«Η αγορά κρασιού στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι μία από τις δυναμικότερες αγορές και συγκαταλέγεται πια στις πέντε μεγαλύτερες αγορές του κόσμου. Είναι δεδομένο ότι η κινεζική αγορά θα καταστεί κάποια στιγμή (όχι στο άμεσο μέλλον) η μεγαλύτερη αγορά κρασιού στον κόσμο. Είναι, επίσης, αυτονόητο ότι ο ελληνικός οίνος μπορεί να βελτιώσει τη θέση του στην κινεζική αγορά τόσο σε απόλυτα νούμερα, όσο και σε μερίδιο αγοράς».
Αυτό σημειώνεται σε έρευνα αγοράς για το κρασί στη Λ.Δ. Κίνας του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Πεκίνο που υπογράφουν ο Δ. Θωμόπουλος, γραμματέας ΟΕΥ Β' και Εμ. Στάντζος, γενικός σύμβουλος ΟΕΥ Β΄.
Όπως αναφέρεται στην έρευνα, εξαγωγές εμφιαλωμένου κρασιού προς την Κίνα πραγματοποιούν άνω των 70 χωρών. Ωστόσο, μερίδιο αγοράς άνω του 2% απολαμβάνουν λίγες χώρες, με ηγέτη τη Γαλλία (53%) και ακολουθούμενη από την Αυστραλία, τη Χιλή, την Ισπανία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότιο Αφρική. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 17η θέση στις εξαγωγές εμφιαλωμένου κρασιού, με εξαγωγές 491.946 λίτρων, αξίας 2.224.536 δολαρίων (στοιχεία Γ.Δ. Τελωνείων, Λ.Δ. Κίνας, 2012).
Περίπου 80% της κατανάλωσης κρασιού σε όγκο και 56% σε αξία καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή ενώ το υπόλοιπο μοιράζεται μεταξύ περίπου 70 προμηθευτριών χωρών. Για την πλειονότητα των Κινέζων καταναλωτών, ιδιαίτερα αυτών που διαθέτουν χαμηλά εισοδήματα και διαβιούν σε απομακρυσμένες επαρχίες, το κρασί από σταφύλια είναι πολυτέλεια και προϊόν εκτός της διατροφικής τους κουλτούρας. Η μέση ετήσια κατανάλωση κρασιού στη Λ.Δ. Κίνας είναι 1,4 λίτρα.
H μέση τιμή για τα ελληνικά κρασιά υπολείπεται κατά περίπου 0,65 δολάρια μέσης τιμής του συνόλου των κινεζικών εισαγωγών (4,52 δολ. έναντι 5,17 δολ.), ενώ σε σχέση με το 2011, υπήρξε σημαντική μείωση του όγκου πωλήσεων ελληνικών κρασιών (-22%) που αντισταθμίστηκε από την άνοδο της μέσης τιμής κατά 29%.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έρευνα, η εκπόνηση ενός στρατηγικού σχεδίου για την προώθηση του ελληνικού οίνου στη Λ.Δ. Κίνας ή ακόμη και το σχέδιο εισόδου ενός μεμονωμένου παραγωγού θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες της αγοράς (λ.χ. προτίμηση στο κόκκινο κρασί, σημασία καλών διαπροσωπικών σχέσεων με διανομέα, κουλτούρα του δώρου κλπ) και να έχει μακροπρόθεσμο ορίζοντα, δίνοντας κυρίως βαρύτητα στη διαφοροποίηση του προϊόντος μέσω, καταρχάς, του εθνικού branding και κατά δεύτερον του προϊόντος (ποικιλία).
Εξάλλου, δεδομένου ότι οι Κινέζοι έχουν συνδέσει τα ευρωπαϊκά κρασιά, κυρίως, με τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, τα ελληνικά κρασιά θα πρέπει να προβάλλουν την ιδιαιτερότητά τους σε σχέση με αυτά, που είναι η χρήση τοπικών ποικιλιών.
Η στρατηγική εστίασης σε γηγενείς ποικιλίες (ξινόμαυρο, ασσύρτικο, μοσχοφίλερο και αγιωργίτικο) μπορεί να αποδώσει σημαντικά οφέλη στην κινεζική αγορά, στρατηγική, όμως, που προϋποθέτει στοχευμένες προωθητικές ενέργειες που θα έχουν στον πυρήνα τους την εξοικείωση και «εκπαίδευση» του καταναλωτή με τις μοναδικές ιδιότητες των ελληνικών ποικιλιών. Προωθητικές ενέργειες πραγματοποιούν κράτη που έχουν ήδη ισχυρή παρουσία στη Λ.Δ. Κίνας και αποτελούν σημεία αναφοράς για κάθε ενδιαφερόμενο.
Όσον αφορά μεμονωμένους παραγωγούς, συνιστάται η επιλογή ενός αξιόπιστου διανομέα-συνεργάτη, με τον οποίο θα πρέπει να αναπτυχθεί προσωπική σχέση, ώστε να υπάρξει προσωπική δέσμευση για την προώθηση των προϊόντων στην αγορά.