Δεν αντιμετωπίζουν όμως ούτε τα άμεσα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών και των επιχειρήσεων.
* Του Λόη Λαμπριανίδη, Οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής ΠΑΜΑΚ, π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης, μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ – Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι δομικά, δεν προκλήθηκαν από την κρίση της πανδημίας ούτε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, παρότι, ασφαλώς, αυτές είναι συνθήκες που τα επιδείνωσαν.
Παρά τα δομικά προβλήματα και την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, η κυβερνητική πολιτική τείνει να ωραιοποιεί την κατάσταση είτε ερμηνεύοντας επιφανειακά ή και λανθασμένα μια παροδική βελτίωση του ΑΕΠ και κάποιων άλλων δεικτών, είτε συνειδητά επιχειρεί να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση πώς «όλα βαίνουν καλώς», με τη λογική πως «η οικονομία είναι ψυχολογία» ή απλά σκεπτόμενη τις επόμενες εκλογές. Τα μέτρα που πρότεινε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ δεν βοηθούν στην κατανόηση της τρέχουσας κατάστασης της οικονομίας, δεν αντιμετωπίζουν τα δομικά προβλήματα και δεν ευνοούν τη μετάβαση στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, στην αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κτλ.
Δεν αντιμετωπίζουν όμως ούτε τα άμεσα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών και των επιχειρήσεων. Η κυβερνητική πολιτική παραμένει προσκολλημένη στο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο των τελευταίων 40 χρόνων, παρά το ότι αυτό δείχνει τα αδιέξοδά του διεθνώς.
Τα δομικά αδιέξοδα της ελληνικής οικονομίας
Ακούσαμε με μεγάλη ανησυχία την πρωθυπουργική ομιλία στην ΔΕΘ. Και τούτο για μια σειρά λόγων. Ας τους δούμε έναν-έναν:
Αρχικά για την απουσία κατανόησης και ενασχόλησης με το δομικό αδιέξοδο της ελληνικής οικονομίας. Δεν αναφερόμαστε εδώ «σ΄ αυτό» ή «εκείνο» το επιμέρους μέτρο ή συγκυρία, αλλά στον στρατηγικό, παραγωγικό και ευρύτερο κοινωνικό προσανατολισμό της χώρας. Κατά την κυβέρνηση,πορευόμαστε επιτυχώς. Ο πρωθυπουργός ανέφερε δε ως αποδεικτικό στοιχείο μια σχετικά αξιόλογη αύξηση του ΑΕΠ, που εν γένει αποδίδεται στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, στο «ξέσπασμα» μετάτην περίοδο της πανδημίας, στην πορεία του τουρισμού, και των εσόδων από τη ναυτιλία, σε ορισμένες ξένες επενδύσεις (Microsoft, Pfizer, DT κ.ά. αλλά αποσιωπώντας πως η πλειοψηφία τους αφορά εξαγορές και ακίνητα) κτλ. Επιπλέον η κυβερνητική θέση τονίζει ότι το ΑΕΠ αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω από τα χρήματα που θα εισέλθουν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, προβάλλοντας έτσι το αισιόδοξο σενάριο και στο μέλλον δια των επενδύσεων.
Όμως, τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν στην αντίθετη κατεύθυνση. Ας πάρουμε τα πράγματι από λίγο πιο πριν. Το μεταπολεμικό και ιδίως μεταπολιτευτικό κυρίαρχο αναπτυξιακό πρότυπο,έριξε την ελληνική οικονομία στα βράχια, υποβάθμισε συνολικά τις συνθήκες ζωής μας και τελικά επέστρεψε τη χώρα στην «παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος». Στην συνέχεια τα Μνημόνια και οι συνοδευτικές «μεταρρυθμίσεις» οδήγησαν σε εσωτερική υποτίμηση και σειρά άλλων συνοδευτικών φιλοεπενδυτικών εντός και εκτός εισαγωγικών, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που υποτίθεται θα οδηγούσαν σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας κάτι που δεν συνέβη στον βαθμό που αναμενόταν. Ειδικότερα, η ανταγωνιστικότητα, όπως υπολογίζεται με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας, βελτιώθηκε και συνεχίζει να βελτιώνεται, ως αποτέλεσμα των χαμηλών μισθών/ ημερομισθίων και της ευελιξίας στην αγορά εργασίας (ευέλικτες μορφές απασχόλησης, χαμηλή αποζημίωση απόλυσης κτλ.). Όμως η ανταγωνιστικότητα τιμών δεν βελτιώθηκε όσο η ανταγωνιστικότητα κόστους εργασίας, λόγω αγκυλώσεων στην αγορά προϊόντος (ουσιαστικά λόγω της ολιγοπωλιακής δομής αγορών βασικών προϊόντων και υπηρεσιών). Η χώρα βγήκε τυπικά από τα μνημόνια το 2018, όμως τα προβλήματα παραμένουν και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να λυθούν απλώς με περισσότερα χρήματα από την ΕΕ, πολλώ δε μάλλον όταν αυτά δεν αξιοποιούνται κατάλληλα και σε κάθε περίπτωση δίνονται απλά για την ανακούφιση από καταστροφές (πανδημία κτλ.) και όχι ως καθαρή πρόσθεση στην παρεχόμενη βοήθεια. Χρειάζεται σχέδιο και τολμηρές πολιτικές, που θα οδηγήσουν σε ένα «αναπτυξιακό άλμα» ώστε να μπορέσει η χώρα να βγει από την προαναφερθείσα «παγίδα».
Βαδίζουμε στη γνωστή προδιαγεγραμμένη πορεία που πολλές φορές στην ιστορία έχει προκαλέσει αδιέξοδα στην πατρίδα μας:
α) αύξηση του ΑΕΠ που οφείλεται στη συγκυριακή αύξηση της κατανάλωσης –αποτέλεσμα της αναβληθείσας κατανάλωσης της περιόδου της πανδημίας, εδώ και στο εξωτερικό, αλλά και στην χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων λόγω της πανδημίας και της ουκρανικής κρίσης και επομένως δεν μπορεί να μακροημερεύσει. Δυστυχώς και πάλι ακολουθούμε τον ίδιο δρόμο, της πρόσκαιρης καταναλωτικής ευωχίας, που συχνά ακολουθήσαμε και στο παρελθόν, ενώ είναι γνωστό πλέον τι μας περιμένει στην γωνία. Φυσικά η κριτική αυτή δεν απευθύνεται σε μεγάλο μέρος, πιθανώς στο μεγαλύτερο των Ελλήνων, που τα φέρνουν πέρα δύσκολα, (δεν τα φάγαμε όλοι μαζί). Επικεντρώνεται σε ένα μικρότερο μέρος, αλλ΄ οικονομικά ισχυρό με μεγάλες δυνατότητες επιδεικτικής κατανάλωσης και μάλιστα πολυτελούς και ιδίως εισαγόμενης, το οποίο διευκόλυνε η κυβερνητική πολιτική μέσα από τις σημαντικές μειώσεις στην φορολόγηση του των τελευταίων 3,5 χρόνων (μείωση φορολογίας γονικών παροχών, μερισμάτων, αλληλεγγύης,ΕΝΦΙΑ, μείωση εταιρικής φορολογίας κτλ.). Οι μειώσεις αυτές σε πολύ μεγάλο βαθμό απευθύνθηκαν στα ανώτερα μεσαίακαι στα ανώτατα ιδίως εισοδήματα, ενώ για τα κατώτερα που επιβαρύνονται ιδίως από τους έμμεσους φόρους και την μεγάλη ακρίβεια, δεν υπήρξε μέριμνα.
β) τα ελλείμματα στα ισοζύγια (εμπορικό και πληρωμών) πήραν για μια ακόμα φορά την ανηφόρα, τυπικό για την χώρα μας ιδίως σε περιόδους κρίσης, με τις εισαγωγές να υπερβαίνουν τόσο σε απόλυτα ποσά όσο και σε ποσοστά αύξησης τις εξαγωγές, περικόπτοντας επομένως σημαντικά τα όποια οφέλη από τηναύξηση των εξαγωγών και επιπροσθέτως αποδεικνύοντας ότι η δομική/διαχρονική ανισορροπία εισαγωγών –εξαγωγών παραμένει δυστυχώς αναλλοίωτη, ότι με άλλα λόγια, το παραγωγικό και καταναλωτικό μας υπόδειγμα δεν βελτιώθηκε από αυτήν την άποψη, παρά τα διαμεσολάβηση της υπερδωδεκαετούς κρίσης. Ειδικότερα το εμπορικό ισοζύγιο διαχρονικά είναι ελλειμματικό, στην περίοδο της κρίσης μειώνεται το έλλειμα στο ισοζύγιο και εκτινάσσεται πάλι το 2020 και το 2021 (Διάγραμμα 1).
Διάγραμμα 1: Διαχρονική εξέλιξη των εξαγωγών και των εισαγωγών (αγαθά και υπηρεσίες), εκατ. ευρώ, σταθερές τιμές, 1996-2021
Πηγή: Eurostat
Το ισοζύγιο πληρωμών ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτινάσσεται κατά την περίοδο της «ισχυρής Ελλάδας», συρρικνώνεται την περίοδο της κρίσης και από το 2015 και μετά με την αρχή μιας δειλής ανάκαμψης αυξάνεται πάλι για να εκτιναχθεί στην περίοδο 2019-2021 (Διάγραμμα 2)
Διάγραμμα 2: Ισοζύγιο πληρωμών και τρεχουσών συναλλαγών ως % του ΑΕΠ
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος
γ) αυξημένα χρέη (δημόσια και ιδιωτικά), όπου και αυτά για ακόμα μια φορά εκτοξεύτηκαν και αργά ή γρήγορα, όταν θα υπάρξει δημοσιονομική περιστολή και διεθνής αναταραχή, θα προκαλέσουν τις συνήθεις καταστροφές τους.
δ) μη μακροπροληπτική (πάνω από το επιτρεπτό δημοσιονομικό όριο για μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους) αύξηση της δημόσιας δαπάνης που οδηγεί σε αύξηση των spreads έναντι των λοιπών χωρών της ΕΕ[1], όπου και πάλι το πρόβλημα συγκαλύπτεται επί του παρόντος και λόγω της πολιτική της ΕΚΤ, αλλά που όμως παραμένει εκεί αποκαλύπτοντας με βεβαιότητα την παραμένουσα -αν όχι και διευρυνόμενη- απόκλισή μας με τις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα.
ε) και επενδύσεις χωρίς τάσεις ποιοτικής και ποσοτικής βελτίωσής τους (υπεραντιπροσώπευση του κλάδου των κατασκευών, του realestate και του τουρισμού), σε εντυπωσιακή υστέρηση από τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους, αλλά και από τα προγενέστερα επενδυτικά επίπεδα της χώρας, γεγονός που οξύνει την ήδη υπερδωδεκαετήαποεπένδυση στη χώρα. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου σημειώνει ανοδική πορεία μέχρι το 2008, στη συνέχεια πέφτει δραματικά μέχρι το 2014. Από το 2015 και μετά σημειώνει κάποια περιορισμένη ανάκαμψη με διακυμάνσεις και μόλις το 2021 φτάνει τα επίπεδα του 1995 (Διάγραμμα 3).
Διάγραμμα 3:Ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου
Πηγή: //tradingeconomics.com/greece/indicators
στ) Η εδώ και δεκαετίες αποβιομηχάνιση της χώρας συνεχίζεται, και ακόμα πιο ανησυχητικά η αδυναμία να κατανοηθεί ο όλως αποφασιστικός ρόλος της βιομηχανίας στην ανάπτυξη. Συνεχίζεται η αύξηση της επικίνδυνης παραγωγικής μας «μονοκαλλιέργειας» (ιδίως στον τουρισμό[2]). Η αδυναμία σημαντικής βελτίωσης της εγχώριας προστιθέμενης αξίας, ιδίως μέσω επενδύσεων σε Ε&Α, στοιχείο όμως που δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς συνδυασμό και με την βιομηχανία. Έτσι εξηγείται η διαχρονική ελληνική καθυστέρηση, όσο και η αποτυχία των μνημονίων να αναβαθμίσουν την χώρα τεχνολογικά (Διάγραμμα 4) .
Διάγραμμα 4: Εξαγωγές αγαθών υψηλής τεχνολογίας από χώρες της ΕΕ, 2010 & 2021, (% επί του συνόλου των εξαγωγών)
Πηγή: Eurostat
ζ) Ενδεικτική ως προς την κατάσταση στη χώρα είναι η μείωση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων (βλέπε σύγκριση με Βουλγαρία και Πορτογαλία -Διάγραμμα 5)[3].
Διάγραμμα 5: Εθνικό εισόδημα προς πληθυσμό ενηλίκων σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης*
*100 η αγοραστική δύναμη της Δανίας.
Πηγή: World InequalityDatabase
η) Εμφανίζουμε διαφορικό πληθωρισμό αυξημένο εν σχέσει με τον μέσο ευρωπαϊκό (11,2% έναντι 9,1% της ευρωζώνης[4]), σχετιζόμενο με την παραγωγική μας αδυναμία, τη μιμητική μας μόνιμη καταναλωτική υπέρβαση των ορίων μας και τη συνοδευτική κρατική υποστήριξή της με μειώσεις στη φορολογία του πλούτου και εν γένει στην άμεση φορολογία και αύξηση στην έμμεση που πλήττει τα φτωχότερα στρώματα και τέλος με τη διαρκή ολιγαρχική επέκταση, την σχετική παραγωγική συγκέντρωσηκαι την αποτυχία/απροθυμία των αρμοδίων θεσμών (π.χ. Επιτροπή Ανταγωνισμού) να παρέμβουν.
θ) Παρουσιάζουμε αυξημένη ανεργία εν σχέσει με την ΕΕ, αλλά και εργασιακή παραίτηση, επομένως μικρότερο ποσοστό του πληθυσμιακού μας δυναμικού προσφέρεται για εργασία, μικρότερη γυναικεία συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, αλλά και μικρότερη συμμετοχή των νέων στο εργατικό δυναμικό (ίσως λόγω των δυσμενών συνθηκών εργασίας αλλά και των χαμηλών ημερομισθίων), αυξημένη μερική απασχόληση και γενικευμένη ανασφάλεια, καθώς τα συνδικάτα του δημοσίου και κυρίως του ιδιωτικού τομέα είναι πρακτικά ανύπαρκτα, με περιοριστικά αποτελέσματα στην παραγωγή και την παραγωγικότητά μας.
ι) Η δημόσια περιουσία είναι δεσμευμένη στο Ταμείο Αξιοποίησης Περιουσίας, γεγονός που δυσκολεύει τις όποιες πρωτοβουλίες θελήσει να υλοποιήσει η πολιτεία και προφανώς και τις αναπτυξιακές της προοπτικές.
- Gini – Διάγραμμα 6), καθώς τα μέτρα της κυβέρνησης κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση, κατατείνουν στην αύξησή τους.
Διάγραμμα 6: Δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος στην Ελλάδα (συντελεστής GINI), 1995-2020
Πηγή: Eurostat
ιβ) Δεν κατανοούμε τις τεράστιες συνέπειες για την οικονομία αλλά και συνολικά για την κοινωνία από την αποτυχία στη μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης της χώρας (έγιναν βέβαια σημαντικά βήματα ψηφιοποίησης κάποιων υπηρεσιών), καθώς παρατηρείται επιδείνωση και όχι βελτίωση του επιπέδου της, συχνά μετά από κυβερνητικές ενέργειες που σκοπεύουν στην αποδυνάμωσή της και την ιδιωτικοποίηση κάποιων εργασιών της. Επιπλέον έχει ελάχιστα γίνει κατανοητή η νέα διεθνής τάση η οποία αμφισβητεί τις βεβαιότητες των χρόνων του Ρήγκαν (το κράτοςείναι το πρόβλημα και η αγορά η λύση) και για τα επόμενα 30 χρόνια και τείνει να επαναφέρει το κράτος σε θέση πλοηγού του κοινωνικοοικονομικού μας βίου.
ιγ) Υπάρχουν τεράστια προβλήματα στη λειτουργία της εκπαίδευσης, ιδίως της βασικής και δευτεροβάθμιας αλλά και της τριτοβάθμιας και επαγγελματικής, καθώς και στον τομέα της υγείας. Τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην υγεία ένας κεντρικός στόχος της κυβερνητικής πολιτικής παραμένει η μεταφορά δραστηριοτήτων τους στον ιδιωτικό τομέα, σε καταφανή αντίθεση με την ολοένα και περισσότερο ενισχυόμενη διεθνή τάση επιστροφής στο δημόσιο. Οι επιπτώσεις από την αποδυνάμωση του συστήματος υγείας έγιναν εμφανείς στις πρόσφατες (περίοδο Ιούλιο –Αύγουστο 2022) επιδόσεις σε σχέση με την πανδημία όπου η Ελλάδα είναι στην χειρότερη θέση στην ΕΕ σε αριθμούς θανάτων ανά κάτοικο από την πανδημία.
ιδ) Κρατήσαμε για το τέλος τη διαρκώς διευρυνόμενη οικονομικά ολιγαρχική και συχνά ξένης ιδιοκτησίας, εκτροπή της χώρας, εμφανή ήδη σε μια σειρά τομείς δραστηριότητας, που απειλεί να υπονομεύσει τις όποιες μεταπολεμικές και μεταπολιτευτικές μας κατακτήσεις. Η δημοκρατία μας, πολιτική και οικονομική, βρίσκεται πλέον σε υπαρξιακό κίνδυνο από την επέλαση της οικονομικής ολιγαρχίας υπό την κυβερνητική ανοχή, αν όχι και υποστήριξη.
Συμπερασματικά, επείγει η κυβερνητική αλλαγή, υπό την ρητή όμως προϋπόθεση ότι η νέα ηγεσία θα κατανοεί τη συνθετότητα των προβλημάτων και την επιτακτική ανάγκη για δομικές αλλαγές και θα έχει προωθήσει τις αναγκαίες προς τούτο προωθητικές κοινωνικοικονομικές συμμαχίες τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να συμβάλει σε αυτήν ακριβώς την κατανόηση.
Όλη η ανάλυση://bit.ly/3rdRYq8
[1] Μετά βίας ελεγχόμενες από την ΕΚΤ, κρίσεις, πτωχεύσεις και ό,τι άλλο τόσο συχνά μας διδάσκει η οικονομική ιστορία του τόπου
[2]Δεν προχωράμε εδώ σε εξέταση των σημαντικών προβλημάτων του κλάδου του τουρισμού όπως είναι π.χ. η μειούμενη εγχώρια προστιθέμενη αξία, η αδυναμία διαφοροποίησης και επέκτασης του τουριστικού προϊόντος, η υποβάθμιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος κτλ.
[3]Υλοποιώντας έτσι και ένα επιπλέον, όχι επισήμως εκφρασθέντα, στόχο των μνημονίων που αποκάλυψε προ δεκαετίας ο PaulThomsen(διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου), ότι η Ελλάδα πρέπει να καταλήξει με ένα βιοτικό επίπεδο μεταξύ της Πορτογαλίας και της Βουλγαρίας
[4]Αυτό βέβαια οφείλεται και στο λεγόμενο «αποτέλεσμα βάσης» δηλ. στο γεγονός ότι οι τιμές και ο πληθωρισμός ήταν πολύ ψηλότερα από της ευρωζώνης το 2021.