Την οργάνωση των ψαράδων και των ιχθυοκαλλιεργητών σε μεγαλύτερα σχήματα προωθεί ο Κανονισμός υπ΄αριθμόν 1379/2013 κι η Κοινή Οργάνωση Αγοράς ενώ θα πρέπει να προσαρμοστεί αναλόγως με τη νέα Κοινή Αλιευτική Πολιτική (Κ.Αλ.Π.) και σταματά πλέον η εφαρμογή του κανονισμού Υπ΄αριθ. 1184/2006 στα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας.
Στον νέο Κανονισμό που δημοσιεύτηκε στις 28 Δεκεμβρίου στην Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημειώνεται ότι θεωρούνται «κλειδί» οι οργανώσεις παραγωγών προϊόντων αλιείας κι υδατοκαλλιέργειας για τη διασφάλιση της κατάλληλης διαχείρισης της νέας ΚΟΑ και θα ενισχυθούν γιατί η χρηματοδότηση θα τους επιτρέψει να διαδραματίσουν ουσιαστικότερο ρόλο στην καθημερινή διαχείριση της αλιείας, των αποθεμάτων και θα δημιουργήσει και κατά έναν τρόπο ένα δίχτυ προστασίας για τις τιμές.
Οι Οργανώσεις Παραγωγών θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν στην Ένωση όσον αφορά τους τομείς αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις εξόχως απόκεντρες περιοχές και ειδικότερα τις ειδικά χαρακτηριστικά της αλιείας μικρής κλίμακας και της εκτατικής υδατοκαλλιέργειας.
Το θέμα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και για τους Έλληνες ψαράδες διότι αφορά και θέματα διαχείρισης κι η εθνική πολιτική ως ένα βαθμό θα πρέπει να εισακούει και τις εισηγήσεις των αρμόδιων Οργανώσεων Παραγωγών, σε σχέση με την κατανομή των ποσοστώσεων και τη διαχείριση της αλιευτικής προσπάθειας ανάλογα και με τις ιδιαιτερότητες κάθε μορφής αλιείας ή συγκεκριμένων ειδών. Η νέα ΚΑλΠ δεν αφήνει απέξω τον μικρό παραγωγό, υπό την έννοια, ότι στο 8ο μέτρο προτείνεται «να ληφθούν μέτρα για να ενθαρρυνθεί η κατάλληλη και αντιπροσωπευτική συμμετοχή παραγωγών μικρής κλίμακας».
Με το 10ο μέτρο τονίζεται ότι «οι διεπαγγελματικές οργανώσεις που απαρτίζονται από διαφορετικές κατηγορίες επιχειρηματιών στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας έχουν τη δυνατότητα να συμβάλλουν στη βελτίωση του συντονισμού των δραστηριοτήτων εμπορίας εντός της αλυσίδας εφοδιασμού και να αναπτύξουν μέτρα τα οποία θα είναι προς το συμφέρον όλου του κλάδου» .
Μάλιστα, σημειώνεται, ότι «ενδείκνυται να θεσπιστούν κοινές προϋποθέσεις για την αναγνώριση των οργανώσεων παραγωγών και των διεπαγγελματικών οργανώσεων από τα κράτη μέλη, για την επέκταση των κανόνων που εγκρίνουν οι οργανώσεις παραγωγών κι οι διεπαγγελματικές οργανώσεις και για την από κοινού ανάληψη του κόστους που προκύπτει από την επέκταση αυτή. Η επέκταση των κανόνων θα πρέπει να υπόκειται σε έγκριση από την Επιτροπή».
Σε άλλο σημείο, τονίζεται ότι όπου ενδείκνυται μπορεί να προαχθεί κι η δημιουργία διακρατικών οργανώσεων παραγωγών κι ενώσεων, οργανώσεων παραγωγών σε εθνικό ή διακρατικό επίπεδο βάσει βιογεωγραφικών περιοχών ενώ ο κανονισμός προβλέπει πως πρέπει να ενθαρρύνεται η συμμετοχή των γυναικών στις οργανώσεις παραγωγών υδατοκαλλιεργειών.
Λόγω του απρόβλεπτου χαρακτήρα των αλιευτικών δραστηριοτήτων τονίζεται ότι πρέπει να θεσπιστεί μηχανισμός για την αποθήκευση προϊόντων αλιείας, που προορίζονται για την κατανάλωση από τον άνθρωπο με στόχο την ενίσχυση της μεγαλύτερης σταθερότητας της αγοράς και την αύξηση του οικονομικού κέρδους, ιδίως μέσω της δημιουργίας προστιθέμενης αξίας.
Στον ίδιο κανονισμό προβλέπεται ότι λόγω της διαφοράς τιμών σε όλη την Ευρώπη, κάθε οργάνωση παραγωγών προϊόντων αλιείας, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να προτείνει μια τιμή ενεργοποίησης του μηχανισμού αποθεματοποίησης. Η εν λόγω τιμή ενεργοποίησης θα πρέπει να οριστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρείται ο δίκαιος ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρηματιών του κλάδου.
Προτείνεται επίσης η χρήση ενός οικολογικού σήματος για προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, είτε προέρχονται από την Ένωση είτε εκτός αυτής, το οποίο θα προσφέρει τη δυνατότητα παροχής σαφών πληροφοριών σχετικά με την οικολογική βιωσιμότητα των προϊόντων αυτών. Ζητείται, δε, να εξεταστεί από την Επιτροπή η θέσπιση ελαχίστων κριτηρίων για την ανάπτυξη ενός πανενωσιακού οικολογικού σήματος για τα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας. Ωστόσο για την προστασία των καταναλωτών, οι αρμόδιες εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο και την τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο νέο κανονισμό θα πρέπει να αξιοποιούν πλήρως τη διαθέσιμη τεχνολογία, περιλαμβανομένων των δοκιμών DNA, προκειμένου να αποθαρρύνεται η ψευδής επισήμανση των αλιευμάτων εκ μέρους των επιχειρηματιών του κλάδου.