Ροζιασμένα χέρια, εβδομήντα χρόνια σε αδιάλειπτη χρήση.
Τα δέντρα τον ήξεραν με τ’ όνομά του.
- Λευτέρη !!- του φώναζαν - και κουνούσαν τα πίσω κλαδιά τους σαν αυτός πλησίαζε.
Μα κι’ αυτός όλο τους μιλούσε με αγάπη σαν να ‘ταν τα παιδιά του. Δεν ήταν όμως και λίγες οι φορές που όταν αυτά δεν πήγαιναν με τα νερά του, τους θύμωνε και μπορεί να περνούσε και μια βδομάδα για να τους μιλήσει.
Ακόμα και στο καταχείμωνο όταν ο χιονιάς άλλαζε το χρώμα της φύσης, ο Λευτέρης πήγαινε στο χωράφι να δει τα δέντρα του.
Η Μαριώ ήξερε πως κάθε βράδυ της έλεγε ψέματα πως γλίστρησε στο μονοπάτι και βράχηκε. Ήξερε πως πήγαινε στα χωράφια και τίναζε τα κλαδιά των δέντρων του για να τ’ αλαφρώσει από τα χιόνια. Γι΄ αυτό ερχόταν στο σπίτι πάντοτε μουσκεμένος. Τον πίεσε μερικές φορές να του αλλάξει την συνήθεια μα ο Λευτέρης ήταν αγύριστο κεφάλι…
Τούτη την φορά όμως δεν του βγήκε σε καλό.
Η πνευμονία τον είχε στείλει στο νοσοκομείο και ο γιατρός μιλούσε στην Μαριώ αποφεύγοντας να την κοιτάζει.
Η Μαριώ ήξερε.
Έκατσε δίπλα του και τον άφησε ξανά να κάνει αυτό που είχε αποφασίσει.
Του κρατούσε το χέρι στις χούφτες της για να το ζεστάνει. Το άφησε μόνο μετά από κείνο το τράνταγμα. Ήρθε η ώρα για να σύρει την παλάμη της από το μέτωπο ως τα χείλια του.
Τα παιδιά πήραν την Μαριώ στην Αθήνα μαζί τους. Μόνη της στο χωριό δεν μπορούσε να τα καταφέρει. Θα έδιναν και τα χωράφια σιμισιακά στον γείτονα, αν δεν τους είχαν πει πως μια σπάνια αρρώστια ξέραναν όλα τα δέντρα του Λευτέρη ...
Σταυρουλάκης Αρτεμ. Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης