε γίνει δεκτή η αίτηση του περί υπαγωγής του στον νόμο του 2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Τα χρέη του ρυθμίστηκαν με τον ορισμό μηδενικών μηνιαίων καταβολών και εξαιρέθηκε της εκποίησης η κύρια κατοικία του, για τη διάσωση της οποίας ρυθμίστηκαν μηνιαίες καταβολές προς την πιστώτρια, ύψους 342 ευρώ, για χρονικό διάστημα 240 μηνών, ήτοι συνολικά για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του ορίστηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 82.000,00 ευρώ.
Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων ορίστηκε να ξεκινήσει την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά τη δημοσίευση της απόφασης, η δε αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού ορίστηκε να γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδόσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Όπως ανέφερε ο πολίτης που προσέφυγε στη δικαιοσύνη, η ανωτέρω διατύπωση είναι ασαφής όσον αφορά τον υπολογισμό του μέσου επιτοκίου στεγαστικού δανείου και πρέπει να ερμηνευτεί. Ειδικότερα θα πρέπει να ερμηνευτεί, εάν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το δικαστήριο ή στο συνολικό κεφάλαιο που ρυθμίστηκε, δηλαδή εν προκειμένω στο συνολικό ποσό των 82.000 ευρώ.
«Οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται»
Στην απόφαση του Ειρηνοδικείου επισημαίνεται πως «αναμφισβήτητα, βασικός στόχος του Ν. 3869/2010 ήταν η διάσωση της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη, όπου αυτή υφίσταται.
Επιπλέον, η επιλογή της εκούσιας δικαιοδοσίας, με το ευρύ ρυθμιστικό της πεδίο και τις πέραν του συζητητικού συστήματος εξουσίες που παρέχει στον δικάζοντα, σαφώς υποδηλώνει ότι απομακρυνόμαστε έστω ως ένα βαθμό από την τραπεζική ορολογία με τη στενή έννοια. Αλλά και ο ίδιος ο νόμος αναφέρει ότι οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται, πράγμα που δεν συνάδει με τα τραπεζικώς ισχύοντα».
Προσθέτει δε ότι «θα πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο Νομοθέτης, ορίζοντας το ανωτέρω αναφερόμενο επιτόκιο ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, ήτοι την αξία που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, ήτοι μετά από 20 έως 35 χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση».
Ως εκ τούτου, τονίζεται στην απόφαση, «λαμβανομένου υπόψη και του γενικότερου σκοπού του Ν. 3869/2010, όπως αυτός αποτυπώνεται από την αιτιολογική του έκθεση, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, διότι μόνο έτσι εξυπηρετείται ο παραπάνω σκοπός του Νόμου».
«Αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον εκ νέου εγκλωβισμό του υπερχρεωμένου δανειολήπτη σε μία κατάσταση από όπου δεν θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί, με την καταβολή υπέρμετρων δόσεων πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων και καταστρατηγώντας το σκοπό και το πνεύμα του Νόμου», καταλήγει η απόφαση.
Πηγή: dikaiologitika.gr
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις